(Παρίσι, 13ο Διαμέρισμα)
του Jacques Audiard
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_les-olympiades-2.jpg

Η Εμιλί, γνωρίζει τον Καμίλ αναζητώντας συγκάτοικο. Ο Καμίλ γνωρίζει τη Νορά αναζητώντας συνεργάτη. Η Νορά αναζητά την Αμπέρ Σουίτ για να δει αν μοιάζουνε όταν φοράνε την ίδια περούκα. Κι η Αμπέρ Σουίτ, που ονομάζεται Λουίζ, αλλά δεν συνηθίζει να το λέει, αναζητά διαδικτυακούς πελάτες για να βγάζει τα προς το ζην. Όλοι τους αναζητούν σεξ και το βρίσκουν, πολύ ευκολότερα απ’ ότι τον έρωτα, που, εσκεμμένα ή μη, τους ξεφεύγει, και συνεχίζουν να ζουν στη στιγμή και στη διαρκή κίνηση χωρίς να το πολυσκέφτονται, αλλάζοντας μεταξύ τους ιδιότητες, όπως διαθέσεις και δουλειές κι αφήνοντας όλα αυτά που τους σκοτίζουν και τους καθορίζουν απέξω. Κι όλοι τους, παρ’ ότι λεν, αναζητάνε και κάτι ακόμα…
Σε άλλη ταινία και κάτω από έναν άλλο ουρανό, όλη αυτή η παρέα των συμπαθητικών loser της διπλανής πόρτας (πρωταγωνιστών και δευτεραγωνιστών), -με πρώτες και καλύτερες την Εμιλί, ως σύγχρονη νευρωτική ηρωίδα και την επίφοβα εύθραυστη Νορά-, απλά θα έβλεπε τη ζωή της να κυλά και να χάνεται, όπως τα νερά κι οι έρωτες κάτω απ’ τη γέφυρα του Μιραμπό του Απολινέρ και με την ίδια ακριβώς μελαγχολία. Αυτό δεν πρόκειται, ωστόσο, να συμβεί στο ατμοσφαιρικό, ασπρόμαυρο κι ανθρωποκεντρικό Παρίσι, 13ο διαμέρισμα του Ζακ Οντιάρ, αυτή την πρωτότυπη κι ανάλαφρη εκ πρώτης όψεως ρομαντική κομεντί, που αρνείται να στριμώξει την ικανότητα για χαρά σε στερεότυπα και το είδος της «κομεντί» στις γνωστές συμβάσεις κι επιμένει, με κινηματογραφικό μοντερνισμό και παρά τις αντιξοότητες, στην ειλικρίνεια και την αισιοδοξία. Θα έπρεπε να μας είχαν υποψιάσει ευθύς εξαρχής γι αυτό οι «Ολυμπιάδες», ο πρωτότυπος δηλαδή τίτλος της και τόπος διεξαγωγής της πλοκής της, η πιο μοντερνιστική συνοικία του Παρισιού κάποτε και μεγαλύτερη πια Τσάινατάουν της Ευρώπης, που υπάρχει ακριβώς για να μπορούν να συναντιόνται και να συνδιαλέγονται άνθρωποι που όπως οι ήρωες προέρχονται από διαφορετικές εθνότητες και κουλτούρες. Η γεμάτη ζωντάνια, νεανική αυτή συνοικία, δίνει τον τόνο σ’ όλη την ταινία, σε α λα Μανχάταν στιλ και κινηματογραφείται σκοτεινή, σαγηνευτική κι απροσδιόριστη, μια μητρόπολη που εσκεμμένα μοιάζει ασιατική, βρίσκεται, όμως, στο Παρίσι.
Αλλά πώς ερωτεύεται κανείς στο Παρίσι του σήμερα; Και τι λειτουργία μπορεί να έχει ο ερωτικός λόγος στην εποχή του tinder και του σεξ απ’ το πρώτο ραντεβού; Αυτά σκεφτόταν πραγματικά ο Ζακ Οντιάρ όταν αποφάσισε να διασκευάσει για το σινεμά μαζί με τις Σελίν Σιαμά (Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται) και Λέα Μισιούς, τρεις ιστορίες κόμικ του Αμερικανού Άντριου Τομάιν που τον γοήτευσαν με τη μελαγχολία, το βάθος των χαρακτήρων, τη σπιρτάδα, την αξία της ελλειπτικότητας και την ουσία των καθημερινών σκηνών τους. Όλες αυτές τις αρετές κατόρθωσε να τις μεταφέρει εξ ολοκλήρου και στην ταινία του, την οποία έκανε ασπρόμαυρη για να δίνει μια αίσθηση κόμικ, προσθέτοντας τον ρόλο του Καμίλ ως συνδετικό κρίκο στις ιστορίες.
Εν αρχή ην ο Λόγος λοιπόν και μάλιστα ο ρομερικός, αφού η Νύχτα με τη Μοντ, αποδεικνύει όπως λέει ο Οντιάρ, πως όταν όλα λέγονται πρόωρα και μονομιάς, ο ερωτισμός και η σαγήνη χάνεται και η ερωτική συνάντηση δεν έχει πια λόγο να γίνει. Για να το αποφύγει παίζει με το Λόγο, τον κινηματογραφικό κι εκείνο μεταξύ των ηρώων σ’ ένα δίπολο αποκάλυψης-κρυψίματος που αφορά τόσο στον τρόπο που χτίζονται οι σχέσεις μεταξύ των πρωταγωνιστών, όσο και μεταξύ της ταινίας και του θεατή της, αφού όπως το συνηθίζει η φόρμα του κινηματογραφικά αντιστοιχεί κι εδώ με την ιδέα.Έτσι, κι ενώ η οπτική ευχαρίστηση και η σέξι διάσταση φαντάζουν στο επίκεντρο του Παρίσι, 13ο διαμέρισμα στην πραγματικότητα απλά μας αποσπούν την προσοχή, ξεγελώντας μας πως ήδη τα μάθαμε όλα, όπως π.χ με το γυμνό κορμί της Εμιλί στην πρώτη σκηνή και τον εν είδη πρωταθλητισμού τρόπο που οι ήρωες γενικά κάνουν σεξ (ακόμα μια αντιστοίχιση της λέξης «Ολυμπιάδες»), για να μην διακρίνουμε νωρίτερα απ’ ότι θα ήθελε αυτά που μας συσκοτίζει, μ’ ένα Λόγο γεμάτο παιχνίδισμα και παραπλάνηση. Με χάρη, δεξιοτεχνία και χωρίς να το κάνει ζήτημα, η σκηνοθεσία τοποθετεί ταυτόχρονα στο φόντο ως σκόρπια στοιχεία την ουσία (π.χ. η  γυμνή Εμιλί τραγουδάει στην πρώτη σκηνή, αλλά φυσικά κανείς δεν προσέχει τι λέει). Σαν κρυμμένη εικόνα που σιγά-σιγά αποκαλύπτεται (όπως η Αμπέρ στη Νορά που βγάζοντας τις μεταμφιέσεις της, μειώνει και την απόσταση μεταξύ τους), αφήνει να διαφανούν μια σειρά από τραύματα και σκοτεινιές (από αδελφικές αντιζηλίες, πολιτισμικές επιταγές και κοινωνικούς περιορισμούς μέχρι απώλεια, αρρώστια, θάνατο κι αιμομιξία) που άνετα θα μπορούσαν να κάνουν την ταινία δράμα ή τραγωδία, δεν υπονομεύουν, όμως, καθόλου την ανάλαφρη της εκφορά, ακριβώς επειδή παρουσιάζονται μόνο ως υπαινιγμοί-αντίστιξη στη σεξουαλική ενέργεια, κι οι ήρωες παραμένουν συνεχώς στο εδώ και τώρα της πραγματικότητας επενδύοντας συνεχώς τη ζωή ως αξία. Μοναδική εξαίρεση που θα καταλάβει την οθόνη το bullying της Νορά που είναι σχεδόν τραγελαφικό ότι συνέβη σε μια τάξη Ποινικού Δικαίου της Νομικής και συνιστά το πιο άμεσο κοινωνικό σχόλιο μιας ταινίας που ξεκάθαρα πιστεύει στην κοινωνική διάσταση κάθε ήρωα (π.χ. ο Καμίλ λέει για τους περιορισμούς στα σχολεία που έχουν φτωχά και μαύρα παιδιά και για το που καταλήγουν συνήθως οι μαθητές του) δεν θέλει όμως να είναι καθοδηγητική και δίνει χώρο στον θεατή για να βγάλει μόνος τα συμπεράσματά του.
Κι αυτός είναι ο πραγματικός ρομαντισμός της ταινίας αυτής, όχι τόσο η δυνατότητα όλων σ’ ένα χάπι-εντ -παρ’ ότι βέβαια δεν είναι κι αυτό διόλου αμελητέο- όσο το ότι η συνάντηση με τον Άλλον συντελείται μ’ έναν Λόγο που εμπεριέχει και τους δύο και πως όσο κανείς ακούει τον Άλλον τόσο μαθαίνει περισσότερο και το δικό του εαυτό κι αυτόν είναι τελικά που βρίσκει όταν ερωτεύεται.