(Στις ροδακινιές του Αλκαράς)
της Carla Simón
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Στην πρώτη σκηνή της ταινίας Στις Ροδακινιές του Αλκαράς της Κάρλα Σιμόν, τα τρία μικρότερα παιδιά της οικογένειας Σολέ, ροδακινοκαλλιεργητών απ’ το χωριό Αλκαράς της Καταλονίας αμύνονται ενάντια σε μια εξωγήινη επίθεση. Πρόκειται φυσικά για παιχνίδι, είναι, όμως και προοικονομία της πλοκής, αφού δίπλα τους ακριβώς μια πολύ πραγματική επίθεση που αφορά στη γη της οικογένειας έχει ήδη αρχίσει να συντελείται. Η γη έχει παραχωρηθεί στους Σολέ εδώ και γενιές, όταν όμως, ο τωρινός γαιοκτήμονας πεθαίνει ο γιός του θέλει να τους διώξει και να την δώσει σ’ εταιρεία με φωτοβολταϊκά. Οι Σολέ διαπιστώνουν έκπληκτοι πως γραπτό συμβόλαιο παραχώρησης δεν υπάρχει και πως ο παππούς της οικογένειας όταν του το πρότειναν αρνήθηκε γιατί «έτσι ήταν τότε τα πράγματα» κι ο λόγος δεν είχε μικρότερη αξία. Αλλά τα πράγματα δεν είναι έτσι πια κι οι Σολέ δεν ξέρουν καν αν θα προλάβουν να θερίσουν τη σοδειά τους…
Πράσινη ανάπτυξη εναντίον παραδοσιακής γεωργίας, παλιές αξίες εναντίον κέρδους, αγρότες εναντίον αντιαγροτικών πολιτικών, μια οικογένεια σε κρίση, με τα μέλη να διαφωνούν, ακόμα και να πιάνονται στα χέρια μεταξύ τους. Και μαζί, ένας παραδοσιακός, συλλογικός τρόπος ζωής που σβήνει αβοήθητος, μια γη που εμποδίζεται να γεννά καρπούς και να σκορπά χαρές που κάνουν «άρχοντες» και τους φτωχούς - ένας παράδεισος που σε λίγο θα είναι χαμένος. Η ταινία τ’ αποδίδει όλα αυτά άμεσα, ανθρωποκεντρικά και πολυεπίπεδα ως οικογενειακό δράμα, ηθογραφία και πολιτικό έργο μαζί, με κάτι απ’ τη ζωντάνια και το πνεύμα του Λόουτς και με μια κάμερα που καταγράφει ό,τι παρατηρεί μ’ ένα νατουραλιστικό, ντοκιμαντερίστικο τρόπο. Το σενάριο συμπληρώνεται από αυτοσχεδιασμούς, η φωτογραφία δίνει μια αίσθηση γήινης ζεστασιάς και ζωντάνιας κι οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές (ειδικά του πατέρα και των τριών παιδιών που έχουν και τους πιο ολοκληρωμένους δραματουργικά ρόλους) από ένα καστ όπου κανείς δεν είναι ηθοποιός, αλλά όλοι πραγματικοί αγρότες. Όλα τους συντελούν σ’ έναν αυθορμητισμό και μια φυσικότητα που μας κερδίζουν, το εσκεμμένο «σκάλωμα» της πλοκής και η χαλαρότητα του μοντάζ, όμως, δημιουργεί μια αίσθηση αυξανόμενης αδημονίας. Κι εκεί που πάει κάπως να μας χάσει, η ταινία επανέρχεται, με την πιο συνταρακτική της σκηνή, ένα τραγούδι που θα μπορούσε να είναι ομαδικός θρήνος, αλλά γίνεται δήλωση ύπαρξης και σηκωμένη γροθιά μαζί και μας κρατάει στο ρυθμό του μέχρι το τέλος.
Η Σιμόν κατάγεται κι αυτή από το Αλκαράς όπου ο παππούς της είχε ροδακινιές. Ο πρόσφατος θάνατός του την έκανε να αναρωτηθεί πως θα ένοιωθε άραγε εκείνος αν οι ροδακινιές του έπαυαν μια μέρα να υπάρχουν κι αυτή η σκέψη ήταν η αρχή για την ταινία. Η ιδέα αυτής της απώλειας κινεί τα νήματα της ταινίας και πραγματεύεται μέσα απ’ τις διαφορετικές αντιδράσεις των ηρώων απέναντί της, καθώς σταματούν να λειτουργούν ως αδιάρρηκτο σύνολο εξαιτίας της και γίνονται όλο και πιο διακριτοί, άρα και πιο αδύναμοι απέναντί της. Ένα άλλο θέμα που διατρέχει ως μοτίβο όλη την ταινία είναι το νέο και το παλιό, όχι μόνο ως προς τις αξίες της ζωής και την εκμετάλλευση της γης, αλλά και σε σχέση με τις διαφορετικές ηλικίες, κάτι που η ταινία αναπτύσσει μ’ ευαισθησία και τρυφερότητα, δίνοντας βήμα κι υπόσταση στις ευαισθησίες της εφηβείας, το θυμό και την αβεβαιότητα της πρώτης νιότης, την ξεροκεφαλιά, αλλά και την αγωνιστικότητα των μεσηλίκων, την ηρεμία και την στωικότητα των παλιών που έχουν δει πολλά και δεν χάνουν το κουράγιο τους εύκολα (παρ’ ότι κάνουν το λάθος να νομίζουν ότι λίγα σύκα αρκούν να μαλακώσουν μια κρύα καρδιά) κι αυτό τον αστείρευτο δυναμισμό των παιδιών στο εδώ και τώρα κάθε στιγμής (με πρώτη και καλύτερη την αξιολάτρευτη πιτσιρίκα που βγάζει το λάδι σ’ όποιον θέλει!) που μας κάνουν να ελπίζουμε πως όταν μεγαλώσουν, ίσως δυναμώσουν αρκετά για να μπορέσουν να μας νικήσουνε όλους. Η αξία του συλλογικού, υπενθυμίζεται συνεχώς Στις ροδακινιές του Αλκαράς, κι εκεί βρίσκεται ίσως η πραγματική δύναμη της ταινίας, ο τρόπος που αυτή η ένωση προσθέτει στην εξίσωση και το χρόνο και τον ξεπερνά, κι έτσι δεν στέκεται στη μελαγχολία αλλά ξαναγυρνά στη χαρά, αφού ξεκεντράροντας απ’ το ατομικό, χάνονται και τα πεπερασμένα χρονικά του όρια, εφόσον σε σχέση με τους κύκλους της ζωής και τις εποχές της γης, καμιά ήττα δεν μπορεί να είναι οριστική και καμιά απώλεια για πάντα, μια κι όλα πάντα χάνονται και ξαναγίνονται κι επαναλαμβάνονται μ’ άλλο τρόπο.
«Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το λαμπερό αρκουδάκι στους μικρούς αγρότες που καλλιεργούν καθημερινά τη γη για να έχουμε φαγητό στα τραπέζια μας», είπε η Κάρλα Σιμόν στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου 2022, όταν κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο για τις Ροδακινιές του Αλκαράς, κι αυτό το τόσο σημαντικό που μας προσφέρουν οι άνθρωποι της γης δεν θα ήταν άσχημα να το θυμόμασταν κι οι υπόλοιποι πότε-πότε.