(The uncle)
των David Kapac & Andrija Mardešić
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_the-uncle.jpg

Μυστηριώδης θείος-δυνάστης καταφθάνει απ’ τη Γερμανία τη δεκαετία του ‘80 για να γιορτάσει τα Χριστούγεννα μαζί με την οικογένεια του αδελφού του στην Κροατία. Φέρνει στο γιό δώρο όπλο και στην οικογένεια βίντεο κι απαιτεί να του τραγουδήσουν το αγαπημένο του τραγούδι κι όλα να είναι στην εντέλεια αλλιώς δεν θα επιστρέψει κι η αδελφή τους. Κάτι πηγαίνει στραβά προφανώς κι η κατάσταση εξελίσσεται κάπως ως θρίλερ, όπως επιδεικτικά μαρτυρά κι η μουσική, ίσως, όμως, κι ως φάρσα. Οι συγγένειες μάλλον δεν είναι αυτές που λέγονται κι οι δεκαετίες επίσης, μόνη ξεκάθαρη η γάτα που μπορεί να αποφεύγει κάποια θηράματα, αλλά οπωσδήποτε δεν θα πει όχι σ’ ένα καλό κομμάτι κρέας…
Κροατικό weird wave με διάθεση για πειραματισμούς, που ξετυλίγεται ως δράμα και ταινία ψυχολογικού τρόμου, σε εσωτερικούς κυρίως χώρους, με έντονη βία -υπόγεια και μη-, στοιχεία παραλόγου και χιούμορ αντίστοιχο, ο Θείος/ Stric, σκηνοθετικό ντεμπούτο των David Kapac και Andrija Mardešić έχει πλάνα με άποψη κι επιρροές από Λάνθιμο εποχής Φιλίππου, στερείται όμως, τη δυνατότητά του Έλληνα σκηνοθέτη να υπερβαίνει τους περιορισμούς του «αλλόκοτου», και να κάνει την ιστορία του παραβολή με σαφές νόημα κι ουσία. Η ταινία αποτελεί επίσης κι ένα σχόλιο πάνω στην κινηματογραφική λειτουργία, που γίνεται σαν μια σύγχρονη σπουδή πάνω στο έργο του Χάνεκε, με πολλά στοιχεία της να θυμίζουν σε άλλη μορφή τα Παράξενα παιχνίδια, ή το Βίντεο του Μπένι -ακόμα κι η γαλοπούλα που όλο τεμαχίζεται, παραπέμπει στο βίντεο με τη σφαγή του γουρουνιού-, και πάλι, όμως, όχι με τη δύναμη του Χάνεκε να καθηλώνει. Εδώ, η εισβολή γίνεται μετά από συμφωνία και οι ήρωες ξέρουν τι συμβαίνει σε αντίθεση με το θεατή τον οποίο η ταινία εσκεμμένα μπερδεύει, μια δυνατότητα του σινεμά που διαπιστώνουμε και στη σκηνή με το βίντεο που βγάζει μια εικόνα ευτυχισμένων Χριστουγέννων. Το παιχνίδι αυτό με την «προσποίηση» και το δομικό ψεύδος της κινηματογραφικής αναπαράστασης, ο τρόπος που εντάσσεται ως στοιχείο στην πλοκή και ως εικόνα μέσα στην εικόνα είναι και το πιο ενδιαφέρον στοιχείο, αυτής της ταινίας, που παίζει σε πολλά επίπεδα με το «αλήθεια-ψέμα». Οι δημιουργοί έχουν δηλώσει, πως ήθελαν, επίσης, να παίξουν κάπως φθονερά με κάτι που συνέβαινε συχνά στη χώρα τους, αφού σε πολλές οικογένειες διάφοροι θείοι που είχαν πάει στη Γερμανία για εργασία κι είχαν πλουτίσει αρκετά, επέστρεφαν μια φορά το χρόνο τα Χριστούγεννα σαν τον Άγιο Βασίλη για να φέρουν παιχνίδια και δώρα. Το φαρσικό στοιχείο αυτό, ακούγεται πολύ ενδιαφέρον, δεν πολυγίνεται, όμως, αντιληπτό από το θεατή, καθώς το επισκιάζει η ένταση ενός δράματος και της βίας. Ο Θείος φαίνεται αρχικά να υπακούει στις επιταγές του weird wave που βιώνει την οικογένεια ως πηγή νοσηρότητας και την θεωρεί ως θρίλερ για την ψυχολογία του ατόμου, εν τέλει, όμως, καθιστά την εισβολή εξωτερική (στοιχείο με το οποίο και ο Λάνθιμος και ο Χάνεκε παίζουν συχνά, μ’ άλλο τρόπο ο καθένας), σε επίπεδο θέασης, όμως η συνθήκη της μη-ταύτισης, δεν αναιρείται ποτέ κι ελλείψει άλλου νοήματος, αυτό κοστίζει πολύ στην ταινία. Ίσως λοιπόν αυτός ο θείος που παίρνει πιά απόφαση πως το μέλλον του είναι πεπερασμένο να αντιστοιχεί κάπως και στα όρια του «αλλόκοτου» που μάλλον έχουν πια χτυπήσει τοίχο ως είδος, κι ίσως και οι σκηνοθέτες μετά από εδώ να το αφήσουν πίσω τους κι όπως το ζευγάρι στο τέλος της ταινίας με τον εναπομείναντα γιό να μπουν στο αυτοκίνητο για νέες περιπέτειες, πάνω σ’ ένα δικό τους, νέο δρόμο.