του Joachim Trier
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
«Αν και συντετριμμένη έπρεπε να σεβαστεί τον τρόπο που ήθελε να ορίσει τη ζωή της.»
Είναι η Γιούλια το χειρότερο άτομο στον κόσμο; Ήδη στην εισαγωγική σκηνή ο σκηνοθέτης την τοποθετεί στο βάθρο μιας κοσμικής βεράντας, μόνη της, με φόντο το σύθαμπο της νορβηγικής πρωτεύουσας, τονίζοντας τη γοητευτική της αύρα αλλά και μια μοναχικότητα που θα μπορούσε απ’ τις κινήσεις της να ερμηνευτεί και ως ανία. Ποια είναι η Γιούλια; Σε μια εκτός κάδρου αφήγηση μας δίνεται αναδρομικά η ζωή της σε ένα κοφτό και γρήγορο flash back, από αυτά που αρέσουν στον Joachim Trier. Από την ιατρική και τον ρόλο της άριστης φοιτήτριας που την καταπιέζει μεταπηδά στην ψυχολογία, όταν της αποκαλύπτεται εν είδει επιφοίτησης ότι δεν την ενδιαφέρει το σώμα αλλά η ψυχή και από εκεί στη φωτογραφία, όταν ανακαλύπτει μέσω σκρολαρίσματος στα ψηφιακά μέσα ότι είναι οπτικός τύπος. Για να καταλήξει αργότερα υπάλληλος σε βιβλιοπωλείο με συγγραφικές φιλοδοξίες. Χωρίς δίχτυ ασφαλείας και χωρίς ενδοιασμούς, με μια τάση σχεδόν αυτοκαταστροφική, η Γιούλια, ωθούμενη από μια μόνιμη εσωτερική ανησυχία, αλλάζει συνεχώς πεδία, στόχους και συντρόφους μέχρι τη στιγμή που θα ερωτευτεί. Λίγο πριν τα τριάντα της η συνάντησή της με τον ώριμο και επιτυχημένο σκιτσογράφο Άξελ θα ανοίξει την πρώτη σημαντική σχέση στη ζωή της και το πρώτο κεφάλαιο στην ταινία.
Μια ταινία σε 12 κεφάλαια, έναν Πρόλογο και έναν Επίλογο
Κατακερματισμένη σε 12 κεφάλαια με έναν Πρόλογο και έναν Επίλογο, η ταινία διακρίνεται από αριστουργηματική συνοχή παρά την αποσπασματικότητά της. Ο χρόνος, o ρεαλιστικός και o φανταστικός, αλλά και οι επιλογές που μας καθορίζουν κατά το πέρασμά του, σταθερά σημεία αναφοράς στη φιλμογραφία του Joachim Trier ήδη από το Reprise (2006), λειτουργούν και εδώ καταλυτικά, με έναν τρόπο ωστόσο πιο γραμμικό και προσιτό. Στα κεφάλαια αυτά με τους εύστοχους «λογοτεχνικούς» τίτλους ξετυλίγεται το χρονικό τεσσάρων χρόνων από τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας που παλεύει με την ενηλικίωση αναζητώντας την προσωπική και επαγγελματική της ολοκλήρωση ή απλά «το ταξίδι που διανύει μια συγκεκριμένη γυναίκα για να βρει τον εαυτό της», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης. Οι σκηνές που μπαίνουν στο μικροσκόπιο αυτού του κατακερματισμένου χωροχρόνου, διαμερίσματα και αστικοί χώροι, προσωπικές σχέσεις και επαγγελματικοί στόχοι, συναισθηματικά φορτισμένοι διάλογοι, αλήθειες και ψέματα (όλοι οι ήρωες ψεύδονται στην ταινία με αφοπλιστική ειλικρίνεια -εκτός από τον Άξελ, που τον ερμηνεύει υποδειγματικά ο Anders Danielsen Lie), είναι εμποτισμένες από φυσικότητα και ρεαλισμό, εξομολογητική έως και μελοδραματική διάθεση αλλά και από ένα ιδιαίτερο καυστικό χιούμορ, σύνηθες στον κινηματογράφο του νορβηγού σκηνοθέτη, όπου ό,τι δεν εκφράζεται μέσω της αφήγησης υποδηλώνεται με ειρωνικό τρόπο.
Γιούλια
Ποια είναι όμως πραγματικά η Γιούλια; Είναι αυθεντικός ή αρχετυπικός χαρακτήρας; Διαχρονική ηρωίδα ή προϊόν της εποχής της; Το σίγουρο είναι ότι ερμηνεύεται με τέτοια φυσικότητα και δύναμη από την Renate Reinsve που ξεφεύγει από τα όρια ενός αυστηρά μυθοπλαστικού χαρακτήρα. Μπερδεμένη, ευάλωτη και ευμετάβλητη θα μπορούσε για κάποιους να είναι το χειρότερο άτομο στον κόσμο. Η ίδια, που βλέπει τον εαυτό της ως θεατή στην ίδια της τη ζωή, θυμίζει περισσότερο ιψενική ηρωίδα που αντιμάχεται με ελαφρότητα τη λογική, εγκαταλείποντας γρήγορα ό,τι δεν την εκφράζει. Αυτή η ανεκπλήρωτη επιθυμία για το άγνωστο, η προωστική, μεθυστική σχεδόν δύναμη ευφορίας που τη βγάζει στους δρόμους του παγωμένου στο χρόνο Όσλο και επισκιάζει προσωρινά το κύμα των διαρκών της απογοητεύσεων, βρίσκεται στον υπαρξιακό της πυρήνα. Καθοριστική εικόνα που σε εμφανή αντίθεση με τον τίτλο «The Worst Person in the World» γίνεται και η αφίσα της ταινίας.
Τέλος εποχής
Μπορεί το τελευταίο κεφάλαιο υπό το φάσμα ενός επικείμενου θανάτου να ακούγεται σα νεκρολογία μιας εποχής που χάνεται ανεπιστρεπτί, η ταινία ωστόσο έχει ήδη διατρέξει μία πληθώρα θεμάτων, με φόντο τις υπαρξιακές ανησυχίες της ηρωίδας της στο σύγχρονο Όσλο. Μέσα σε αυτή την συναρπαστική ιστορία ενηλικίωσης ο Joachim Trier θα βρει την ευκαιρία να χωρέσει με χιούμορ και θαυμαστή σκηνοθετική ευελιξία πληθώρα θεμάτων: από την ερωτική απιστία και τις αγωνίες τεκνοποίησης των millenials ως την κλιματική αλλαγή, τον σεξισμό και τις μεταφεμινιστικές ηθικολογίες στην εποχή του #metoo. Το The Worst Person in the World, η πιο γοητευτική ως τώρα ταινία του σκηνοθέτη, συλλαμβάνει έτσι όχι μόνο τις αποχρώσεις ενός συγκεκριμένου χαρακτήρα αλλά και το φάσμα μιας εποχής. Σε συνδυασμό με τις εξαιρετικές ερμηνείες των δύο του πρωταγωνιστών, ίσως εδώ εντέλει να έγκειται και η μεγάλη του επιτυχία.