του Andreas Horvath
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_zoo-lock-down.jpg

Οι ζωολογικοί κήποι ήταν πάντα ανοιχτοί στις επισκέψεις του κοινού. Τι γίνεται όμως στα πάρκα, στα ενυδρεία και στα περίπτερα όπου εκτίθενται κάθε λογής θαυμαστά ζώα, όταν σε καιρούς πανδημίας το lock down επιβάλλει γενική ακινησία και ο κόσμος όλος μπαίνει σε κατάσταση αναμονής; Όταν οι επισκέπτες- θεατές απουσιάζουν, πώς να συμπεριφέρονται τα ζώα χωρίς το κοινό τους; Κι αυτή η απέραντη σιωπή, η απουσία οποιασδήποτε εξωτερικής δράσης πέραν των απολύτως απαραίτητων παρεμβάσεων του προσωπικού και των φροντιστών- πώς να επιδρά άραγε σε αυτόν τον έγκλειστο ούτως ή άλλως μικρόκοσμο; Εκεί που το lock down ήταν ανέκαθεν o κανόνας;
Γνωστός από την ταινία του Lillian(2019), ο αυστριακός φωτογράφος και σκηνοθέτης Andreas Horvath επιχειρεί και πάλι την καταγραφή μιας σιωπηλής περιπλάνησης, αυτή τη φορά στο περίκλειστο τοπίο ενός ζωολογικού κήπου σε καιρό πανδημίας, για να μας παραδώσει μέσα από τους τρόπους ενός ντοκιμαντέρ παρατήρησης μια σειρά από μικρές και αναπάντεχα μαγικές ιστορίες που τελικά συνοψίζονται σε μία. Ο Horvath παρακολουθεί υπομονετικά χωρίς να παρεμβαίνει ή να σχολιάζει, τους μόνιμους κατοίκους του πάρκου, άλλοτε κατά μόνας κι άλλοτε ανά ζεύγη ή σε ομάδες, αλλάζοντας οπτικές γωνίες και φωτισμούς, παίζοντας με την εικόνα και τις αντανακλάσεις της, το φυσικό και το τεχνητό περιβάλλον(βλάστηση-ντεκόρ και τοιχογραφίες). Κι ενώ η στατική του κάμερα έχει τις προτιμήσεις της, επιστρέφοντας στα ίδια ζώα ξανά και ξανά, όπως σ’ έναν μυστηριώδη αλιγάτορα αλλά και στους πάσης φύσεως πιθήκους- ιδιαίτερα στους λεμούριους- , στα credits μνημονεύονται όλα ανεξαιρέτως τα ονόματα των μικρών και μεγάλων ηρώων μιας ταινίας που αυτοπροσδιορίζεται ως φιξιόν.
Γιατί ό,τι καθορίζει το Zoo Lock Down δεν είναι η εικονογραφία του, αλλά η δυναμική χρήση του ήχου και το μοντάζ. Ήδη από την εισαγωγική σκηνή το ηχητικό τοπίο επιβάλλεται ως το καθεαυτό αφηγηματικό μέσο, δίνοντας τον τόνο, προκαλώντας αντιφατικά συναισθήματα, μια αμφίθυμη διάθεση αλλά και την αίσθηση μιας αιωρούμενης απειλής. Παραπέμποντας έτσι και σε ταινία επιστημονικής φαντασίας, σε έναν αστρικό ζωολογικό κήπο σαν κι αυτόν του Κιούμπρικ στην Οδύσσεια του Διαστήματος, όπου τα ζώα θα μπορούσαν να έχουν την πρωτοκαθεδρία και τον πλήρη έλεγχο των κινήσεων. (σε αντίθεση βέβαια εδώ βουλιάζουν στην πλήξη και την ανία).
Σχετικά με τον ήχο ο ίδιος ο Horvath δηλώνει σε συνέντευξή του: “Μου αρέσει να εξερευνώ τον κόσμο πέρα από τις λέξεις. Δεν εμπιστεύομαι τα λόγια… Χρειάστηκε πολύς χρόνος για το μοντάζ αυτής της ταινίας και ένας από τους λόγους ήταν ότι δε συμβαίνει τίποτα σε αυτήν. Όταν δε συμβαίνει τίποτα, πρέπει να δημιουργήσεις κάτι κι εκεί έρχεται ο ήχος. Σου επιτρέπει να μπεις σε αυτές τις μικρές ιστορίες που παίζονται στον ζωολογικό κήπο … Κι αναρωτιέσαι αν τους λείπουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι ή αν είναι ανακουφισμένα. Δεν ξέρω πραγματικά τι να απαντήσω.”
Την απάντηση μας τη δίνει η ίδια η ταινία στο τέλος. Όταν με τη λήξη του lock down οι πύλες του ζωολογικού κήπου ανοίγουν και οι επισκέπτες εισβάλλουν με θόρυβο στους χώρους του, η αντίδραση των ζώων είναι αποκαλυπτική, σχεδόν τρομακτική. Και είναι η στιγμή που καρφώνουν το βλέμμα στην κάμερα που τους παρακολουθεί, σα να απευθύνονται στον ίδιο τον θεατή...