της Anna Kazejak
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Δύο ζευγάρια Πολωνών με τα παιδιά και τα τροχόσπιτά τους πηγαίνουν για ολιγοήμερο κάμπινγκ στο νησί Μπόρνχολμ της Δανίας, ελπίζοντας σε λίγη ανεμελιά και ξεκούραση τα προβλήματα, όμως, αρχίζουν πολύ εκκωφαντικά απ’ το πρώτο κιόλας βράδυ, όταν ένα απ’ τα δύο αγόρια του ενός ζευγαριού εγκαταλείπει στη μέση της νύχτας τη σκηνή που κοιμούνται όλα τα παιδιά μαζί κι επιστρέφει στο τροχόσπιτο των γονιών του επειδή κάτι συνέβη, αλλά δεν λέει τι…
Καλογυρισμένο, ευχάριστο στη θέαση και στιβαρό σκηνοθετικά, με στέρεα πλάνα κι ωραίο φως που αποδίδει με τις αλλαγές στα τοπία και στον καιρό τις μεταπτώσεις του ψυχισμού των ηρώων, κάτι στο οποίο βοηθά και η πολύ καλή πρωτότυπη μουσική του, το Fucking Bornholm της Anna Kazejak ξεκινά πολύ δυνατά και πρωτότυπα μ’ ένα δύσκολο συμβάν μεταξύ των παιδιών, που θα μπορούσε να του ανοίξει διάπλατα τα πανιά για πολλά, το απλοποιεί, όμως, και μετά το ξεχνά, όπως και τα ίδια τα παιδιά, μετατρέποντάς τα σε απλή αφορμή για διερεύνηση και κριτική – κάπως μεροληπτική- των όσων συμβαίνουν στον κόσμο των ενηλίκων.
Εδώ, όπως και στις περισσότερες ταινίες με διακοπές-μεσηλίκων-που-πάνε χάλια, το θαλασσινό αεράκι δεν δημιουργεί τα προβλήματα, απλά τα βγάζει στην επιφάνεια, κλυδωνίζοντας τις σχέσεις των ηρώων που εκτός απ’ τις δυσαρέσκειες βιώνουν και κρίση μέσης ηλικίας, ανοίγοντάς τους, όμως, μέσα απ’ αυτό μια χαραμάδα ως δυνατότητα ακόμα και για τον επαναπροσδιορισμό τους. Την ευκαιρία αυτή, ως χαρακτήρες, εσκεμμένα, δεν θα την έχουν όλοι οι ήρωες, αφού η αφήγηση εκτός απ’ ότι δεν τους δίνει τον ίδιο χώρο και χρόνο, ούτε και τα ίδια δίκια, κυρίως, δεν τους προσεγγίζει στον ίδιο βαθμό εσωτερικά, καθώς οι δύο άνδρες, ο Χιούμπερτ, σύζυγος της Μάγια, και ο χωρισμένος φίλος του, Νταβίντ, παρουσιάζονται μονοδιάστατα, σχεδόν σχηματικά, ειδικά ο παθητικός σε όλες τις αντιδράσεις του Νταβίντ που δεν μοιάζει να έχει άλλα συναισθήματα πέρα απ’ το φόβο για πρώην γυναίκα του και τον άνευρο έρωτα, που εξομολογείται, όποτε το θυμάται, στην Μάγια. Ακόμα πιο σχηματικά κι απ’ αυτόν, προσεγγίζεται η πολύ νεαρή σύντροφος του, φοιτήτρια ψυχολογίας Νίνα, που παρουσιάζεται μεν πολύ σίγουρη για τον εαυτό της, δεν αποκτά, όμως, ποτέ πραγματική υπόσταση κινηματογραφικά -εκτός ίσως απ’ τη στιγμή που φεύγει- και μένει δεύτερος ρόλος, σχεδόν προσχηματικός, για να καθρεφτίζει την κρίση μέσης ηλικίας των υπόλοιπων και την αδυναμία τους να αρθρώσουν λόγο, απέναντι σ’ αυτή την ξερολίστικη φωνή μιας ψυχολογίας δήθεν θετικότητας και αποδοχής, που βασικά θέλει ν’ αγνοεί την ουσία των πραγμάτων
Πραγματική -και μόνη- πρωταγωνίστρια του Fucking Bornholm και χαρακτήρας την οπτική του οποίου η ταινία υιοθετεί -κι ας κάνει τάχα ανά στιγμές ότι την ακολουθεί από απόσταση- είναι η αφοσιωμένη στα παιδιά και στο σπίτι της, νοικοκυρά Μάγια. Η Μάγια έχει φτάσει στα όρια της αντοχής της απέναντι στον αποφευκτικό κι ελαφρώς ανώριμο σύζυγό της, Χιούμπερτ (στην απροσεξία του οποίου πολύ βολικά φορτώνεται εξ ολοκλήρου και το όλο συμβάν με τα παιδιά) που μονίμως προσπαθεί να αποφεύγει όλα τα άβολα, απουσιάζοντας κάπως κι απ’ το γάμο του, είναι, όμως, πολύ πιο σίγουρος για τα συναισθήματά του από εκείνη, που διόλου δεν συνδέει τις δυσαρέσκειες και τα απωθημένα της με τη δική της ύπαρξη, αλλά μόνο με τα παράπονά της απ’ τους άλλους. Η μεροληπτική αυτή αντιμετώπιση -απόλυτο δικαίωμα της ταινίας βεβαίως- εξηγείται μάλλον κι απ’ την προέλευσή της, μια σειρά podcast με τον ίδιο τίτλο και βασική ηρωίδα τη Μάγια, στην οποία η Kazejak κι ο συν-σεναριογράφος της Filip K. Kasperaszek, ήταν σεναριογράφοι.
Και μπορεί το Fucking Bornholm να κάνει πίσω στην πρόκληση ν’ ανοιχτεί στα βαθιά, αφού δεν βουτά με πιο ουσιαστικό τρόπο στα υπαρξιακά ενδότερα των ηρώων και των σχέσεων τους, όπως κάνουν ταινίες σαν π.χ. την πρώτη διδάξασα Μεγάλη Ανατριχίλα, κάθε καλλιτέχνης, όμως, δικαιούται να κεντράρει την ιστορία του εκεί που θέλει αυτός, όπως ακριβώς και οι δύο άνδρες είχαν το δικαίωμα να κάθονται με τις μπύρες τους μόνοι στις άδειες κούνιες, χωρίς να τους παρενοχλεί με τις επιταγές του το politically correct που, στην ταινία, πρωτότυπα, διασκεδαστικά και με μια δόση χιούμορ ενσαρκώνει η ενοχλητική έγκυος, άγρυπνο μάτι στις κινήσεις των πρωταγωνιστών και πάντα έτοιμη να τους υποδεικνύει τα καθ’ αυτήν σωστά, αφού κατ’ αρχάς τους έχει φάει τη θέση. Όσο για την -πιο κλισέ δεν γίνεται- μικρή περιπέτεια της Μάγια με τον γοητευτικό Δανό, με το τέλειο σπίτι και την ακόμα πιο τέλεια συμπεριφορά που θα την βοηθήσει να τα δει όλα πιο καθαρά και στον οποίο θα πει «ευχαριστώ» παρατώντας τον σύξυλο ισχύει κι εδώ πως εκτός απ’ τις ιστορίες μας έχουμε δικαίωμα και στις φαντασιώσεις. Όλα ανθρώπινα είναι, όπως θα έλεγε κι η Νίνα πριν φύγει γι αλλού.