(Τα πνεύματα του Ινισέριν)
του Martin McDonagh
(κριτική του Δημήτρη Μπάμπα)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_the-banshees-of-inisherin.jpg

Μουσικές φράσεις από ένα πολυφωνικό ιρλανδικό παραδοσιακό (;) τραγούδι. Εικόνες της ιρλανδικής υπαίθρου από ψηλά. Χωράφια καταπράσινα χωρισμένα από ξερολιθιές.
Σ’ ένα νησί, στις ακτές της Ιρλανδίας. Η εποχή του εμφυλίου. 1923. Μια ανδρική φιλία που ξαφνικά και χωρίς εμφανή λόγο χαλά. Τα γιατί αυτής της απρόοπτης εξέλιξης. Ο Pádraic (στο ρόλο ο Colin Farrell) προσπαθεί μάταια να κατανοήσει τους λόγους της ξαφνικής απόρριψης από τον μέχρι τότε «κολλητό» του φίλο μουσικό Colm (τον υποδύεται ο Brendan Gleeson). Η απόρριψη, που δεν αργεί να μεταλλαχθεί σε αποστροφή, έχει ωστόσο κάποιες απρόοπτες και τραγικές απολήξεις…
Στο κέντρο της ταινίας είναι η σύγκρουση των δύο μεσήλικων ανδρών, μια σύγκρουση που παρ’ όλες τις κωμικές της αποχρώσεις, στον πυρήνα της είναι βαθύτατα δραματική (... και υπαρξιακή). Ό,τι καταγράφει αυτή η σύγκρουση είναι μια διάσταση ανάμεσα σε δύο εκ διαμέτρου αντίθετες στάσεις ζωής. Από τη μια ο «χαλαρός» Pádraic για τον οποίο ο χρόνος μοιάζει να μην έχει κανένα βάρος, και από την άλλη ο Colm που αισθάνεται το χρόνο να κυλά και να φεύγει μέσα από τα χέρια του σαν άμμος της παραλίας. Είναι το πάθος της δημιουργίας, η αίσθηση ότι ο χρόνος φεύγει ανεκμετάλλευτος ό,τι προκαλεί την αποστροφή από την πλευρά του Colm για τη χαλαρή αντίληψη της ζωής, από πλευρά του Pádraic. Αυτή η αποστροφή, που εντέλει εξελίσσεται σε αιματηρή σύγκρουση, διεξάγεται υπό τους όχι και τόσο μακρινούς απόηχους ενός πραγματικού πολέμου: του ιρλανδικού εμφυλίου. Μοιάζει ως ο πραγματικός πόλεμος, αληθινά αναίτιος όπως κάθε εμφύλια σύγκρουση, να διαποτίζει την στάση και την οπτική του Colm. Καθώς όμως η σύγκρουση εξελίσσεται είναι τα αδιέξοδά της που αναδύονται: οι σκοτεινοί τόνοι της μοναξιάς (από την πλευρά του Pádraic) και η μέλανα χολή της απελπισίας (από την πλευρά του Colm). Μόνο όταν η καύσιμη ύλη καεί όλη, μόνο τότε η φωτιά θα σβήσει...
Τοποθετώντας τη δράση σ’ ένα τόπο απομονωμένο και ολιγάνθρωπο, ο σκηνοθέτης δεν οξύνει μόνο τη σύγκρουση, αλλά παράλληλα την εμπλουτίζει και τη χρωματίζει. Σ’ αυτό τον τόπο η συνύπαρξη με τον Άλλον είναι αντικειμενικά δύσκολη, αλλά και τόσο απαραίτητη για τη συναισθηματική ισορροπία, τα ζώα  κάποιες φορές επέχουν θέση χαρακτήρα της δραματικής πλοκής, ενός συντρόφου στη μοναξιά, συνομιλητή και αληθινού φίλου: αναμφίβολα δείγμα μιας μοναδικής αφηγηματικής και δραματουργικής οικονομίας. Παράλληλα, το κατακερματισμένο από τις ξερολιθιές καταπράσινο τοπίο του νησιού, που κινηματογραφείται διαρκώς από ψηλά, δημιουργεί μια μεταφορά για την ίδια τον ανθρώπινο βίο, την ύπαρξη και την έκθεσή της στις συναναστροφές του πλήθους: εδώ δεν υπάρχει το ενιαίο της φύσης μόνο ο τεμαχισμός του χώρου που ο άνθρωπος επιβάλλει, ο διαρκής περιορισμός του.Ό,τι απομένει είναι αυτό που συμβαίνει στην τελική σκηνή: το αγνάντεμα της θάλασσας και του πελάγους -ένας χώρος όπου δεν εφαρμόζεται κανένας κατακερματισμός- είναι τελικά η μόνη παρηγοριά της ύπαρξης...