(Χρονικό ενός καλοκαιριού)
των Jean Rouch & Edgar Morin
(κριτική: Σπύρος Γάγγας)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_chronicle-of-a-summer.jpg

Στο λαμπρό χρονικό της ανθρωπολογίας και της κοινωνιολογίας στη Γαλλία της δεκαετίας του 1960 θα πρέπει να προστεθεί το μνημειώδες πλέον για την ιστορία του κινηματογράφου ντοκιμαντέρ του Jean Rouch (ανθρωπολόγος) και του Edgar Morin (κοινωνιολόγος) Χρονικό ενός Καλοκαιριού. Ο Rouch ήταν ήδη ρηξικέλευθος κινηματογραφιστής με βαθιά γνώση της Αφρικής και επιστημονικά ταγμένος στην ανάδειξη των συνεπειών της αποικιοκρατίας στην καθημερινότητα των Αφρικανών και στις τελετουργίες και ήθη που την πλαισιώνουν. Λιγότερο στρατευμένη η ματιά του από αυτή που θα υπέθετε κάποιος (άλλωστε το πολιτικό στοιχείο αναδεικνύεται ποικιλοτρόπως από το υλικό) και περισσότερο εθνογραφική κατέγραψε την σύγχυση ρόλων που ξέβρασε το τέλος της αποικιοκρατίας σε ντοκιμαντέρ γυρισμένα στην Ακτή Ελεφαντοστού, τη Γκάνα, το Μάλι, αρχίζοντας από τον Νίγηρα στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Ο Morin με θητεία στη Λατινική Αμερική ήταν ήδη ιδρυτικό μέλος του Κέντρου Μελέτης της Μαζικής Επικοινωνίας (μετέπειτα Κέντρο Edgar Morin) στο Παρίσι.
Από την παγκόσμια ‘περιφέρεια’ (Αφρική) και ‘ημι-περιφέρεια’ (Λατινική Αμερική) οι δύο κοινωνικοί επιστήμονες μετακινούνται στο ‘κέντρο’ (Παρίσι) και καταγράφουν την εντύπωση της ευτυχίας όπως την εκφράζουν οι δρώντες όταν η κάμερα γλιστράει έστω και φευγαλέα στην επιφάνεια της καθημερινής αλληλεπίδρασης. Όπως ανακοινώνουν οι δημιουργοί του στα πρώτα καρέ η ταινία αυτή αφορά άντρες και γυναίκες που αφιέρωσαν στιγμές από τις εμπειρίες και το βίο τους για ένα πείραμα στο ‘cinema verité’. Και κάπως έτσι μέσα από το παριζιάνικο πλήθος γεννήθηκε ένας από τους πιο επιδραστικούς τρόπους κινηματογραφικής αναπαράστασης της πραγματικότητας.
Στο πανόραμα της αμεσότητας των ερωτήσεων με άξονα την ‘ευτυχία’ αυτό που παρελαύνει μέσα από τις συνεντεύξεις είναι τα νιάτα (αλλά και το άχθος της ταμπέλας τους ως κατεξοχήν πολιτικού υποκείμενου), η διανόηση, ο καταμερισμός εργασίας στην οικιακή σφαίρα, η αλλοτριωμένη εργασία στο εργοστάσιο, η έκταση της εργάσιμης ημέρας, το πένθος, το γήρας, η οικονομική δυσπραγία, οι αναντιστοιχίες οικονομικού και πολιτιστικού κεφαλαίου (η προβληματική του Bourdieu δηλαδή), η μετανάστευση, τα υπολείμματα της αποικιοκρατίας και οι φυλετικές διακρίσεις, ο εσωτερικός διχασμός ως προς το κίνημα ανεξαρτησίας στην Αλγερία, η άγνοια των έγχρωμων στη Γαλλία για τα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και το εβραϊκό Ολοκαύτωμα (το τατουάζ στον βραχίονα ερμηνεύεται ως αριθμός τηλεφώνου!), όλα με κοινό παρονομαστή την αξίωση για ατομική αυτονομία απέναντι στα δομικά εμπόδια αλλά και σε αυτά που γεννά η εμμονή στη μοναδική κοινωνική ταυτότητα (φυλή, έθνος, φύλο, κοινωνική τάξη κλπ.).
Μέρος της έρευνας είναι η έκπληξη και πολλές φορές η ενόχληση των ερωτηθέντων, όπως και η κοφτή κατάφαση, η άρνηση και η απορία του ‘δεν γνωρίζω’. Υπό αυτή την έννοια το πολιτικό στοιχείο που προαναφέραμε δεν χρειάζεται κάποια ιδεολογική επίστρωση. Ξεπροβάλλει ως κλισέ αποκρίσεις (σαν κι αυτές του επιτόπιου ρεπορτάζ των τηλεοπτικών καναλιών) αναμεμειγμένο με την γνησιότητα των αναγκών και αξιώσεων ως προς βασικά συστατικά του ‘κανονικού’ βίου, φθάνοντας μέχρι και την ίδια την αποδόμηση της έννοιας: Όπως απαντά κάποιος, ‘ευτυχία = δυστυχία, θα έπρεπε να αφαιρεθούν από το λεξικό’…Παρόμοια αυστηρότητα επιφυλάσσεται εν μέρει και για το ίδιο το κινηματογραφικό αποτέλεσμα από τα υποκείμενα της έρευνας με εξαιρετικά αποκαλυπτική όμως την στάση τους ως προς τη διαδικασία της παρατήρησης και της απογύμνωσής τους, η οποία μοιάζει με αυτή ενός ερασιτέχνη κοινωνιολόγου αλλά και θεατή (ενός κινηματογραφικού πονήματος αλλά και των εαυτών τους). Παρομοίως ακανθώδη είναι τα ερωτήματα των δημιουργών για το αν οι συμμετέχοντες πράγματι εξωτερίκευσαν τον εαυτό τους ή ασυνείδητα (και ίσως και με πρόθεση) υποδύθηκαν ρόλους με ροπή προς την πρώτη εκδοχή.
Γυρισμένο σε 16mm (αλλά μερικώς και σε 35mm) το ντοκιμαντέρ των Rouch/Morin υιοθετεί την φαινομενικά ‘ακατέργαστη’ φόρμα (πίσω όμως από την κάμερα είναι μεταξύ άλλων ο περίφημος Raoul Coutard, καθώς και ο Καναδός σκηνοθέτης Michel Brault). Ωστόσο, αυτή διεισδύει εκλεπτυσμένα στη ρουτίνα των δρώντων με πρόδηλη τη φαινομενολογική συνέπεια, συνθέτοντας τρόπον τινά την ανάδυση του πλέγματος των κοινωνικών σχέσεων που αποτυπώνει η verité αμεσότητα του προσώπου, της στάσης του σώματος, της χειρονομίας, του βλέμματος, της εκφοράς του λόγου για την ίδια τη ζωή.

Chronique d'un été/ Chronicle of a Summer (Jean Rouch & Edgar Morin, Γαλλία, 1961)