(Bad Living)
του João Canijo
(η κριτική της Καλλιόπης Πουτούρογλου)
Πέντε γυναίκες διαχειρίζονται ένα παλιό ξενοδοχείο στη βόρεια ακτή της Πορτογαλίας. Η θάλασσα είναι κοντά, αλλά δε φαίνεται ποτέ. Στη θέση της, μια τεράστια πισίνα στην οποία η φθορά του χρόνου είναι αισθητή. Ο χώρος αποπνέει μια μελαγχολία, κάτι παρακμιακό που γέρνει προς τη δύση του, όπως το φως που ντύνει την ταινία. Η οικογενειακή επιχείρηση είχε γνωρίσει σίγουρα καλύτερες μέρες. Μια βαριά ατμόσφαιρα αιωρείται πάνω από τους χώρους του ξενοδοχείου, εσωτερικούς και υπαίθριους. Είναι οι συσσωρευμένες μακροχρόνιες πικρίες και απογοητεύσεις που συνδέουν τις τρεις γενιές γυναικών, επουλωμένες πληγές που είναι έτοιμες να ανοίξουν. Η ξαφνική άφιξη της εγγονής στην εισαγωγική σκηνή θα πυροδοτήσει μια σειρά συγκρούσεων που υπέθαλπε η προστατευτική ρουτίνα του ξενοδοχείου. Παγιδευμένη ανάμεσα στη δυσαρέσκεια και τη ματαίωση, η μητέρα, κεντρική φιγούρα αυτού του ασφυκτικού μικρόκοσμου, προχωράει υπνωτιστικά σε μια μοιραία κίνηση.
Τι μας απομένει όταν το παρελθόν δεσπόζει κυριαρχικά και το παρόν δεν προσφέρει καμία διέξοδο; Ο João Canijo δε δίνει μία απάντηση, αλλά κατασκευάζει έναν αρχιτεκτονικό χώρο που προβάλλει όψεις των χαρακτήρων, διαθλά την πολυπλοκότητα των δηλητηριασμένων τους σχέσεων και πολλαπλασιάζει τις πιθανές απαντήσεις. Τα προβλήματα αυτής της «αναγκαστικής» συμβίωσης δεν αναδύονται ποτέ. Μέσα από διαλόγους και τελετουργικές κινήσεις προβάλλουν μόνο τα συναισθήματα. Άγχη, πικρίες, μνησικακίες. Πρόκειται για μητέρες που δεν μπόρεσαν να αγαπήσουν τις κόρες τους και που με τη σειρά τους δεν μπορούν να γίνουν μητέρες. Ή απλά να εκπληρώσουν τις επιθυμίες τους. «Όλα είναι τόσο δύσκολα», επαναλαμβάνει διαρκώς η μητέρα, δίνοντας τον τόνο σε έναν βίο αβίωτο και προοικονομώντας το τραγικό τέλος. Μέσα σε αυτόν τον χωροχρόνο ο Canijo μετατοπίζει για λίγο τη δράση στους επισκέπτες, προβάλλοντας με αντιστικτικό τρόπο μικρά αποσπάσματα των διαλόγων τους, τα οποία παραμένουν αινιγματικά για τον θεατή (Μέχρι να φωτιστούν στο Viver Mal).
Το ξενοδοχείο, με τον τρόπο που κινηματογραφείται γίνεται έτσι ο κεντρικός χαρακτήρας του μελοδράματος, μεταφέροντας μια ατμόσφαιρα παρακμής και τη μελαγχολία των πορτογαλικών fado.