(Not a word)
της Hanna Slak
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Η πολυάσχολη καθημερινότητα της πετυχημένης μαέστρου, Νίνα, διαταράσσεται όταν ο έφηβος γιος της Λαρς πέφτει από το παράθυρο του σχολείου του. Το παιδί δεν τραυματίζεται σοβαρά, το σχολείο, όμως, την ενημερώνει, πως αγνοεί αν η πτώση ήταν ηθελημένη ή όχι. Στο ίδιο σχολείο, λίγο καιρό πριν, κάποιος είχε κάψει ζωντανό ένα κορίτσι. Ο Λαρς δείχνει πολύ θυμωμένος κι η Νίνα κι ο πρώην άνδρας της, δεν ξέρουν πώς να του φερθούν. Η Νίνα αποφασίζει ν’ αφήσει για λίγο τις πρόβες ενός πολύ σημαντικού κονσέρτου και να φύγει εκδρομή με τον Λαρς σ’ ένα νησί που πηγαίναν παλιά διακοπές. O Λαρς συνεχίζει να φέρεται ακατανόητα κι επιθετικά, τις σπάνιες φορές, όμως, που σαν κάτι να θέλει να πει, η Νίνα τον διακόπτει.
Η αποξένωση των γονιών από τα παιδιά, οι δυσκολίες της εφηβείας, αλλά και της επικοινωνίας, η άρνηση ν’ ακούσουμε ό,τι μας τρομάζει και το ερώτημα αν η αφοσίωση που μια πετυχημένη καλλιτεχνική καριέρα απαιτεί, αφήνει χώρο για οτιδήποτε άλλο, είναι τα βασικά θέματα του ατμοσφαιρικού κι έντονου Not a Word της Hanna Slak μιας ταινίας που αναδεικνύει τη θεματολογία της μέσα απ’ τις μεταβολές των τοπίων και των σκηνικών, αλλά και της ηρωίδας κι ενισχύει την αίσθηση των εικόνων της, με τον ήχο και τη μουσική, για να επικοινωνήσει με συναισθηματική δύναμη στο θεατή τις λέξεις και τις σκέψεις που οι ήρωες θ’ αργήσουν να πουν μεταξύ τους.
Όσο η ταινία προχωρά, η ατσαλάκωτη και απόλυτα οριοθετημένη Νίνα της αρχής, διόλου κακοπροαίρετη, αλλά εντελώς απούσα συναισθηματικά ως μητέρα, δεν θα χάσει μόνο τη γυαλάδα της, όσο θα προσπαθεί να πλησιάσει το γιό της, αλλά και τη σταθερότητα των χεριών της, με αδιευκρίνιστες για το μέλλον συνέπειες, μια κι η απουσία ψυχικών ρωγμών που μια τέτοια καριέρα χρειάζεται, ίσως να βασίζεται και στην απομάκρυνση απ’ τους άλλους. Η κάμερα δείχνει τη μεταμόρφωσή της, μινιμαλιστικά και συμπυκνωμένα, ακολουθώντας τις κινήσεις -και την απελπισία της- από το αποστειρωμένο και ελεγχόμενο περιβάλλον της ζωής της στην πόλη, στους ανοιχτούς ορίζοντες και στο ανεξέλεγκτο της φύσης και της επαφής με τα συναισθήματα, εστιάζοντας στην ίδια και στο γιό της συχνά μέσα από μια απόσταση που λειτουργεί και ως σχόλιο – αφήνοντας να εννοηθούν λέξεις που λείπουν.
Η σχέση μάνας-γιού μοιάζει με τη βάρκα που οι δυό τους ξαναβρίσκουν στο νησί: παρ’ ότι παρατημένη και αφρόντιστη, φέρει, μέσα της, ως δυνατότητα, τη μνήμη ενός καλύτερου παλιού καιρού -μιας παιδικής ηλικίας με ανεμελιά κι αγάπη. Στο χρόνο αυτό και στη θαλπωρή του θέλει απεγνωσμένα να γυρίσει ο Λαρς, και τον αναζητά, ως ένα τόπο που ίσως πια δεν υπάρχει, γι αυτό και δεν μπορεί να ηρεμήσει ούτε στο νησί, μια και δεν είναι μόνο η απουσία της μητρικής φροντίδας που τον κατατρέχει, αλλά κι ο εφιάλτης της ενηλικίωσης, η ανώμαλη προσγείωση σ’ έναν κόσμο που διαπίστωσε ήδη πως μπορεί να σκοτώσει τον ανυπεράσπιστο ή τον διαφορετικό κι όπου εγγυήσεις ασφάλειας δεν υπάρχουν.
Σ’ αυτή την ταινία όπου οι εικόνες λειτουργούν ως λεκτικά μηνύματα και μεταφορές μαζί και η ένταση (που ανά στιγμές αποκτά οξύτητα θρίλερ) στηρίζεται σ’ αυτό που φανταζόμαστε πως λείπει, τα μουντά τοπία του νησιού, οι αλλαγές στα κέφια του Ατλαντικού κι η καταιγίδα που ξεσπάει και περνάει, ως κινηματογραφικές αποδόσεις των ψυχικών μεταβολών στους ήρωες και στη σχέση μάνας-γιού, δεν φωτίζονται μόνο απ’ την κάμερα, αλλά κι απ’ την διόλου τυχαία επιλεγμένη μουσική -την πέμπτη συμφωνία του Μάλερ και τις παραλλαγές της Αμελί Λεγκράντ πάνω σ’ αυτή-, που ακολουθεί την ίδια παράλληλη πορεία απ’ το σκοτάδι στο φως κι απ’ την απελπισία στην ελπίδα.
Το τέλος μπορεί να φανεί αμήχανο, αντιστοιχεί όμως, στη διάθεση της σκηνοθέτριας να μην κλείσει το θέμα μονοσήμαντα και ταυτόχρονα ν’ αφήσει ζωντανή την ελπίδα στο θεατή, πως στο δίλημμα περί καριέρας και σχετίζεσθαι οι εναλλακτικές εμπεριέχουν και την πιθανότητα μιας συνδυαστικής λύσης.
Φεστιβάλ Τορόντο 2023/ Platform