(Πεσμένα φύλλα)
του Aki Kaurismäki
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Ο Χολάπα και η Άνσα ζουν κι οι δυό στη φτωχική πλευρά του Ελσίνκι. Εκείνη σ’ ένα μικροσκοπικό σπιτάκι με στενό κρεβάτι, χωρίς ούτε δεύτερο πιάτο, αλλά μ’ ένα ραδιόφωνο απ’ όπου ακούει συνεχώς για τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία κι εκείνος σ’ ένα ξενώνα για εργάτες με μόνιμη συντροφιά το ποτό και συγκάτοικο έναν φίλο του – τον μοναδικό που έχει. Θα συναντηθούν πρώτη φορά σ’ ένα καραόκε μπαρ, αλλά δεν θα κάνουν την κίνηση να γνωριστούν και στη συνέχεια η τύχη, ο χαρακτήρας τους και ο αλκοολισμός του Χολάπα θα κάνουν να μοιάζει αβέβαιο ακόμα και το αν η ιστορία τους θα μπορέσει να ξεκινήσει. Σε άλλες συνθήκες, ίσως η ζωή απλά να τους κατάπινε, όπως μας θυμίζουν διόλου τυχαία κι εδώ η αφίσα της Σύντομης Συνάντησης του Λιν και τα όντα που περπατάνε δίχως ψυχή στους Νεκρούς δεν πεθαίνουν του Τζάρμους. Όμως στα Πεσμένα φύλλα σκηνοθέτης είναι ο Άκι Καουρισμάκι, ένας μετρ της ελπίδας που επιμένει απτόητη και των εμπόδιων που ξεπερνιούνται επειδή αυτός το αποφάσισε, ως κυρίαρχος δημιουργός-auteur ενός νομοτελειακού σύμπαντος τέτοιας ακρίβειας και κινηματογραφικής αναγνωρισιμότητας που τα χαρακτηριστικά του να παραπέμπουν πια σε αυθύπαρκτο είδος. Είναι λοιπόν δυνατόν ο δύσθυμος αυτός ανθρωπιστής με το εξαίσιο ανέκφραστο χιούμορ -που με μεγάλη ευστοχία μεταλαμπάδευσε στους ήρωές του κι εδώ-, αυτός που θεωρεί την ξεροκεφαλιά ως μόνη μας άμυνα απέναντι στη ζωή κι είναι ικανός να κάνει ακόμα και τις φτωχογειτονιές του Ελσίνκι να φαντάζουν ερωτεύσιμες, να αφήσει εδώ τους ήρωές του ανυπεράσπιστους απέναντι στη ζωή, την τύχη, την ταξική θέση και την ηλικία τους; Ή ακόμα χειρότερα υπάρχει περίπτωση αυτή η ρομαντική κωμωδία που είναι παράλληλα ένας ύμνος αγάπης στο σινεμά και ταυτόχρονα τέταρτο μέρος της τριλογίας για την εργατική τάξη της Φιλανδίας, να μην είναι τόσο καλή όσο έχουμε ανάγκη;
Λίγα λεπτά μέσα στην αίθουσα (εκτός της οποίας δεν πρέπει κανείς ούτε να σκεφτεί να δει τα Πεσμένα φύλλα) θα είναι αρκετά για να καταλάβει ο θεατής πως εδώ πρόκειται η καρδιά του να ζεσταθεί και ν’ αρχίσει να βουλιάζει όλο και πιο βαθιά στη θέση του μια και το δώρο του έχει αρχίσει ήδη να ξετυλίγεται κι ο ίδιος να νοιώθει τόσο ασφαλής όσο και το σκυλάκι που θα δούμε σε λίγο να βρίσκει σπίτι. Το σπίτι μας είναι το σινεμά, λέει εδώ ο Καουρισμάκι με όσους τρόπους μπορεί, με αφίσες στους τοίχους, με σκηνές εμβόλιμες, με τους ήρωες να πηγαίνουν σινεμά, να περιμένουν ο ένας τον άλλο μπροστά στο σινεμά, με το σινεμά να γίνεται μέρος της ερωτικής ιστορίας τους και να αναδεικνύεται και το ίδιο ως ερωτική ιστορία. Σ’ αυτή την κινηματογραφική αφήγηση που βρίθει από αισθαντικότητα, τρυφερή μελαγχολία και δύναμη πνεύματος, κι όπου οι ήρωες έχουν προικιστεί με την χαρακτηριστική αυθεντικότητα και περηφάνεια του καουρισμάκιου σύμπαντος, που εκφράζει κάτι κι απ’ την φιλανδική ψυχή του σκηνοθέτη, ο Καουρισμάκι αποδεικνύει πρώτα και πάνω απ’ όλα πως ξέρει να κάνει σινεμά. Κάθε πλάνο του είναι μια οπτική ευχαρίστηση και μια σκηνή δεν χρειάζεται να είναι μεγάλη για να έχει νόημα. Για την ακρίβεια μεγαλύτερη απόδειξη της δυνατότητάς του για μινιμαλισμό και συμπύκνωση δεν υπάρχει απ’ τη στιγμή που οι δύο σινεφίλ διαφωνούν έξω απ’ το σινεμά, ούτε από εκείνη που οι δύο βασικοί ήρωες εκφράζουν το αδιέξοδο μεταξύ τους. Μ’ όλα αυτά είναι πολύ πιθανόν πως πολλοί θεατές θα γουργουρίζουν ευχαριστημένοι από μέσα τους «ο Καουρισμάκι είναι ο καλύτερος», ενώ βλέπουν μια ταινία που αποδεικνύει τη μεγάλη φόρμα στην οποία βρίσκεται και στην οποία αξίζει κάθε θετική κριτική που της γράφτηκε και κάθε βραβείο που πήρε, όπως ας πούμε αυτό της Κριτικής Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών του 2023. Κι η αλήθεια είναι πως ο τρόπος του Καουρισμάκι να πραγματεύεται κινηματογραφικά την ανθρώπινη μοναξιά και μοναχικότητα στην οθόνη, παραμένει πάντοτε (μ’ ένα μεγάλο συγγνώμη εδώ στον Τζάρμους που ίσως να τον αδικήσαμε) ο πιο άδολα αφοπλιστικός, ο πιο ανεπιτήδευτα ανθρώπινος, ο πιο άψογος σ’ αυτό το είδος του χιούμορ, αλλά εν τέλει κι ο πιο δεξιοτεχνικά δουλεμένος σκηνοθετικά, με το μότο - «κράτα το απλό», να είναι η βασική οπτική, αν και το να πετύχεις τέτοιο αποτέλεσμα μόνο απλό δεν είναι. Όλα τα επιμέρους στοιχεία που συγκροτούν το καουρισμάκιο σύμπαν, από τις γωνίες που κινηματογραφούνται οι ηθοποιοί, την εκφορά του λόγου τους σε σχέση με το ρυθμό των πλάνων, τα χρώματα στις συνθέσεις των κάδρων, τους φωτισμούς του αστικού τοπίου, αλλά και των εσωτερικών σκηνών και μαζί όλη η σημειολογία που συνοδεύει τις επιλογές αυτές, παραμένουν εντελώς σταθερά ως βάση, αλλά κατορθώνουν να εξελίσσονται ως αποτέλεσμα, με τον ίδιο τρόπο που οι σπουδαίοι κωμικοί του βωβού -και δεν είναι καθόλου μυστικό πως ο Καουρισμάκι θεωρεί τον Τσάπλιν τον μεγαλύτερο όλων-δούλευαν πάνω σε συγκεκριμένα αστεία και γκαγκ για να τους δίνουν κάθε φορά άλλο βάθος και νόημα. Έτσι η ιστορία του Χολάπα και της Άνσας θα μπορούσε να ιδωθεί κι ως παραλλαγή εκείνης του αλητάκου με το κορίτσι που δεν χρειάζεται να πούμε ότι έλκει τις ρίζες της στον Τσάπλιν – τον οποίο ο Καουρισμάκι θα μνημονεύσει εντελώς ξεκάθαρα στο τέλος της ταινίας. Στα Πεσμένα φύλλα, δεν συνεχίζεται η αυτοκαταστροφική ανεμελιά της Μποέμικης ζωής, που είναι τελικά κι ένας υπέροχος ατομισμός, αφού ο Χολάπα μπορεί να μην δέχεται εντολές, αλλά είναι τελικά σε θέση να σκεφτεί πως στη σχέση η αυτοπαραίτηση θα γίνει απλά ο πόνος κάποιου άλλου. Η μουσική παραμένει αναπόσπαστο κομμάτι της διαδρομής κι αυτής της ταινίας, που περιέχει από το Mambo Italiano μέχρι Τσαϊκόφσκι και τα Πεσμένα φύλλα τραγουδισμένα στα φιλανδικά. Κι ίσως να είχε και Screamin’ Jay Hawkins αν οι γιάνκηδες δεν ήταν πάντα τόσο άπληστοι όπως λέει. Κρίμα, γιατί το I put a spell on you για παράδειγμα θα ταίριαζε πολύ στον τρόπο με τον οποίο μας γοητεύει όλα αυτά τα χρόνια.
Φεστιβάλ Karlovy Vary 2023