(Η τελευταία παμπ)
του Ken Loach
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Χώρος ψυχαγωγίας και συνάντησης για δεκαετίες σ’ ένα χωριό ανθρακωρύχων της βορειοανατολικής Αγγλίας, η παμπ του Τι Τζέι, «Γέρικη Βελανιδιά», είναι το 2016 σκιά του παλιού της εαυτού, όπως κι η ίδια η κοινότητα που πήρε την κάτω βόλτα από τότε που η Θάτσερ τσάκισε το κίνημα των ανθρακωρύχων και τα ορυχεία έκλεισαν. Οι λιγοστοί θαμώνες της θεωρούν πως τη ζωή τους χειροτερεύει κι άλλο η μόνιμη εγκατάσταση κάποιων Σύριων προσφύγων στο χωριό, ο Τι Τζέι, όμως, βρίσκει χάρη στη γνωριμία του, με μια νεαρή προσφυγοπούλα, τη Γιάρα κάτι απ’ την παλιά του πίστη στη συλλογικότητα. Είναι, όμως, άραγε εφικτό να επανέλθει το πνεύμα του «μαζί» των παλιών καιρών ή απλώς θα βάλει σε περιπέτειες την παμπ του;
Πώς τα βγάζει κανείς πέρα με τον εαυτό του όταν μια ήττα διαρκεί; Και πόσο εύκολο είναι να δεχτείς τον «ξένο», όταν νοιώθεις πως το Κράτος, αλλά κι η «δική σου» πλευρά φροντίζουν αυτόν κι έχουν εγκαταλείψει εσένα; Η Τελευταία παμπ του Λόουτς βάζει τα ερωτήματα αυτά χωρίς καν να τα μιλά, μαζί με άλλα πολλά, που αφορούν τραύματα, συλλογικά και ατομικά δύο κοινοτήτων, μιας ντόπιας της οποίας η πατρίδα την εγκατέλειψε και μιας «ξένης» που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη δική της πατρίδα. Όλα αυτά σ’ ένα χώρο που αποτελεί το κυριολεκτικό επίκεντρο της πλοκής, αλλά λειτουργεί και συμβολικά, αφού όπως λέει ο Λόουτς η «Γέρικη Βελανιδιά» είναι η ίδια η Αγγλία. Με αξιοθαύμαστο ψυχικό σθένος να λέει την αλήθεια στα δύσκολα και να διατηρεί μια ακλόνητα ανθρωποκεντρική, ανθρωπιστική (προς όλους, ας το ξαναπούμε αυτό -προς όλους) και ρεαλιστική προσέγγιση στα θέματά του, ο Λόουτς γίνεται κι εδώ φωτεινό παράδειγμα για το τι μπορεί να κάνει η στρατευμένη τέχνη και το πολιτικό σινεμά στα καλύτερά του. Ο λόγος, όμως, που η ταινία είναι τόσο καλή δεν είναι εξαιτίας κάποιου ανθρωπιστικού θαύματος, αλλά χάρη στο γεγονός ότι ο Λόουτς, που δείχνει κι εδώ την οξυδέρκεια της κινηματογραφικής του ματιάς και την ικανότητα για συμπύκνωση νοημάτων και αλληλοσύνδεσης των επιπέδων της πλοκής, είναι σταθερά ένας εξαιρετικός σκηνοθέτης. Πράγμα εξίσου δύσκολο στην τέχνη του με το να ξαναβρίσκει την πίστη του ένας πρώην αγωνιστής μετά την παραδοχή πως δεκαετίες μετά «δεν καταφέραμε ν’ αλλάξουμε τον κόσμο».
Σε συνεργασία με το μόνιμο συνοδοιπόρο του στο σινεμά, σεναριογράφο Πολ Λάβερτι και με τη βοήθεια ερασιτεχνών ηθοποιών και Σύριων προσφύγων της περιοχής, δημιουργεί σκηνές που αγγίζουν και συγκινούν ακόμα και χωρίς λόγια ή με μια κίνηση, όπως όταν η Γιάρα ανοίγει τα άδεια ντουλάπια του ντόπιου παιδιού ή ο φίλος του Τι Τζέι έρχεται από μακριά κρατώντας ένα λουλούδι, και κατορθώνει να πλάσει την ιστορία του έτσι ώστε ν’ αποπνέει τη ζεστασιά της ζωής κι ας πραγματεύεται συνεχώς μια ήττα. Το έχει βέβαια αποδείξει ήδη στο Ριφ Ραφ μ’ ένα από τα πιο ωραία τελευταία πλάνα-νοήματα που έχουμε δει ποτέ σε ταινία, κατορθώνει, όμως κι εδώ να πραγματεύεται το ανέλπιδο χωρίς να απελπίζει το θεατή αντίθετα ενδυναμώνοντάς τον εσωτερικά, όπως περίπου κάνει για τη Γιάρα η εκκλησιαστική μουσική, ωθώντας τον σχεδόν σε δράση. Η κάμερα είναι αυτή που δίνει ελπίδα λέει ο Λόουτς κι ο καλλιτέχνης έχει τη δύναμη να θυμίζει στον κόσμο αυτό που έχει ξεχάσει.
Οι ένδοξοι αγώνες του άλλοτε κραταιού Βρετανικού εργατικού κινήματος παρουσιάζονται εδώ ως ξεχασμένες φωτογραφίες σε μια παροπλισμένη, κλειδωμένη αίθουσα και χρειάζεται μια νέα ματιά, κάποιου απ’ έξω ή ενός καλλιτέχνη όπως η Γιάρα -που ως alter ego του σκηνοθέτη-παρατηρητή Λόουτς- συνδυάζει και τα δύο για να επενδυθεί ξανά με τρυφερότητα αυτό που δείχνει να χάθηκε κι ίσως να νοηματοδοτηθεί ξανά σ’ ένα άλλο «μαζί», σ’ έναν νέο συγκροτητικό μύθο. Αυτό το βλέμμα της τρυφερότητας και της αποδοχής, που η Γιάρα σαν τον Λόουτς περιφέρει συνεχώς πάνω στα πράγματα, η κοινότητα εδώ και καιρό το έχει χάσει, όχι μόνο απέναντι στους έξω, αλλά και ανάμεσα στα μέλη της, αφού ακόμα κι ο Τι Τζέι ακούει μεν τη Γιάρα, αλλά δεν δείχνει το ίδιο ενδιαφέρον και για το φίλο του και ηττημένη κι εγκαταλελειμμένη απ’ τους απέξω κι απ’ τον ίδιο της τον εαυτό παλεύει με το ατομικισμό, την παραίτηση, τη μετανάστευση ή τις εύκολες λύσεις όπως τον ρατσισμό και το να μετακυλά την ευθύνη στον πιο αδύναμο και στον «ξένο». Ο ρατσισμός, η ξενοφοβία, αλλά και το μεταναστευτικό γενικότερα, αποτελούν το δίχως άλλο θέματα της ταινίας αυτής, ο τρόπος, όμως που οι ίδιοι οι πρόσφυγες παρουσιάζονται εδώ ως ένα ενιαίο, αδιαφοροποίητο καλότροπο σώμα, με τη Γιάρα μόνη να ξεχωρίζει μέσα σε μια θάλασσα από χιτζάμπ, τους κάνει να λειτουργούν κυρίως ως καθρέφτης που γυρίζει πίσω στην κοινότητα την εικόνα της και την φέρνει αντιμέτωπη με την αλήθεια, την οποία βέβαια δεν θέλουν όλοι να δουν – τους είναι απλά πιο εύκολο να καταστρέφουν. Η μάχη ανάμεσα στην ανάγκη της αγάπης να στηρίζει το «μαζί» και του μίσους που θέλει πάντα να καταστρέφει, είναι ένα ακόμα βασικό θέμα της ταινίας αυτής που δεν διαθέτει την πίστη πως το μέλλον μας περιμένει λαμπρό, αλλά τη βεβαιότητα πως δεν μπορεί να ζήσει κανείς παρά μόνο αν προσπαθήσει.
Και μπορεί όπως ο Τι Τζέι, ούτε κι ο Λόουτς ν’ άλλαξε ποτέ τον κόσμο, αλλά δεν άλλαξε κι ο κόσμος αυτόν και παραμένει και στην Τελευταία παμπ, την τελευταία μεγάλου μήκους ταινία του, όπως μας λέει, γιατί το σώμα του (κι η γυναίκα του επίσης) δεν τον θέλουν πια να υποβάλλεται σε τόσο μεγάλες ταλαιπωρίες, ένας ραψωδός των ηττημένων που εμποδίζει την Ιστορία να γράφεται μόνο απ’ την πλευρά των νικητών και δεν εγκαταλείπει τους ήρωές του όσο κι αν κακοπαθαίνουν επειδή είναι άνθρωποι που αγαπούν όπως έγραφε κάποτε ο Μισέλ Δημόπουλος, και τους δυναμώνει για να μην παραιτηθούν αλλά να συνεχίσουν να προσπαθούν ακόμα κι αν μόνο αποτυγχάνουν κάθε φορά και καλύτερα όπως πρόσταζε κάποτε ο Μπέκετ.
«Δύναμη, αλληλεγγύη, αντίσταση» λοιπόν στη μνήμη όλων των «Μάρα» που χάσαμε – αυτή τη φορά και σε μια ακόμα γλώσσα.
Οι δηλώσεις του σκηνοθέτη
Κάναμε δύο ταινίες στη βορειανατολική Αγγλία, ιστορίες ανθρώπων που είναι παγιδευμένοι σε μία διαλυμένη κοινωνία. Αναπόφευκτα και οι δύο κατέληξαν άσχημα. Αλλά είχαμε συναντήσει τόσους δυνατούς, γενναιόδωρους ανθρώπους εκεί, που ανταποκρίθηκαν στους δύσκολους καιρούς με κουράγιο και αποφασιστικότητα. Νιώσαμε ότι έπρεπε να κάνουμε μία τρίτη ταινία που να το αντανακλά αυτό, αλλά να μην ελαχιστοποιεί τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι. Υπήρχε μία άλλη, μεγαλύτερη ιστορία που θέλαμε να αφηγηθούμε, αν μπορούσαμε να την εντοπίσουμε.
Σημείο αφετηρίας ήταν το πόσο αφημένη ήταν η περιοχή. Οι παλιές βιομηχανίες είχαν κλείσει -τα ναυπηγία, τα ανθρακωρυχεία, τα μεταλλωρυχεία- και σχεδόν τίποτα δεν τα είχε αντικαταστήσει. Πολλά χωριά που κάποτε άκμαζαν με τις παραδόσεις τους, τις τοπικές ομάδες τους και τις πολιτιστικές τους δραστηριότητες, είχαν αφεθεί να ρημάξουν από τους πολιτικούς, της συντηρητικής και εργατικής παράταξης. Πολύ απλά είχαν εγκαταλείψει αυτές τις κοινότητες.
Πολλές οικογένειες είχαν φύγει, μαγαζιά είχαν κλείσει, όπως και τα σχολεία, οι βιβλιοθήκες, οι εκκλησίες και πολλοί δημόσιοι χώροι. Όπου δεν υπήρχε δουλειά, η ελπίδα ξέφτιζε και τη θέση της έπαιρνε η αποξένωση, η απόγνωση και η απελπισία. Έτσι εμφανίστηκε η ακροδεξιά. Επιτροπές σε άλλες πιο ευκατάστατες περιοχές έστελναν τους ευάλωτες ανθρώπους που ήταν σε ανάγκη και που τους θεωρούσαν «πρόβλημα» σε μέρη που η στέγαση ήταν φθηνή. Οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες.
Υπήρχε και μία ακόμα ανατροπή. Η κυβέρνηση τελικά δέχτηκε τους πρόσφυγες από τον αποτρόπαιο πόλεμο στη Συρία. Εδώ ήρθαν λιγότεροι από όσους πήγαν στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά έπρεπε να πάνε κάπου. Για μία ακόμα φορά, ήταν η βορειοανατολική Αγγλία που δέχθηκε τους περισσότερους. Γιατί; Γιατί η στέγαση είναι φθηνή και είναι μία περιοχή που δεν απασχολεί τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Ο Paul άκουσε τις ιστορίες του τι συνέβη όταν έφτασαν οι οικογένειες από τη Συρία και αρχίσαμε να σκεφτόμαστε ότι αυτή είναι η ιστορία που πρέπει να πούμε. Αλλά πρώτα έπρεπε να την κατανοήσουμε. Δύο κοινότητες που ζουν δίπλα δίπλα, και οι δύο με σοβαρά προβλήματα, αλλά η μία με το τραύμα ενός ασύλληπτου πολέμου, που τώρα πενθεί αυτούς που έχασε και αγωνιά για αυτούς που άφησε πίσω. Βρίσκονται ξένοι σε μία ξένη χώρα.
(...) Ο Paul [Laverty σ.τ.ε. σεναριογράφος] κι εγώ μιλήσαμε για τη μεγαλύτερη εικόνα. Μετά ο Paul πρότεινε να επικεντρωθεί σε μία παμπ με το όνομα «Old Oak». Ο ιδιοκτήτης, ο TJ, θα ενσάρκωνε τον αγώνα, με ένα παρελθόν όπου ήταν ενεργός στην κοινότητα, αλλά τώρα πια περιφέρεται ταλαιπωρημένος από προβλήματα. Οι ιστορίες έχουν να κάνουν με σχέσεις και ο Paul τότε έγραψε για μία γυναίκα από τη Συρία που έμαθε αγγλικά σε έναν προσφυγικό καταυλισμό δουλεύοντας με εθελοντές από όλο τον κόσμο, ενώ ήταν αυτοδίδακτη φωτογράφος. Αυτές οι εμπειρίες διεύρυναν την οπτική της για τον κόσμο γύρω τους. Η φιλία της με τον TJ είναι η καρδιά της ιστορίας.
(...) Όπως πάντα, ακούμε και μαθαίνουμε. Μετά από χρόνια κοινωνικών αγώνων και αντιπαραθέσεων, ξέρουμε τι να περιμένουμε, αλλά ο ακριβής τρόπος που τα γεγονότα εκτυλίσσονται και οι άνθρωποι αντιδρούν είναι πάντα αποκαλυπτικός. Αυτό που έγινε ξεκάθαρο ήταν ότι όλες οι θέσεις εμπεριέχουν μία αλήθεια. Το πρόβλημα είναι, πώς μαθαίνει ο άνθρωπος από την αλήθεια του. Περιμένεις πολύ καιρό για να σε δει ένας γιατρός. Ποιος φταίει; Οι σχολικές τάξεις είναι υπερφορτωμένες. Ποιος είναι υπεύθυνος;
Δεν υπάρχουν προφανείς κακοί εδώ. Η αίσθηση του πένθους μπορεί να οδηγήσει τους ανθρώπους σε ακραία μέτρα, αλλά υπάρχει πάντα μία λογική πίσω από το πώς συμπεριφέρονται. Αν το χάσεις αυτό, επιλέγεις το φθηνό δράμα.
Το χωριό είναι μέρος μιας ευρύτερης κοινότητας. Έχει μεγάλη ιστορία και ξέρει να στέκεται απέναντι στις επιθέσεις και την εκμετάλλευση, αρχικά απέναντι στους ιδιοκτήτες των ορυχείων και πιο πρόσφατα απέναντι στη Margaret Thatcher και το επιβεβλημένο κλείσιμο των ορυχείων. Αυτοί οι αγώνες τούς έμαθαν την αλληλεγγύη και την αξία της διεθνούς στήριξης. Αλλά η αποδυνάμωση των εργατικών σωματείων άφησε τα μεμονωμένα άτομα να παλεύουν μόνα τους. Υπάρχει αλλαγή στις συνειδήσεις που τώρα πια θαυμάζουν τους επιχειρηματίες και οι αξίες έχουν αλλάξει. Αυτό έχει επηρεάσει το πώς υποδέχονται τις οικογένειες από τη Συρία. Οπότε εμείς αφουγκραστήκαμε, παρατηρήσαμε και ο Paul έγραψε το σενάριο.
(...) Η αρχή είναι πάντα η ίδια. Ακούμε, παρατηρούμε και αφήνουμε τους ανθρώπους να είναι ο εαυτός του. Το casting είναι κρίσιμο. Ήταν ξεκάθαρο ότι οι Σύριοι της ταινίας θα έπρεπε να είναι αυτοί που είχαν εγκατασταθεί στην περιοχή. Το σενάριο του Paul τούς έδωσε την ελευθερία να συνεισφέρουν ώστε η ιστορία να αντανακλά τις εμπειρίες τους.
Οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές και όλοι μάθαμε πολλά. Όπως συμβαίνει σε όλες τις ομάδες, οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί. Μερικές οικογένειες ήταν παραδοσιακές, άλλες όχι τόσο. Μερικοί είχαν μάθει αγγλικά, μερικοί δυσκολεύονταν. Το καταλαβαίνω αυτό. Όλοι ήταν γενναιόδωροι με τον χρόνο τους, πολλοί αφοσιώθηκαν ολοκληρωτικά στην ταινία και τα κέικ που μας έφερναν στο σετ ήταν θρυλικά!
Μερικές φορές έπρεπε να αλλάξουμε τις λεπτομέρειες καθώς προχωρούσαμε. Μερικές μητέρες από τη Συρία δεν ένιωθαν άνετα να τις βλέπουν να μπαίνουν σε μία παμπ χωρίς να έχουν καλυμμένο το κεφάλι τους. Είχαμε πάντα απαντήσεις και ήταν σημαντικό να νιώθουν όλοι ότι τους σεβόμαστε. Γελάσαμε πολύ και κάναμε πολλούς φίλους.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)