(Ζώνη ενδιαφέροντος)
του Jonathan Glazer
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_the-zone-of-interest.jpg

Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ο Ρούντολφ κι η Χέντβιχ, Γερμανοί κι οι δυό ζουν μαζί με τα πέντε τους παιδιά, ευτυχισμένοι και γαλήνιοι, κάπου στην πολωνική εξοχή, δίπλα ακριβώς στη δουλειά του Ρούντολφ. Εκείνος έχει επικεντρωθεί στην εργασία του ως διοικητής κι εκείνη στο να κάνει το σπίτι και τους κήπους του ένα μικρό παράδεισο για την οικογένεια. Η θέση αυτή είναι η εκπλήρωση ονείρων μιας ζωής για το ζεύγος Χες. Τι καλύτερη ζωή εξάλλου απ’ αυτήν δίπλα στο Άουσβιτς και τα κρεματόρια που ο Ρούντολφ φροντίζει να λειτουργούν αδιαλείπτως;
Η Ζώνη ενδιαφέροντος του Τζόναθαν Γκλέιζερ ξεκινά με μια έλλειψη, δείχνοντας εξαρχής τις προθέσεις της να αναμετρηθεί με τη φρίκη εν τη απουσία της, ή μάλλον αντιπαραβάλλοντάς της μια άλλη φρίκη ακόμα πιο ανατριχιαστική, πέρα ακόμα κι απ’ την Κοινοτοπία του Κακού, αφού εδώ δεν μιλάμε για ανθρώπους που σκύβουν το κεφάλι και υποκύπτουν σ’ ένα καθεστώς, χωρίς να σκέφτονται τις ηθικές ευθύνες τους, αλλά για εκείνους που δημιουργούν την φρίκη χωρίς να τους απασχολεί, αφού με διάφορους τρόπους κερδίζουν και καλοπερνάν απ’ αυτή, και θεωρούν εν τέλει πως η δική τους ζωή είναι ανώτερη από εκείνη των υπολοίπων. Εξαιρετική στην ακρίβειά της, στο στιλιζάρισμα της εικαστικής της πλευράς και στην επίτευξη των προθέσεών της η ταινία είναι ένα διαρκές παιχνίδι με την απουσία του δράματος και το άρρητο -συνθήκη που δεν θα σπάσει ποτέ, ούτε καν στην τελική σκηνή της κι ας είναι αποκαλυπτική- αφήνοντας στο θεατή την ευθύνη της εικονοπλασίας για το τι σημαίνουν οι καμινάδες που καπνίζουν και οι απροσδιόριστες φωνές, αλλά κι οι ασπρόμαυρες αμφίσημες σκηνές που μένουν στην κρίση του να τις ερμηνεύσει.
Το κέντρο βάρους της σκηνοθεσίας παραμένει αμετακίνητο εκεί ακριβώς που το έχουν και οι πρωταγωνιστές: στον μικρόκοσμό τους και στην επαναληψιμότητα μιας καθημερινότητας που μοιάζει σχεδόν τετριμμένη, στην δική τους δηλαδή «ζώνη ενδιαφέροντος» (έτσι ακριβώς αποκαλούσαν οι Ναζί και την περιοχή γύρω απ’ το Άουσβιτς) έξω απ’ την οποία ο κόσμος μπορεί να υποφέρει εξαιτίας τους, αλλά αυτό δεν τους ενδιαφέρει και μπορεί να κάνουν ακόμα κι ότι δεν ξέρουνε, όπως κάποιοι έχουν το θράσος να υποστηρίζουν ακόμα και σήμερα για την Χέντβιχ Χες και για την τότε γερμανική κοινωνία. Όμως, ο Γκλέιζερ δεν θα χάνει τέτοια χατίρια στο θεατή, αντίθετα πολύ δεξιοτεχνικά κι ελλειπτικά, μέσα από σκηνές σαν αυτή με τη γούνα, την περιγραφή στη μητέρα ή το θυμό προς τις υπηρέτριες, θα δείξει την κρυφή επιθετικότητα, την κατάχρηση εξουσίας, την καιροσκοπία σε βάρος του πιο αδύναμου και την αποδοχή του Κακού ως κερδοφόρο, που συγκροτούν υπόγεια τον χαρακτήρα της Χέντβιχ (την οποία υποδύεται με ανατριχιαστική ακρίβεια και εντελώς αγνώριστη η Σάντρα Χούλερ) που είναι ίσως κι η πραγματική πρωταγωνίστρια της ταινίας, αλλά κι ο πιο τρομακτικός χαρακτήρας της.
Με άλλα λόγια, μην περιμένει κανείς στην Ζώνη ενδιαφέροντος να διασκεδάσει ή να ψυχαγωγηθεί, παρά μόνο ν’ ανατριχιάσει μέχρι τα τρίσβαθά του, να νοιώσει μαγκωμένος ή ν’ αρχίσει να θυμώνει πολύ κι ίσως αυτό να είναι κι η αποστολή της ταινίας αυτής, να μας θυμίσει πως μέχρι να βρούμε τρόπους να αντιπαλέψουμε το Κακό, που κάθε φορά συντελείται δίπλα μας οφείλουμε να μείνουμε συνεχώς θυμωμένοι.
Η ταινία, που βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα κι έχει δανειστεί και κάποια στοιχεία από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μάρτιν Άμις, είναι μ’ έναν άλλο τρόπο εξίσου απόκοσμη ως αίσθηση με την προηγούμενη ταινία του Γκλέιζερ, Κάτω απ’ το Δέρμα, καθώς το βλέμμα μας αντί να εξοικειώνεται μ’ αυτά που βλέπει στην οθόνη αρχίζει να τα νοιώθει όλο και πιο ανοίκεια όσο η ώρα περνά, σαν να βλέπει τη ζωή εξωγήινων ή σαν να νοιώθει κάπως έτσι ο ίδιος, έτσι όπως έχει απενεργοποιηθεί εντελώς η λειτουργία της ταύτισης και μέσα απ’ τα ωραία τοπία και τα χρώματα να αρχίζει να τον διαπερνά μια τρομακτική αίσθηση, κάτι κρύο, ψυχρό σαν μαχαίρι και εξίσου κοφτερό, ανείπωτο εν τέλει όπως κι ο ίδιος ο θάνατος, αφού μια τέτοια απαξίωση στην ανθρώπινη ζωή δεν μπορεί παρά να απειλεί, ασυνείδητα ή συνειδητά, και την ίδια την ύπαρξή μας.
Αφορά, όμως, άραγε η ιστορία αυτή μόνο τα Τέρατα του Ολοκαυτώματος που εξολόθρευσαν χωρίς καμία τύψη εκατομμύρια Εβραίων -και όχι μόνο-,ή μήπως, η ταινία θέτει το θέμα της ευθύνης γενικότερα, στο μέτρο που οι «ζώνες ενδιαφέροντος» ή μάλλον αδιαφορίας μας, στηρίζουν διαχρονικά και σε διάφορους βαθμούς το Κακό, συχνά με τρόπους που δεν θα καταδικαστούμε γι αυτούς, όπως ούτε κι η Χέντβιχ; Και μπορεί η γερμανική ενοχή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο να συντέλεσε στο να απαρνηθούν οι κοινωνίες την έννοια της συλλογικής ευθύνης, συμβαίνει, όμως, κοινωνικά μόνο ό,τι πλειοψηφικά το ανεχόμαστε. Αυτό είναι όλο.