(Μητέρα, Πατρίδα)
του Álvaro Gago
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_matria.jpg

Δύο δουλειές σκληρές, μια ως επικεφαλής καθαρισμού σ’ ένα εργοστάσιο κι άλλη μια να συσκευάζει μύδια σε μια τράτα, ένας σύντροφος μ’ αδυναμία στο ποτό, μια 18χρονη θυμωμένη κόρη που μένει πια με το φίλο της και λίγες στιγμές διασκέδασης στα κλεφτά είναι η καθημερινότητα της 42χρονης Ραμόνα στο παραθαλάσσιο χωριό της Γαλικίας που μένει. Τίποτα απ’ αυτά δεν μειώνει το κέφι ή τη φόρα της, ούτε καν τα πονεμένα απ’ τον καπνό πνευμόνια της που συνεχίζει να τα μαυρίζει. Όταν όμως η νέα διεύθυνση του εργοστασίου πετσοκόβει τον μισθό των καθαριστριών κι εκείνη τσακώνεται και φεύγει,  όχι μόνο οι συνθήκες, αλλά και κάτι που αγνοεί αρχίζει να της κόβει την ανάσα.
Πορτραίτο μιας γυναίκας που αναζητά στα τυφλά το δρόμο της, χωρίς να είναι ούτε πρότυπο, ούτε θύμα και θα κερδίσει το σεβασμό του θεατή για το δυναμισμό και την αξιοπρέπειά της απέναντι σε μια ασφυκτική κοινωνία, την ίδια ώρα που θα τον θυμώνει ή θα τον ενοχλεί με τις αδυναμίες και τα κενά της, όπως περίπου κάνουν και πολλές ηρωίδες του Λόουτς, με τις οποίες η Ραμόνα έχει τις εκλεκτικές συγγένειές της και την ίδια μεγάλη καρδιά, η Μητέρα, Πατρίδα, πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Άλβαρο Γκάγκο είναι μια «μικρή» ιστορία -πιθανής- ενηλικίωσης. Ο θεατής μπορεί να συνομιλήσει μαζί της και να ταυτιστεί κι έτσι γίνεται εν τέλει μεγάλη, όπως αγγίζει κάτι κι απ’ την δική του ζωή κι απ’ την ανάγκη όλων μας για έναν «τόπο» μητρικό που να μπορεί να μας εμπεριέξει ολόκληρους - Μάτρια όπως είναι η πατρίδα για μια γυναίκα.
Εμπνευσμένη απ’ την ιστορία της γυναίκας που φρόντιζε τον παππού του σκηνοθέτη και την οποία θα δούμε εδώ σε μικρό ρόλο πίσω απ’ το μπαρ, το πολλά υποσχόμενο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Γκάγκο στις μεγάλου μήκους ταινίες, ξεμακραίνει απ’ την πραγματικότητα της ομώνυμης μικρού μήκους ταινίας του, μια κι εδώ στόχος του είναι μια άλλη αλήθεια, πιο καθολική για τον τρόπο που οι γυναίκες πιέζονται κοινωνικά, αλλά και για τη Γαλικία την πατρίδα του που θεωρείται μητριαρχική, αλλά διόλου δεν είναι. Αντίθετα, η πατριαρχία της επηρεάζει την πορεία των γυναικών με τρόπους που  σχεδόν δεν μπορούν να αντιληφθούν και που εισχωρούν μέσα σ’ όλες τις σχέσεις τους, κάτι που η ταινία στηλιτεύει υπόγεια μέσα απ’ τα ανείπωτα της πρωταγωνίστριας και το τετριμμένο της καθημερινότητάς της, όχι, όμως, στο βαθμό που το κατορθώνει π.χ. το Ζαν Ντιλμάν της Άκερμαν, μια ταινία με την οποία, η Μητέρα, Πατρίδα, επίσης, δείχνει να συγγενεύει.  
Η ήδη βραβευμένη για την ερμηνεία της πρωταγωνίστρια Μαρία Βάσκεζ δεσπόζει στην οθόνη τόσο με το συγκινητικά εκφραστικό πρόσωπό της (στα κοντινά, αλλά και στα μεσαία πλάνα που κυριαρχούν στην ταινία), όσο και σωματικά, με την ίδια της την κίνηση -την οποία η κάμερα σχεδόν παρενοχλητικά ακολουθεί-, μια και ο ρυθμός είναι ο δεύτερος πρωταγωνιστής αυτής της ταινίας και το σημαντικότερό της επίτευγμα έτσι όπως οι αυξομειώσεις του χρόνου -που ενίοτε αποκτούν ποιότητα θρίλερ ψυχολογικού- υποκαθιστούν λόγια που δεν λέγονται και γίνονται κλειδί ερμηνείας για το θεατή που όσο η ώρα περνά έχει την εντύπωση πως ξέρει την πρωταγωνίστρια καλύτερα απ’ ότι η ίδια τον εαυτό της.   
Τι θα γίνει μετά δεν το ξέρει κανείς, μας δίνει όμως μια ιδέα, -για τις ελπίδες του σκηνοθέτη πιθανόν-, το εξαιρετικό τραγούδι του τέλους, τραχύ, λιτό και δυνατό όσο κι η γυναικεία αυτή ψυχή, για ν’ ακουστεί επιτέλους κι όλο το συναίσθημα που δεν βλέπαμε πριν στην ταινία.