(Το αγόρι του Θεού)
του Marco Bellocchio
(κριτική: Θόδωρος Σούμας)
Το αγόρι του Θεού (Rapito, 2023), του ανατρεπτικού αμφισβητία και ταραχοποιού, 85χρονου Μάρκο Μπελόκιο, 85 ετών, είναι ένα από τα καλύτερά του φιλμ της εποχής που έχει πλέον μεγαλώσει. Μαζί με την ηλικία του μεγάλωσε και η κινηματογραφική, στοχαστική διανοητική ωριμότητά του. Γιατί καταρχάς η ταινία του είναι εξαιρετική σε όλους τους τομείς της. Έχει σπουδαίο και πολυσύνθετο σενάριο με αλληλένδετα και ταιριαστά τα απλωμένα πλοκάμια της πλοκής του. Δραματικό, έντονο, συναρπαστικό και συγκινητικό σενάριο που εξάπτει την προσοχή και συμμετοχή του θεατή, βασισμένο σε μια ιστορία που συνέβηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στην Ιταλία (σε Μπολόνια και Ρώμη) σε μια εύπορη εβραϊκή οικογένεια της οποίας το παιδί απήχθη από την εκκλησιαστική, παπική εξουσία (διότι η υπηρέτρια το είχε βαφτίσει στα κρυφά, όταν ήταν βρέφος). Πολλά και σημαντικά τα θέματα που διερευνά η ταινία, σε αγαστή ισορροπία μελέτης τόσο του κοινωνικού, πολιτικού, εκκλησιαστικού, θρησκευτικού κι εβραϊκού ζητήματος, όσο και της ατομικής, ανθρώπινης, ψυχολογικής κι υπαρξιακής διάστασης των συμπεριφορών των κεντρικών χαρακτήρων. Ουσιαστικά είναι αυτές οι δύο βαθιές, νουνεχείς και συγκλίνουσες μελέτες αφ’ενός του θρησκευτικού-κοινωνικού και αφ’ετέρου του ατομικού-ψυχικού-υπαρξιακού πεδίου που προσδίδουν τόση αξία στην ταινία. Ο καυστικός Ιταλός σκηνοθέτης Μπελόκιο παρέλαβε και ανάπλασε κινηματογραφικά ένα ιστορικό πρόσωπο, τον Εντγκάρντο Μορτάρα, τον απαχθέντα μικρό Εβραίο που εσωτερικός και διαπλασμένος στα καθολικά σχολεία, αργότερα έγινε ιερωμένος. Ο Εντγκάρντο Μορτάρα υπήρξε το τραγικό θύμα ενός ολοκληρωτικού, εκκλησιαστικού καθεστώτος υπό τον αντισημίτη Πάπα Πίο ΙΧ. Παρακολουθούμε το καθολικό, εκκλησιαστικό κέντρο προσηλυτισμού και διακριτικής πλύσης εγκεφάλου των εβραιόπουλων, έναν χώρο αλλαγής της αρχικής πίστης τους μέσω του ψυχολογικού εκβιασμού. Παρά τις προσπάθειές τους, οι πονεμένοι κι απελπισμένοι γονείς και το εβραϊκό λόμπι δεν κατάφεραν να αλλάξουν την αδυσώπητη, στυγνή απόφαση του Πάπα Πίου ΙΧ για τον μικρό. Ο σκανδαλώδης, αιχμηρός κινηματογραφιστής παρουσιάζει την τότε Ιταλία ως όμηρο του παπισμού. Στα μέσα του 19ου αιώνα η Ιταλία ξεσηκώνεται εναντίον της αυστριακής αυτοκρατορίας και του παπικού κράτους και καταφέρνει να ενοποιηθεί στο σύγχρονο ιταλικό κράτος. Το 1870 οι γκαριμπαλντικοί καταλαμβάνουν τη Ρώμη και το κράτος του Βατικανού, γεγονότα τα οποία το φιλμ εντάσσει στην πλοκή του.
Εάν ο Μάρκο Μπελόκιο μελετούσε μόνο τις κοινωνικές επιδράσεις κι επιπτώσεις αυτής της συγκλονιστικής ιστορίας, της αυθαίρετης απαγωγής μόνο στο πολιτικοκοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο, ή μόνο στο ατομικό, ψυχολογικό κι υπαρξιακό πεδίο, το φιλμ θα ήταν απλά καλό. Η σύνθετη, όμως, σφαιρική κι ολοκληρωμένη επεξεργασία του ζητήματος εκ μέρους του Ιταλού, ρηξικέλευθου σκηνοθέτη, πολλαπλασιάζει τη φόρτιση και την αξία του κάθε μέρους επί της αξίας του άλλου, πολλαπλώς αυξητικά. Ένα παράδειγμα της συνθετότητας του μυθοπλαστικού βλέμματος του Μπελόκιο είναι πως ο σκηνοθέτης δεν περιορίζεται στο να καταγγέλλει το αυταρχικό φαινόμενο της αρπαγής του αγοριού από τους εκκλησιαστικούς καθολικούς παράγοντες ως αντιδημοκρατική κι απάνθρωπη, θρησκευτική αυθαιρεσία. Διερευνά επίσης τη μεταστροφή της άποψης του αγοριού που ενώ στην αρχή αντιστέκεται στις καθολικές διδαχές υπό την καθοδήγηση της μητέρας του, αργότερα καταλήγει, από το πολύ καθολικό κήρυγμα και την «πλύση εγκεφάλου», να τις ενστερνιστεί και μάλιστα να προσπαθήσει να τις κάνει αποδεκτές από την Εβραία μητέρα του, στα τελευταία της. Μα ο σκηνοθέτης το προχωρεί ακόμη πιο βαθιά. Μας αφήνει να καταλάβουμε πως αν το αγόρι παρέμενε στην οικογένειά του, θα υφίστατο μια άλλη πλύση εγκεφάλου, εκείνη της εβραϊκής θρησκείας.
Η ματιά του Μπελόκιο παραμένει σε όλες τις περιστάσεις ουμανιστική και ανθρωποκεντρική, οι άνθρωποι άγονται και φέρονται από τις θρησκείες, τις εξουσίες και τους μηχανισμούς ιδεολογικής επιβολής τους, ανεξαιρέτως διαθέσεων, προθέσεων και καλών ή κακών σκοπών… Μ’ αυτόν τον τρόπο ο σκηνοθέτης δένει την ιδιωτική υπόσταση με το κοινωνικό, θεσμικό και πολιτικό πλαίσιο. Επισημαίνουμε το έξοχο, φιλικό προς το μπαρόκ, φιλμάρισμα του Μπελόκιο στο δυνατό και παράλληλα ρευστό ντεκουπάζ (πλανοθεσία), στις κινήσεις της κάμερα και στο μοντάζ. Στους ελκυστικούς, καφετιούς και σκούρους τόνους του φωτός και της φωτογραφίας, άλλοτε θερμής κι άλλοτε ψυχρής απόχρωσης, και των ομοειδώς φροντισμένων, υποβλητικών σκηνικών. Υπογραμμίζουμε, ακόμη, την επίπονη σκηνοθετική εργασία του και τη θαυμάσια υποκριτική που εκμαιεύει από όλους τους ηθοποιούς. Πολύ πειστικές ερμηνείες που διανθίζουν την ταινία επειδή αναδεικνύονται όλοι οι ηθοποιοί, γιατί ο Μπελόκιο τους καθοδηγεί στο να αφήσουν πίσω τους κάθε επίπλαστο μανιχαϊσμό στην ερμηνεία και χαρακτηριολογία. Όλα τα πρόσωπα είναι σύνθετα, αντιφατικά, πλήρη και αμφίσημα. Ο καθένας ερμηνευτής υπερασπίζεται τη θέση του και τη δική του εκδοχή, απομένει σε μας να κρίνουμε ποιος είναι άθλιος, ποιος σαδιστής, ποιος πονεμένος κι απεγνωσμένος ή απλά ανθρώπινος, ποιος ανεκτικός και ποιος γενναιόδωρος…