(Drowning Dry)
του Laurynas Bareiša
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Ένας αγώνας πολεμικών τεχνών, άγριος και βίαιος. Το ρινγκ είναι περίφρακτο. Μόλις έχει τελειώσει και στα αποδυτήρια ο νικητής παλαιστής ντύνεται, ενώ η γυναίκα και ο γιος του τον περιμένουν. Η επίσκεψη της αδελφή της γυναίκας, του άνδρα της και της κόρης τους στα αποδυτήρια, συνιστά την εκκίνηση της αφήγησης. Τις κοινές διακοπές των δύο αδελφών, των συζύγων τους και των παιδιών τους αφηγείται ταινία. Κολύμπι στη λίμνη, κοινά γεύματα, τα παιχνίδια των παιδιών στην εξοχή, συζητήσεις για το μέλλον. Τις ειδυλλιακές διακοπές διακόπτει ένα ξαφνικό συμβάν: μια οικογενειακή τραγωδία...
Αφηγηματικά πρωθύστερα, flashback, χρονικά άλματα, μη γραμμική αφήγηση συνιστούν τους μηχανισμούς που χρησιμοποιεί ο λιθουανός σκηνοθέτης για να αναπτύξει τη δραματική πλοκή. Στο κέντρο παραμένουν σταθερά οι δύο αδελφές, η παντρεμένη με τον παλαιστή Ernesta (στο ρόλο η Gelminė Glemžaitė) και η παντρεμένη με τον οικονομικό σύμβουλο Juste (στο ρόλο η Agnė Kaktaitė). Αν και η οικογενειακή τραγωδία συνιστά το κρυφό κέντρο της αφήγησης –το γενεσιουργό συμβάν που καθορίζει τη συναισθηματική κατάσταση των δυο ηρωίδων-, μόνο όταν ο αφηγηματικός χρόνος κυλίσει ο σκηνοθέτης τον απεικονίζει. Όντας ο θεατής σε κατάσταση άγνοιας, χωρίς να έχει αντιληφθεί το αληθινό τραγικό βάρος των γεγονότων μόνο υποθέσεις μπορεί να κάνει. Χωρίς να έχει ισχυρές διαδικασίες συναισθηματικής ταύτισης με τις ηρωίδες παρακολουθεί τα τεκταινόμενα εν μέρει αποστασιοποιημένος, με την περιέργεια του ενεργή. Μόνο ψήγματα και ενδείξεις της αλήθειας μπορεί να δει. Ό,τι παρακολουθεί είναι το ισχυρό δεσμό των δύο αδελφών, τη διαχείριση γεγονότων τραυματικών, το πόνο της απώλειας, μια αίσθηση ασφυξίας που προκαλείται από το παρελθόν. Και επιπλέον ο θεατής γίνεται μάρτυρας μιας αλήθειας: το ότι η ζωή παρ’ ό,τι έχει συμβεί πάντα συνεχίζεται…
Locarno 2024