του Πάνου Κούτρα
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Η ιστορία της «Στρέλλας» είναι από αυτές που θα μπορούσαμε να ακούσουμε σε μία παρέα με την κοινότυπη εισαγωγή: «θα σας διηγηθώ μία απίθανη ιστορία που άκουσα». Όπως συνήθως η δυναμική αυτών των ανεκδοτικών ιστοριών πηγάζει από κάτι αρχετυπικό, κάτι με το οποίο μπορεί ο καθένας να ταυτιστεί. Παίρνοντας σαν αφετηρία λοιπόν αυτό το αρχετυπικό σχήμα και τοποθετώντας το σε μία εποχή, τη σημερινή, και μία κοινωνία, την ελληνική, όπου η αναζήτηση μίας νέας ταυτότητας μέσα σε ένα επίσης νέο σύστημα αξιών έχει γίνει πιο επιτακτική από ποτέ, θελήσαμε να αφηγηθούμε μία ιστορία η οποία δοκιμάζει τη φαντασία μας, τα συναισθήματά μας και τις κεκτημένες αξίες μας. Μία ιστορία που έχει ως στόχο να μιλήσει για τη σημασία της αποδοχής του διαφορετικού, την ανάγκη για συμφιλίωση, τον αλληλοσεβασμό. Τέλος, για την αγάπη πέρα και πάνω από κάθε σύμβαση.
Η Στρέλλα αλλάζει το φύλο της, την ταυτότητά της. Με την ορμή και την αυθάδεια της νεότητας, αλλά και με την ανάγκη για επαναπροσδιορισμό και συμφιλίωση με το παρελθόν, ξεκινάει μία παράτολμη πορεία. Στο δρόμο της θα κινδυνεύσει η ίδια και θα θέσει σε κίνδυνο και ό,τι αγαπά. Στη σκοτεινή γωνιά του υπνοδωματίου η τρέλλα την αφουγκράζεται, καθώς σε αυτή την ισορροπία αντίπαλός της είναι η ύβρις αλλά σύμμαχός της η επιθυμία για συμφιλίωση και αγάπη.
Ο Γιώργος αποφυλακίζεται μετά από δεκαπέντε χρόνια εγκλεισμού. Τα πρώτα του βήματα στην ελεύθερη ζωή αποδεικνύονται αβέβαια και μοιραία. Στη μέση της ζωής του συνειδητοποιεί ότι αυτά που είχε αφήσει έξω περιμένουν υπομονετικά να τον συναντήσουν, ζητώντας του εξηγήσεις και βάζοντάς τον στην πιο οδυνηρή θέση που έχει βρεθεί ποτέ. Αυτή του να αναμετρηθεί για άλλη μια φορά με τις πράξεις του παρελθόντος αλλά και με τις πιο σκοτεινές επιθυμίες του.
Το παρελθόν είναι αυτό που ο Γιώργος και η Στρέλλα θέλουν να προσπεράσουν. Να όμως που σε κάθε τους βήμα μπροστά σα να κτυπάνε σε ένα ελατήριο που τους πετάει πίσω. Το παρελθόν, όμως, είναι αυτό που κρατάει τα κλειδιά και που καμιά φορά τα αποκαλύπτει σα μία εικόνα μέσα σε ένα παράδοξο όνειρο. Για να μπορέσουν να φτάσουν εκεί όπου ξεκίνησαν όλα, η περιπλάνησή τους είναι αναπόφευκτη.
Η ταινία γυρίστηκε σε φιλμ Super 16mm και έχει μεταγραφεί σε φιλμ 35mm. Η κάμερα στο χέρι ακολουθεί τους ήρωες στην τελετουργική πορεία τους προς τη σύγκρουση και από κει στη συμφιλίωση. Τα επίμονα κοντινά πλάνα στα πρόσωπά τους προσπαθούν να αποκρυπτογραφήσουν τις επιθυμίες τους, τις αποφάσεις τους. Η «Στρέλλα» είναι ένα δράμα που δεν αποκλείει το χιούμορ, ακόμα κι αν αυτό είναι πικρό, ούτε την ελαφρότητα, ακόμα κι αν αυτή φαίνεται παράδοξη. Εξάλλου η ισορροπία στις αντιθέσεις είναι ο τρόπος με τον οποίο επιβιώνουν οι ήρωες. Το φως της ημέρας είναι φθινοπωρινό, και τα χρώματα κρύα. Η νύχτα ωστόσο είναι σαγηνευτική, σχεδόν υπνωτική από τις πολύχρωμες, κινούμενες πηγές φωτός (Μπαρ Κούκλες, διαμέρισμα Στρέλλας, Χριστούγεννα). Είναι ένας κόσμος τεχνητής λάμψης, αυτής που οι ίδιοι κατασκευάζουν για να φωτίζουν τις σκοτεινές πλευρές της έγκλειστης ζωής τους.
Η Αθήνα είναι η πόλη που επιλέγουν οι ήρωες. Η πόλη που αψηφά την ιστορία της, το παρελθόν της και κοιτάζει στο μέλλον με την άγνοια και το θράσος ενός εφήβου. Μία πόλη τόσο αρχαία όσο και μοντέρνα, τόσο δεκτική όσο και επιθετική, εγκλωβίζει τους ήρωες μέσα στους δρόμους της και τις κλειστές πολυκατοικίες. Αυτοί όμως θα καταφέρουν να δραπετεύσουν, επανεφευρίσκοντας μία «δική τους» πόλη, πιο ανθρώπινη, πιο προστατευτική. Αυτή που τελικά θα κερδίσουν, αυτή που θα γίνει το σπίτι τους.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)