του Μάρκου Γκαστίν
Κάθε μέρα η Δικαιοσύνη απονέμεται, μακριά από τα βλέμματα, μακριά από τις κάμερες. Μία καθημερινή Δικαιοσύνη, μία δικαιοσύνη χωρίς ξεχωριστή λάμψη.
Για πρώτη φορά μια κινηματογραφική κάμερα μπαίνει στα ακροατήρια του Πρωτοδικείου Αθηνών και καταγράφει «κοινές» δίκες, αυτά τα συναρπαστικά μικρά δράματα της καθημερινότητας. Ένας στους δέκα Έλληνες πηγαίνει, τουλάχιστον μια φορά το χρόνο, στα δικαστήρια. Το ακροατήριό τους είναι μια μικρογραφία της κοινωνίας, ένα μικρό θέατρο στο οποίο παίζονται και λύνονται οι καθημερινές διαφορές. Μήπως η διχόνοια είναι πιο εξαπλωμένη απ’ ό,τι σε άλλα μήκη και πλάτη της γης, οι εναλλακτικές ειρηνευτικές μέθοδοι λιγότερο αναπτυγμένες, ο Νόμος λιγότερο σεβαστός ή η πρόσβαση στη Δικαιοσύνη πιο απρόσκοπτη; Όπως και να ‘ναι, η τοπική κοινωνία αφήνει στα δικαστήριά της τη φροντίδα να ρυθμίσει σχεδόν όλες τις διαφωνίες της, ακόμα και τις πλέον ακίνδυνες. Έτσι, η Δικαιοσύνη αποτελεί μέρος της καθημερινής ζωής. Έτσι, το δικαστήριο γίνεται καθρέφτης μιας κοινωνίας και των μελών της. Καθρέφτης παραμορφωτικός αλλά και εύγλωττος...
Ο σκηνοθέτης στο σημείωμα του σημειώνει: «Όταν γυρίζαμε την ταινία, όσοι έμπαιναν νωρίς στην αίθουσα και μας έβλεπαν να στήνουμε τρεις κάμερες και μια ντουζίνα μικρόφωνα, μετατρέποντας κυριολεκτικά το δικαστήριο σε κινηματογραφικό στούντιο, μας ρωτούσαν αναπόφευκτα: «Για ποιόν όλ’ αυτά;» Τους εξηγούσαμε ότι δεν ξέραμε, καθώς δεν γνωρίζαμε εκ των προτέρων ποιοι θα δέχονταν την κινηματογράφηση της δίκης τους και ποιοι όχι. Δυσκολεύονταν να κατανοήσουν ότι κάναμε τόσο κόπο, όχι για κάποιο διάσημο εγκληματία, όχι για κανένα περίφημο απατεώνα, αλλά μια πληθώρα τυχαίων άγνωστων με «συνηθισμένες» υποθέσεις. Η ταινία φιλοδοξεί να απαντήσει στην απορία τους: έχουμε πολλά να μάθουμε από την καθημερινή απόδοση της Δικαιοσύνης, όχι μόνο για την ίδια ή για την κοινωνία που καθρεπτίζει, αλλά και για την ανθρώπινη φύση που απογυμνώνει.»
(πηγή δελτίο τύπου)