του Γιώργου Πανουσόπουλου
Υπάρχει μία μυθολογία του καλοκαιριού στο σύγχρονο ελληνικό κινηματογράφο: ταινίες που διαδραματίζονται τα καλοκαίρι στην πόλη, που οι εικόνες ακτινοβολούν το εκτυφλωτικό φως του ήλιου ή την λάμψη της καλοκαιρινής πανσέληνου. Οι ήσυχες μέρες του Αυγουστού (η καλύτερη ταινία του Παντελή Βούλγαρη) και Οι απέναντι του Γιώργου Πανουσόπουλου, είναι δύο από τις πιο αντιπροσωπευτικές ταινίες αυτή της μυθολογίας. Αντιλαμβάνονται, αυτές οι ταινίες, την πόλη μ' ένα διαφορετικό τρόπο: δεν έχουμε εδώ την συνήθη πολυκοσμία και τον συνωστισμό του αστικού χώρου. Δεν υπάρχει η ένταση ούτε η πίεση μιας ανελέητης καθημερινότητας στις εικόνες τους.
Βρισκόμαστε στο καλοκαίρι και η πόλη, άδεια λόγω διακοπών, μεταμορφώνεται: γίνεται ένας άλλος τόπος μ' άλλους ρυθμούς. Εδώ οι εναπομείναντες, εξ' ανάγκης ή λόγω πεποίθησης, κάτοικοι της έρχονται πιο κοντά και μια παράδοξη για τα αστικά ήθη οικειότητα αναπτύσσεται. Αυτή η πόλη δεν είναι απάνθρωπη, φιλοξενεί τους κατοίκους και του προσφέρεις, για μια φορά τον χρόνο, σπάνιες ευκαιρίες για ουσιαστική ανθρώπινη επαφή, για άλλου είδους σχέσεις.
Η νέα ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου Μια μέρα τη νύχτα (Athens Blues) αναπτύσσεται σ' αυτό τον χώρο, αντανακλώντας αυτή την μυθολογία του αστικού καλοκαιριού. Οι διάφορες ιστορίες που συγκρατούν τον αφηγηγηματικό της ιστό χαρακτηρίζονται, διαποτίζονται καλύτερα από αυτήν την αίσθηση του καλοκαιριού: είναι μικρά καλοκαιρινά παραμύθια.
Η αφηγηματική χαλαρότητα (και αποσπασματικότητα) είναι σύμφωνη με το πνεύμα της εποχής, αντανακλά τους χαλαρούς και ράθυμους καλοκαιρινούς ρυθμούς της πόλης. Όταν η αφηγηματική ένταση απουσιάζει, τότε στην ταινία είναι τα πρόσωπα των ηθοποιών της που έρχονται στην επιφάνεια.
Αυτή η εποχή -το καλοκαίρι- και αυτή η πόλη -η Αθήνα- φέρνουν τα πρόσωπα των ανθρώπων κοντά, επιτρέπουν την επαφή (σωματική ή άλλη ). Έτσι σ την ταινία αυτό που έχει σημασία δεν είναι οι ιστορίες που αφηγείται, αλλά οι επαφές και οι συναντήσεις ανάμεσα στα πρόσωπα -δηλαδή στο πως τα πρόσωπα αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, πως συνομιλούν, πως συνδιαλέγονται.
Δεν είναι λοιπόν χωρίς σημασία που το κεντρικό σημείο της ταινίας, γύρω από το οποίο αναπτύσσονται όλες οι ιστορίες της, είναι η ανδρική παρέα που περνά το βράδυ της στον πεζοδρόμιο (μια τυπική καλοκαιρινή εικόνα). Οι ιστορίες που διηγούνται αυτοί οι μεσήλικοι άνδρες, τα αστεία και τα τραγούδια τους, είναι εκφράσεις αυτής ακριβώς της χαλαρότητας και ραθυμίας, αποτέλεσμα της οικειότητας που αναπτύσσεται μεταξύ τους. Καθώς τα πρόσωπα της ταινίας έρχονται πιο κοντά, οι συζητήσεις τους μοιάζουν να μην κρύβουν καμία απολύτως σκοπιμότητα ή χρησιμότητα.
Όμως η παρουσία των ηθοποιών στην ταινία του Γιώργου Πανουσόπουλου δεν καθορίζεται μόνο απ' αυτήν την ατμόσφαιρα της πόλης. Ούτε και από την αποσπασματικότητα του σεναρίου ή την ελαχιστοποίηση της αφηγηματικής γραμμής. Καθορίζεται κυρίως από τον τρόπο που η ταινία γυρίστηκε: Χρησιμοποιώντας ψηφιακές κάμερες, ο σκηνοθέτης έκανε μία καθοριστική κίνηση, η οποία έχει την αντανάκλαση της στην υποκριτική των ηθοποιών της.
Ελαφρές και εύχρηστες, οι ψηφιακές κάμερες επιτρέπουν στον κάμεραμαν- εικονολήπτη να κινείται ανάμεσα στους ηθοποιούς, να γίνεται και αυτός ένα από τα πρόσωπα (αφανή) της ταινίας. Ωστόσο η χρήση πολλών ψηφιακών βιντεοκάμερων στο γύρισμα μίας σκηνής αλλάζει μ' ένα καθοριστικό τρόπο και την εικόνα των ηθοποιών στη ταινία. Ακριβώς επειδή δεν υπάρχει η μια κάμερα που κινηματογραφεί, ο ηθοποιός χάνει οποιαδήποτε θεατρική αίσθηση που τυχόν υπάρχει ως κατάλοιπο στην υποκριτική του.
[Στο θέατρο υπάρχει το σύνορο που χωρίζει τη σκηνή από τους θεατές. Κάτι αντίστοιχο στον κινηματογράφο είναι η κάμερα].
Δεν υπάρχει ένα σημείο (και ένα βλέμμα) στο οποίο ο ηθοποιός -συνειδητά ή ασυνείδητα- απευθύνεται. Ευκίνητες και ευέλικτες οι ψηφιακές κάμερες σπάνε την γραμμή που χωρίζει τον θεατή από τους ηθοποιούς. Δημιουργώντας κάποιου είδους ανασφάλεια, αναγκάζει τους ηθοποιούς να στρέψουν την προσοχή τους -όχι στον θεατή δηλαδή την κινηματογραφική κάμερα- αλλά στο πρόσωπο που έχουν απέναντι τους. Ο διάλογος λοιπόν αποκτά ξαφνικά μια άλλη βαρύτητα: γίνεται ο διάλογος αληθινών προσώπων. Έτσι κάθε είδους προσποίηση εξαφανίζεται και οι διάλογοι στη ταινία αποκτούν ξαφνικά μια άλλη ποιότητα: είναι χώροι όπου αναπτύσσονται οι σχέσεις, όπου δημιουργούνται οι επαφές. Και εδώ κατά μια έννοια ο όρος σκηνή (είτε με την θεατρική σημασία του είτε με την κινηματογραφική) εξαφανίζεται.
Και αυτό που μένει στην ταινία είναι αυτό που βλέπουμε: συναντήσεις χωρίς νόημα και σκοπό κάποιων προσώπων, που απολαμβάνουν την γοητεία μιας καλοκαιρινής βραδιάς στη πόλη
Δημήτρης Μπάμπας