(σχόλιο για το Σώσε με του Στράτου Τζίτζη)
Η ηρωίδα μια γυναίκα γύρω στα 30, χορεύει με ένταση και πάθος στους έντονους ρυθμούς της μουσικής. Βρίσκεται μόνη, στο σπίτι της, και η κάμερα συλλαμβάνει σ' αυτές τις χορευτικές κινήσεις την απόγνωση και την απελπισία της. Αυτά τα 2-3 λεπτά που διαρκεί ο χορός της είναι μια εκτόνωση, τόσο σωματική όσο και ψυχική. Μοιάζει να αποφορτίζεται από την συσσωρευμένη ένταση, και να οδηγείται σε κάποιου είδους αυτογνωσία. Μετά απ' αυτό τον χορό θα αντικρίσει τον εαυτό της και τον κόσμο χωρίς παρωπίδες, με ειλικρίνεια και αμεσότητα. Η σκηνή είναι από το Σώσε με, μία ταινία που κατορθώνει με τον πιο ειλικρινή και άμεσο τρόπο να απεικονίσει για τα τραύματα και τις πληγές που κρύβονται στις ψυχές των ανθρώπων μιας μεγαλούπολης.
Η αφήγηση της ταινίας περιγράφει μία διαδικασία απορύθμισης που συμβαίνει στην προσωπική (αλλά και στην επαγγελματική ζωή) της ηρωίδας. Στην αρχή της ταινίας η ’ννα μοιάζει να τα έχει όλα: μια καλή δουλειά, ένα ωραίο σπίτι, μια ερωτική σχέση μ' ένα νεαρότερό της άνδρα, φίλες. Όμως στην πορεία της αφήγησης ο κόσμος της καταρρέει. Αντιξοότητες και ατυχίες, προβλήματα και δυσκολίες την κυκλώνουν. Η αίσθηση ασφυξίας και το ορατό αδιέξοδο την συντρίβουν.
Καθώς η κάμερα παρακολουθεί τις διαδρομές της μέσα στο κυκλοφοριακό χάος της Αθήνας, τις ζεστές μέρες του καλοκαιριού, γρήγορα αντιλαμβανόμαστε ότι αυτό το γυναικείο πρόσωπο παλεύει απεγνωσμένα όχι με τις αιτίες της καταστάσεις της, αλλά με τα συμπτώματα. Όμως αυτή η αργή και βασανιστική διαδικασία της κατάρρευσης ενός κόσμου είναι εντέλει ελπιδοφόρα. Κάθε φορά που κάτι διαλύεται φέρνει την ηρωίδα πιο κοντά στην αλήθεια των πραγμάτων. Και η κόπωση της -ψυχική και σωματική- είναι η επώδυνη διαδικασία αποκάλυψης του πρωταρχικού λάθους.
Καθοριστική κίνηση, από την πλευρά της σκηνοθεσίας, για την απεικόνιση αυτού του γυναικείου πορτραίτου απετέλεσε η χρήση της ψηφιακής κάμερας. Ευκίνητη και ελαφριά συλλαμβάνει όλη την ρευστότητα και το χάος της προσωπικής ζωής της ηρωίδας. Παρόλο που ο σκηνοθέτης την οδηγεί συχνά στα όρια της -υπάρχουν μακρινά πλάνα όπου η εικόνα δεν έχει βάθος και η ηρωίδα δεν απεικονίζεται με κάθε λεπτομέρεια- συλλαμβάνει με ανατριχιαστική ακρίβεια και χωρίς τις ωραιοποιήσεις της κινηματογραφικής κάμερας, την τραχύτητα και την σκληρότητα του περιβάλλοντος. Οι σκηνές με την ηρωίδα χαμένη μέσα στην κίνηση της Αθήνας, όπου η εικόνα διαθέτει την αμεσότητα ενός τηλεοπτικού ρεπορτάζ, είναι ενδεικτικές των προηγούμενων.
Όμως πέρα από την ασφυξία και το χάος η σκηνοθεσία εμμένει και στον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας: η μοναξιά, η απογοήτευση, η συντριβή. Η εκτός πεδίου αφήγηση της ’ννας και η κάμερα που "κολλά" στο πρόσωπο της (αποκαλύπτοντας μας τις πρώτες ρυτίδες) οδηγούν τον θεατή από την εξωτερική πραγματικότητα (η περιπλάνηση της στους δρόμους) στα γεγονότα της ψυχής και της καρδιάς. Υπάρχει λοιπόν μία παράδοξη αρμονία στην σκηνή η ’ννα προσπαθεί απεγνωσμένα να μετακινήσει ένα τεράστιο μπαούλο: η εμφανής σωματική αδυναμία και συνεπαγόμενη κόπωση δεν είναι παρά εξωτερικές εκδηλώσεις της ψυχικής κατάστασης.
Αποκαλυπτική της σκηνοθετικής αυτής στρατηγικής είναι η ίδια η μουσική της ταινίας: από την μια πλευρά beat της σύγχρονης εποχής και από την άλλη sampling με παλιές ξεχασμένες μελωδίες αισθηματικών τραγουδιών της δεκαετίας του 50. Αυτή η σύζευξη μιας παλιάς και μάλλον ξεχασμένης ευαισθησίας και των νέων έντονων ρυθμών του αστικού τοπίου αντανακλά με τον πιο διακριτικό τρόπο στην ηρωίδα. Στο πρόσωπο της Μαρίας Ζορμπά μπορούμε να δούμε όλη την ένταση αλλά και την κρυφή ευαισθησία μιας γυναίκας που ζει μόνη στην πόλη σήμερα.
Δημήτρης Μπάμπας
Σώσε με (2001)
Σκηνοθεσία: Στράτος Τζίτζης
Σενάριο: Στράτος Tζίτζης
Φωτογραφία: Γιώργος Γιανέλλης
Μουσική: Αλέξης Καλοφωλιάς, Θάνος Αμοργινός
Ηθοποιοί: Μαρία Zορμπά, Βασιλική Δέλλιου, Αλέκος Συσσοβίτης, Μανόλης Γιούργος, Μαρίλη Μαστραντώνη, Γιάννης Tσορτέκης