της Μαρίας Ντούζα
(το σημείωμα της σκηνοθέτιδος)
to-dentro-kai-i-kounia.jpg

Με αφορμή τις παλιότερες αλλά και τις νεώτερες μετακινήσεις των ανθρώπων, η ταινία συνυφαίνει την σύγχρονη πραγματικότητα με την πρόσφατη ιστορία σε ένα μοντέρνο μύθο όπου οι πρωταγωνιστές, μέσα από τις προσωπικές τους διαδρομές και συγκρούσεις, θα αναζητήσουν εν τέλει την μετάνοια, την αποδοχή και την αγάπη.   
Μεγάλωσα στη δεκαετία του ’70, σε μια εποχή μικρής κινητικότητας και μεγάλης καχυποψίας (η μετανάστευση είχε υποχωρήσει και τα σύνορα του κόσμου έμοιαζαν οριστικά).  Οι άνθρωποι ταξίδευαν μόνο για τουρισμό, κάποιοι για σπουδές κι αυτό μόνο στη Δύση.  Στην Ανατολή δεν επιτρεπόταν να ταξιδεύουν καθόλου.   Αυτό έπαψε απότομα το 1989 με την πτώση του τείχους του Βερολίνου, που εμείς είχαμε πιστέψει ότι θα έστεκε ως το τέλος του κόσμου.
Από τότε η Δυτική Ευρώπη και η Ελλάδα είδαν να λαμβάνει χώρα μια τεράστια εισροή ανθρώπων από την Ανατολή, η οποία άλλαξε εκ βαθέων τον χαρακτήρα και τη σύνθεση των εγχώριων πληθυσμών.  Σήμερα, είκοσι και πλέον χρόνια μετά, ξέρουμε ότι αυτό που τότε μας φάνηκε πρωτόγνωρο και μοναδικό ήταν απλά η αιώνια κατάσταση των πραγμάτων, τόσο παλιά όσο και η ιστορία.  Οι άνθρωποι πάντα μετακινούνταν είτε δια της βίας, είτε από επιλογή είτε από ανάγκη.  
Η ταινία  πραγματεύεται το πώς αυτές οι μετακινήσεις επηρεάζουν τις οικογενειακές δομές, πώς οι παραδοσιακές αντιλήψεις για το τι σημαίνει πατρίδα και «ανήκω» αλλάζουν στις σύγχρονες συνθήκες μετακίνησης, αλλά και  πως η δικιά μας εμπειρία της διασποράς μπορεί να μετατραπεί σε μια νέα – διεθνιστική σχεδόν - αντίληψη του εαυτού μας και των άλλων.
Δυστυχώς σήμερα, εδώ στη δική μας πατρίδα, την χώρα του Οδυσσέα  και το κέντρο ενός έθνους διασποράς, μια πτωχευμένη και ταπεινωμένη κοινωνία βλέπει το φάντασμα του ρατσισμού και της ξενοφοβίας να ξαναγεννιέται, καθώς η συγκυρία θολώνει την καθαρότητα του βλέμματος και του νου.  Ντροπιαστικές εικόνες ενός όχλου τυφλού που επιτίθεται σε μετανάστες μέσα στην καρδιά της Αθήνας κάνουν τον γύρω του κόσμου.
Το Δέντρο και η Κούνια θέλει να πετύχει το αντίθετο.  Θέλει να μας θυμίσει πως κι εδώ όπως κι αλλού δεν έχουν χαθεί οι άνθρωποι που παραμένουν άνθρωποι και πως η ζωή θα ηταν ένα τρομαχτικό ταξίδι αν δεν μπορούσαμε να την ζήσουμε με αποδοχή, αλλυλεγγύη και αγάπη.

(πηγή σημειώσεις της παραγωγής)