(At Home)
του Αθανάσιου Καρανικόλα
Ένα άπλετο φως πλημμυρίζει το σπίτι στην ομώνυμη ταινία του Καρανικόλα. Ένα σπίτι μοντέρνο, ανοιχτό προς τη θάλασσα, που δεσπόζει μόνο του, ψηλά, μακριά από τη φασαρία και την ευτέλεια της πόλης. Η φιγούρα μιας γυναίκας, μοναχικής κι αυτής, είναι κυρίαρχη εδώ από την αρχή. Φαινομενικά τουλάχιστον. Πρόκειται για μια μετανάστρια από τη Γεωργία, που δουλεύει για πολλά χρόνια ως οικονόμος του σπιτιού. Η Νάντια ζει στο σπίτι. Είναι σχεδόν το τέταρτο μέλος της οικογένειας. Μιλάει τέλεια τα ελληνικά- γι αυτό επιλέχθηκε- και κάνει άψογα όλες τις δουλειές, από τις αγγαρείες του κήπου έως την ανατροφή του δωδεκάχρονου κοριτσιού. Η Νάντια μιλάει ελάχιστα. Λέει όμως τη γνώμη της με θάρρος, όταν της το ζητούν. Διεκπεραιώνει τις δουλειές αθόρυβα, με φυσική ευγένεια, χωρίς να γίνεται βάρος, σα να είναι αόρατη. Το βλέμμα της όμως και το περπάτημά της μαρτυρούν την κούραση χρόνων. Μια χαμηλόφωνη επικοινωνία συνδέει τα πρόσωπα που κατοικούν στο σπίτι. Σα μυστική συμφωνία όπου οι σχέσεις είναι κάπως ασαφείς αλλά ρυθμισμένες ξεκάθαρα. Μέχρι τη στιγμή που ένα δυσάρεστο γεγονός έρχεται να διαταράξει τις λείες ισορροπίες, δημιουργώντας τριγμούς και οδηγώντας σε αναθεωρήσεις. Γιατί η αρρώστια της Νάντιας που την κάνει ανεπιθύμητη στους ιδιοκτήτες της –στον άντρα της οικογένειας, ο οποίος και αποφασίζει-θα φέρει στην επιφάνεια την υποκρισία του «σπιτιού», μεταμορφώνοντάς την σε αντικείμενο εκμετάλλευσης. Οι πραγματικές σχέσεις αποκαλύπτονται νύχτα, όταν πέφτει για πρώτη φορά το σκοτάδι στην ταινία. Και είναι αυτό το σκοτάδι που τελικά έκρυβε το σπίτι κάτω από το τραγικά εκτυφλωτικό του μεσογειακό φως.
Ο Καρανικόλας στη τρίτη μεγάλου μήκους του ταινία προχωράει στην κλινική ανατομία μιας προνομιούχας αθηναϊκής τάξης, που κρατάει σαφή οικονομική και γεωγραφική απόσταση από την κοινωνική βάση. Η ταινία του δεν είναι σίγουρα μια ταινία για τη μετανάστευση. Ούτε για την εργασιακή εκμετάλλευση και τις ταξικές διαφορές, αν και «στο σπίτι» υπάρχουν σαφείς νύξεις για όλα αυτά. Με μινιμαλιστική διάθεση και οικονομία στην έκφραση ο σκηνοθέτης αποκαλύπτει σταδιακά τις ανθρώπινες σχέσεις, όπως αυτές ξετυλίγονται μέσα σε ένα ψυχρό και αποστειρωμένο σπίτι-οχυρό. Υπάρχει πάντα μια αθέατη πλευρά στην ηρωίδα του και αυτό είναι που την καθιστά τραγικό πρόσωπο. Η Νάντια στέκεται πάνω από τάξεις. Δεν ταυτίζεται με καμία πλευρά. Ούτε με αυτήν της πλαστής οικογένειας ούτε με το περιβάλλον του φίλου της, στο οποίο κοινωνικά είναι πιο κοντά. Η πτώση της έχει κάτι το αντιηρωικό. Γιατί δεν συνοδεύεται από οποιουδήποτε είδους εμπάθεια ή συναισθηματική φόρτιση. Οδηγεί απλά στην πικρή συνειδητοποίηση μιας πραγματικότητας. Που την αφήνει τραγικά μόνη.
Στην ταινία του αυτή ο Καρανικόλας, όπως και στο « Echolot» επιλέγει το ρόλο του ψυχρού παρατηρητή. Το σπίτι και η φύση παίζουν πάλι καθοριστικό ρόλο, αν και εδώ όλα είναι σκηνοθετημένα με ακρίβεια και από μεγαλύτερη απόσταση. Απουσιάζουν η αμεσότητα και ο αυτοσχεδιασμός της προηγούμενής του ταινίας. Το μελόδραμα υποβόσκει χωρίς όμως ποτέ να εκδηλώνεται φανερά. Και ενώ όσον αφορά τη θεματική ο δημιουργός φαίνεται να κάνει την πρώτη καθαρά ελληνική του ταινία, σκηνοθετικά βρίσκεται πιο κοντά στη γερμανική σχολή του Βερολίνου, όπου η νηφαλιότητα του βλέμματος και η πειθαρχία της οπτικής, η διακριτική παρατηρητικότητα και οι μικρές ρεαλιστικές λεπτομέρειες προωθούν την κινηματογραφική αφήγηση. Συνθέτοντας μια σονάτα δωματίου. Χαμηλόφωνη και μελαγχολική σαν τα τραγούδια που ακούγονται στην ταινία. Ίσως και για αυτό η ταινία-που απέσπασε το βραβείο της Οικουμενικής Επιτροπής στο τμήμα του Forum του 64ου Φεστιβάλ του Βερολίνου- να αποκτάει τελικά και οικουμενικό ενδιαφέρον, ξεφεύγοντας από τα στενά τοπικά της σύνορα.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]