Χειμωνιάτικος ουρανός. Πράσινα λιβάδια. Αποθήκες σιτηρών. Ένας άδειος σταθμός. Φτάνει ένα τρένο. Δεν κατεβαίνει κανείς, εκτός από την Αντιγόνη, μια νέα κοπέλα γύρω στα 30. Βρισκόμαστε στη Θ., μια μικρή πόλη της ελληνικής επαρχίας και το μέρος στο οποίο επιστρέφει η Αντιγόνη μετά από απουσία πολλών ετών. Η Αντιγόνη είναι αποφασισμένη να μείνει εκεί. Πάει στο μπαρ της γειτονιάς για ένα ποτό, συναντά μια φίλη απ’ τα παλιά, πιάνει δουλειά ως καθηγήτρια αγγλικών στο τοπικό φροντιστήριο, τα φτιάχνει με τον Νίκο, ένα αγόρι σαφώς νεότερο, όμορφο και ευχάριστα αφελές. Ωστόσο, η αναζήτηση μιας απλής ζωής στους ήσυχους δρόμους της μικρής πόλης σύντομα αποδεικνύεται ελαφρώς πιο μπερδεμένη απ’ό,τι η Αντιγόνη είχε φανταστεί. Η ζωή στους δρόμους της Θ. είναι ήσυχη, αλλά κάτω από την επιφάνεια η βία, οι προκαταλήψεις κι ένας άγραφος νόμος συνενοχής μεταξύ δραστών και θυμάτων βασιλεύει. Σ’ αυτήν την τελευταία ευκαιρία της Αντιγόνης ν’ αλλάξει τη μοίρα της, θα δράσει, ή θα κάθεται να κοιτάει;
Ο Γιώργος Σερβετάς γράφει στο σημείωμα του σκηνοθέτη: «Οι διαδηλώσεις που ξέσπασαν στην Ελλάδα το 2008, λίγους μήνες πριν την «επίσημη» έναρξη της οικονομικής κρίσης, σήμαναν (ή μάλλον γιόρτασαν) το τέλος μιας «κουλτούρας επιθετικής ευημερίας», η οποία επικρατούσε ως τότε στις δυτικές κοινωνίες. Ένα τέτοιο περιβάλλον επέτρεψε στο χαρακτήρα της Αντιγόνης να αποκτήσει την αυτοπεποίθηση για να απαιτήσει ένα κόσμο στα μέτρα της».
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)