της Μαργαρίτας Μαντά
(το σημείωμα της σκηνοθέτιδος)
gia-panta.jpg

Ήθελα να κάνω μία ελεγεία πάνω στη Σιωπή. Πάνω στον Χρόνο που ορίζεται από την Σιωπή. Κι ήθελα να το κάνω αυτό επιστρέφοντας σε φόρμες του Kινηματογράφου που δεν εικονοποιούν ιστορίες αλλά αναζητούν τις ιστορίες που ενυπάρχουν μέσα στις ίδιες τις εικόνες.
Σε εποχές που ο Kινηματογράφος ψάχνει ξανά τον πυρήνα της μοναδικότητάς του ως τέχνη της αίσθησης του μυστικού, του υπονοούμενου, της διαρκούς αναρώτησης πάνω στην ύπαρξη του ανθρώπινου, εγώ είχα την ανάγκη να επιστρέψω πίσω, στα δομικά υλικά του.
Πίσω, σε μια κάμερα ακίνητη, δεμένη αυστηρά σ’ ένα τρίποδο που κινηματογραφεί ανθρώπους να κοιτάζονται και να συνδιαλέγονται μέσα από τη σιωπή τους. Ανθρώπους που τους έχει απορροφήσει ο χώρος μέσα στον οποίο ζουν αλλά έχουν οι ίδιοι κατασκευάσει τον δικό τους χρόνο μέσα σε αυτό τον χώρο.
Πίσω, στο τραίνο που είναι η πρώτη πρώτη εικόνα της γέννησης του Kινηματογράφου αλλά και το πρώτο travelling.
Πίσω, στους ήχους που είναι από μόνοι τους μουσική και δεν ποδηγετούν την εικόνα αλλά αποτελούν συνθετικό της μέρος.
Ήθελα να κάνω το «Για Πάντα» από μία προσωπική μου ανάγκη να συναντήσω ξανά τον Κινηματογράφο κυρίως σαν αίσθηση και λιγότερο σαν θέαμα. Kαι για να αποτίσω φόρο τιμής σε πέντε κινηματογραφιστές που για μένα υπήρξαν και παραμένουν πάντα οι πνευματικοί μου δάσκαλοι: τον Carl Theodor Dreyer, τον Robert Bresson, τον Michelangelo Antonioni, τον Wim Wenders και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο.

(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)