του Τάκη Κανελόπουλου
(κείμενο του Ηλία Πετρόπουλου)
ΤΟ ΚΡΥΦΟ ΣΕΝΑΡΙΟ
Απάνθρωπος ο λόγω ερεύνης τεμαχισμός έργων τέχνης. Μη υφισταμένης άλλης μεθόδου, ο ερευνητής χρησιμοποιεί την επιμέρους εξέταση συνθέτοντας εν τέλει μίαν σχετικώς καθολικήν εικόνα του μνημείου. Το σενάριο του Ουρανού εγράφη κυρίως από τον λογοτέχνη Γιώργο Κιτσόπουλο, ενώ ο Τάκης Κανελόπουλος υπέδειξε πολλές τροποποιήσεις και στο γύρισμα της ταινίας προσήρμοσε ορισμένες σκηνές. Γιά να νιώσεις τον Ουρανό κατ’ αρχήν πρέπει νάσαι φτωχός. Το σενάριο του Ουρανού περιδέραιο επεισοδίων από το παραγεγραμμένο έπος του 1940-41.
Η άποψη ότι ο Ουρανός παρουσιάζει το έπος αυτό είναι λανθασμένη. Παρομοίως η άποψη ότι διηγείται λίγες ιστορίες ταπεινών ανθρώπων – επίσης λανθασμένη. Σωστή πιθανώς είναι η άποψη πως πρόκειται για ανθρώπινες σχέσεις την εποχή ενός συγκεκριμένου πολέμου, του οποίου η σημασία μειώθηκε όταν αργότερα ήρθε η Μαύρη Κατοχή. Το σενάριο του Ουρανού είναι απλό στην διάρθρωσή του. Στο πρώτο μέρος δείχνει σε παράλληλες σκηνές, τη ζωή σ’ ένα χωριό των συνόρων όπου υπάρχει και στρατιωτικό φυλάκιο – το χωριό είναι φυλάκιο και το φυλάκιο τμήμα του χωριού.
Στο δεύτερο μέρος περιλαμβάνονται πέντε ιστορίες ανδρών, που έχουν το ξεκίνημά τους στο πρώτο μέρος: Τού Δάσκαλου, του Ταχυδρόμου, του Λοχία, του Στράτου, του Γιάγκου. Το ριζικό των πέντε αυτών ανθρώπων ήταν κακό γιατί μόνο ο Ταχυδρόμος επέζησε.Ο Δάσκαλος πέθανε από βαρύ τραύμα και παγωνιά, ο Λοχίας σκοτώθηκε σε επίθεση, ο Στράτος αυτοκτόνησε από φιλότιμο και τον Γιάγκο τον πυροβόλησαν δίπλα σ’ ένα ρυάκι – η πηγή και το γάργαρο νερό αντιστοίχως σύμβολα ζωής και ανανεώσεως. Το σενάριο του Γιώργου Κιτσόπουλου δεν είναι μαγαρισμένο ούτε πυριφλεγές. Είναι το τελευταίο φθινόπωρο. Εδώ όποιος δεν ομιλεί πεθαίνει. Όποιος φωνάζει τον θάβουν. Ο Γιώργος Κιτσόπουλος ψιθυρίζει, με μάγουλα μουσκεμένα από δάκρυα, για την ομορφιά των προσώπων των αξύριστων ελλήνων. Μα σενάριο δεν είναι οι διάλογοι. Το σενάριο στον Ουρανό δεν είναι ένα μεταξύ άλλων στοιχείο αλλά ο καλοπελεκημένος ακρογωνιαίος λίθος.
Ζύγωσε ο φαντάρος με τα χαλασμένα άρβυλα και γονάτισε. Έλυσε τα κορδόνια του νεκρού. Τράβηξε τα άρβυλα απ’ τα πόδια του και τ’ απίθωσε πάνω στο χιόνι. Μετά πέταξε τα δικά του, άρπαξε τ’ άλλα και τα φόρεσε σφίγγοντας τ’ αχείλι του. Την ώρα πούδενε τα κορδόνια, τον είδαν οι άλλοι να κλαίει.
ΕΝΝΟΙΕΣ ΧΡΟΝΟΥ
Ο Ουρανός είναι μολυβένιο έργο. Ο εντός της ταινίας και εντός της υποθέσεως της χρόνος βαρύνων, βαρετός, ελικοειδής, συνταρακτικός, σε συνεχή ένταση, δεν ανέρχεται ούτε πέφτει. Ο Ουρανός άρχισε στην μηδέν ώρα. Στα πρώτα πέντε λεπτά γέλια κοριτσιών που τρέχουν. Άλλα δύο λεπτά το φυλάκιο. Στο ένατο λεπτό της ταινίας το αγόρι φιλά το κορίτσι δίπλα σε μία λεύκα. Πάλι το φυλάκιο και τα κορίτσια και μετά νυχτώνει. Στο δωδέκατο λεπτό το σκάψιμο στο χωράφι. Μετά δυό λεπτά κάποιος λέει: Πάει η σημερινή Κυριακή. Ακολουθεί μία περίφημη σκηνή στο ποτάμι, μία άλλη σκηνή με δυό κορίτσια, μία ασύγκριτη σκηνή στο χωράφι – για δέστε τον αμάραντο. Στο δέκατο ένατο λεπτό βραδυάζει. Πάει η σημερινή Κυριακή. Στο εικοστό πρώτο λεπτό ξημερώνει η 28 Οκτωβρίου 1940 ( αποφράς ημέρα). Στο εικοστό δεύτερο τα παληκάρια αποχαιρετούν το χωριό. Πάει, έφυγε για πάντα, η χθεσινή ειρηνική Κυριακή.
Το δεύτερο μέρος του Ουρανού ( άρχιζε με το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν, συνοδεία πολυβολισμών, και) αποτελείται από τέσσερα επεισόδια. Το πρώτο επεισόδιο είναι ο τραυματισμός, η μεταφορά και ο θάνατος του Δάσκαλου. Η διάρκειά του δώδεκα λεπτά ( χρόνος υπερβολικός). Το δεύτερο επεισόδιο η ιστορία του Ταχυδρόμου και του Χαμένου Δέματος. Δύο-τρία λεπτά ο Ταχυδρόμος ψάχνει το χιονισμένο δάσος, έπειτα νυχτώνει και ανάβει φωτιά ( μονόλογος). Την άλλη μέρα φτάνει στον προορισμό του, μοιράζει τα γράμματα, μα προπάντων προσπαθεί να μαντέψει ποιού φαντάρου απώλεσε το δέμα. Όλο το επεισόδιο κράτησε δεκατέσσερα λεπτά. Αμέσως μετά αρχίζει το τρίτο επεισόδιο: η Επίθεση. Διαρκεί δέκα πέντε λεπτά και απαρτίζεται από την Επιθεώρηση στο Δάσος, το τράβηγμα των Ξιφολογχών, την Έφοδο και το Τραγικό Δέσιμο των Κορδονιών ( κλάμα πικρό). Η Υποχώρηση το τέταρτο και τελευταίο επεισόδιο.
Ένας Φαντάρος στον Δρόμο, η Αυτοκτονία του Φαντάρου, η Συνάντηση δυό Αδελφών, ο Βουβός Βομβαρδισμός, ο Σκοτωμός στο Ποτάμι, η επική Υποχώρηση με τις σάλπιγγες του Αργύρη Κουνάδη, μία Γριά μοιράζει ψωμάκι ( αχ, μπάμπω μου), η Δασκάλα, το πέρασμα των Γερμανών ( φρικτό όνειρο), το Φορτηγό Αυτοκίνητο ( γειά σου δασκάλα), στο Χωρίο ( οι γριές θρηνούν, σκηνή με τον γέροντα, φαΐ και ύπνος), το Σταυροδρόμι ( δεν θα ξανανταμώσουμε ποτέ πιά), η Επιστροφή. Το σύνολο της Υποχωρήσεως βάσταξε σαράντα τέσσερα ολόκληρα λεπτά.
Ο μύθος του Ουρανού έχει τον δικό του χρόνο. Στο πρώτο μέρος υπαινιγμοί των τριών ημερών ( φευγαλέα βραδιάσματα, υποστολές σημαίας). Στο δεύτερο μέρος ο χρόνος διευρύνεται. Ο Τραυματισμός καλύπτει μίαν ημέρα. Ο Ταχυδρόμος ξεκινάει απόγευμα και φτάνει πρωί.
Η Επίθεση γίνεται την αυγή ( πάντα την αυγή οι στρατηγοί δολοφονούν τους φαντάρους). Η Υποχώρηση είναι διήγηση πολλών ανθρώπων και ημερών. Ο χρόνος του Ουρανού δεν είναι μπερδεμένος, συνθηματικός, συμβολικός. Οι χρονικές παραπομπές ελάχιστες.
Μία οπτική ( το φιλί ενώ πεθαίνει ο Γιάγκος), δυό ακουστικές ( η ανάγνωση της επιστολής στην εκκλησία και η άλλη ανάγνωση επιστολής ενώ προβάλλονται σπίτια χωριού). Εκτός από τον κινηματογραφικό χρόνο του Ουρανού και τον πραγματικό χρόνο του μύθου του υπάρχουν κι’ άλλοι χρόνοι. Ο χρόνος που διανύουμε – το απολύτως συγκεκριμένο και καταθλιπτικό 1963. Ο χρόνος που διανύσαμε – η πυκνή εικοσαετία από το 1941. Όλοι οι χρόνοι είναι τυραννικοί. Ο ουρανός δεν είναι χρόνος. Μία φούγκα χρόνων ο Ουρανός.
ΣΥΝΟΛΟ ΑΝΘΡΩΠΩΝ
Μπορεί οι ήρωες του Ουρανού να πέθαναν. Ή και να σώθηκαν. Εμείς πάντως ξεφύγαμε. Δηλαδή επιζήσαμε ως σακάτηδες. Ο Ουρανός δεν είναι μόνο ένα σύνολο τόπων και στιγμών. Είναι κυρίως ένα σύνολο ανθρώπων, στρατευθέντων ανθρώπων.
Προφανής κίνδυνος κακής φιλολογίας και αισθηματικών ξεσπασμάτων. Παρά ταύτα ο Ουρανός μένει μία ανάληψη. Τα πρόσωπα του Ουρανού δεν αποτελούν προκαθορισμένες ομάδες, αλλά συμπλέκονται όπως στην ολοζώντανη ζωή. Τα πρόσωπα του Τάκη Κανελόπουλουδεν είναι σχηματικά, πλαστά,επιτηδευμένα, κομένα, ξεχωριστά, σιωπηλά, η φλύαρα, ωραία, νέα, άσχημα, απόκοσμα, ηρωικά, κουρασμένα – απλώς είναι έλληνες, τα πολυαγαπημένα αδέλφια μας με τα όμορφα καστανά μάτια.
Ο Λαός σχετίζεται με τον Στρατό, ο Στρατός απορρέει εκ του Λαού, ο Λαός φοβάται τον Πόλεμο, ο Πόλεμος θερίζει τον Στρατό, ο Λαός θρηνεί, ο Τάκης Κανελόπουλος ταυτίζεται με τον Λαό, ο Στρατός είναι απορριπτέο σχήμα, ο Λαός δεν έχει την ευκαιρία να μετανιώσει για τον Πόλεμο γιατί δεν του τη δίνουν, ο Γιώργος Κιτσόπουλος υπήρξε στον Πόλεμο, όλοι μας είμαστε άνθρωποι του Λαού και υπήρξαμε στον Πόλεμο. Στον Ουρανό δεν έχουν θέση οι αξιωματικοί, ο δε εχθρός είναι αδιάφορος και ασφαλώς εξ ίσου δυστυχής.
ΤΟ ΣΚΗΝΙΚΟ
Ο Τάκης Κανελόπουλος δεν δραματοποιεί με τα αποτελέσματα των γεγονότων αλλά με τα ίδια τα γεγονότα. Τα συμβάντα του Ουρανού μίας αυατηρής εποχής. Νοούνται τα επακολουθήσαντα. Το σκηνικό του Ουρανού αποτελεί την παλινδρόμηση: Ήπειρος – Αλβανία – Ήπειρος. Ο χώρος και το έτος γνωστά τοις πάσι. Η ιστορία του σύντομου πολέμου ( με το σχετικό μέγεθος) επίσης.
Ο Τάκης Κανελόπουλος δεν είναι επικαρπωτής του ονομαζομένου έπους της Αλβανίας, γιατί ο Ουρανός κατέστη αντίτιμο. Ούτε ωφέλιμος, ούτε εξαιρετικά φρικτός, η άδικος ήταν ο πόλεμος του 1940-41, ούτε ο Ουρανός είναι τοιχογραφία του. Το άτομο και η ομάδα εν πολέμω συνθέτουν καταρράχτη. Η Κατοχή με την πείνα και την Αντίσταση, οι συντάξεις και τα αμαξάκια των αναπήρων, κάλυψαν το αίσχος και το έπος του πολέμου της Αλβανίας. Ο Ουρανός ταινία χωρίς αποχετευτικό σύστημα, δεν ζητάει την εγκρισή μας, προσβάλλει τα παραδεκτά, μειώνει ( ενίοτε μουντζώνει) τους γνήσιους μικροαστούς, δεν ομιλεί ευμενώς περί της υποχρεωτικής εισφοράς αίματος, αφήνει ακάλυπτους τον σκηνοθέτη και τον σεναριογράφο στην απορία, οργή, αδιαφορία των ημιμαθών η ψευτοευαίσθητων.
ΤΑΚΗΣ ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Όλοι νόμιζαν τον Ουρανό ξίφος, μα ο Τάκης Κανελόπουλος έγραψε μίαν ερωτική επιστολή για όλα όσα τελείωσαν χωρίς ελπίδα πιά. Ο Τάκης Κανελόπουλος είναι πληγωμένος όσο κι’ ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο ποιητής των πληγωμένων. Λιγώτερο απογοητευμένος η δυσοίωνος απ’ αυτόν και περισσότερο εμπαθής. Ο Τάκης Κανελόπουλος πλησιάζει αυτούς που αγαπάει (με δύσκολη αλλά όχι ερμητική διάθεση) σαν ένας άνθρωπος που γλύτωσε από το λιμό. Κοιτάει κατάματα, επισκέπτεται τους φίλους του, ξέρει πολλούς που σώθηκαν, γνωρίζει πως τα πάντα βασανίζουν στη ζωή, θυμάται άριστα για λογαριασμό των άλλων. Όμως το παρελθόν δεν αγοράζεται, δεν μπορεί πιά να αγοραστεί.
Ο Τάκης Κανελόπουλος δεν έχει προσωπικά αισθήματα, έρπει υπό καταιγισμόν προσωπικών αναμνήσεων συγκρατημένος από ένα σενάριο σχάρα με σβησμένους διαλόγους μείζονος σημασίας. Ο Τάκης Κανελόπουλος είναι ο αγαπημένος φίλος που ξέρει το μαράζι του χωριού, που μιλάει δίχως ασάφειες για ατιμώρητα σφάλματα. Ο σπαρτιάτης Τάκης Κανελόπουλος μας βλέπει στα χέρια, στα μάτια, σ’ ολόκληρο το πρόσωπο και μας αρπάζει την ψυχή. Άραγε ένοιωσε πόσο τον αγαπούν;
ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΛΙΘΟΙ
Ροδόχροοι χαλαζίες, ιάσπιδες, οπάλιοι αρλεκίνοι, σεληνόλιθοι και χρυσόλιθοι, αιλακρόφθαλμοι σαν κάστανα, διαφανείς αδάμαντες, πυροπάλιοι, σειρά πολυτίμων λίθων αποτελούντων καρδιάς θησαυρό, χάρισμα ευγενές δοσμένο μόνο για ένα χαμόγελο. Κι’ακόμη μαργαριτάρια, πράσινα σμαράγδια, αμέθυστοι, κυανοί βήρυλλοι, χαλκηδόνιοι κι’ άλλα πιο παρακατιανά πετράδια, δώρο για ένα βλέμμα ( οίκτου έστω). Οι ήρωες του Ουρανού δεν είναι ήρωες του δεδομένου πολέμου. Ο πόλεμος του 1940-41 δεν είχε ήρωες, ποτέ δεν βρέθηκε από τότε ( και χάθηκε για πάντα) η κατάλληλη προοπτική. Μετά την υποχώρηση έκαστος εκάστω. Ο Ουρανός παραπομπή νοσταλγίας. Ο Τάκης Κανελόπουλος δεν αντιγράφει. Η διά παραβολών διήγηση ξένη στην ιδιοσυγκρασία του.
Ο Ουρανός διανοείται σε παραγράφους παρουσιάζοντας τα επουσιώδη σαν σφυροκοπήματα. Συνταρακτικές σκηνές του Ουρανού είναι βουβές ( ψάξιμο Ταχυδρόμου, δέσιμο κορδονιών, επιθεώρηση πριν την επίθεση, υποχώρηση με σάλπιγγες). Πρόσωπα φωτογραφίζονται σε γκρο-πλαν κυρίως κάτω δεξιά. Το άλσος που ο Λοχίας προετοιμάζει τους στρατιώτες ( και τον εαυτό του) για την έφοδο ( και τον θάνατο) κήπος της Γεθσημανή. Το πτώμα του Λοχία ( μάνα μου με σκοτώσανε) ύπνος αδιατάρακτος και ζηλευτός. Η μουσική μικρό ποσοστό της χρονικής διάρκειας του έργου καλύπτει, συχνά επανέρχεται, πάντα είναι αυτό που ταιριάζει. Οι ήρωες του Ουρανού, απαρηγόρητοι από την έλλειψη των προσφιλών και του σπιτιού, αναμένουν σαν άνθρωποι χωρίς καμιά ιδιαίτερη ιδεολογία το κοντινότερο τέρμα. Οι άνθρωποι του Ουρανού πολύτιμοι λίθοι. Πολύτιμοι λίθοι και οι φωτογραφίες του Ουρανού.
Καί στον Ουρανό, συν τοις άλλοις, ο Τάκης Κανελόπουλος αποδεικνύεται γνώστης της υπαίθρου, του ελληνικού προσώπου, της λαικής μουσικής. Ακόμη ξεφεύγει με ευστροφία τα φτηνά εφφέ του μοντάζ, ομιλεί ευκρινώς την ελληνική, μάχεται την ηθογραφία, γνωρίζει πως περπατούν στο χιόνι, πως υπομένουν το κρύο, πόσο επιβάλλεται η φύση, τι σημαίνει σιγή, ποτάμι, άνοιξη. Το περιδοτό, ο αιματίτης, το ζιρκάνι, ο γρανάτης το χρυσοπράσινο κι’ ο αλεξανδρίτης, πολύτιμοι λίθοι με λάμψη η θαμποί, πολύεδροι η κυρτοί, χρυσίζοντες με ραβδώσεις, φλέβες, βούλες, με κάποιαν αξίαν και χρησιμότητα, με επίσημα, επιστημονικά η λαικά ονόματα. Όμως ελάχιστοι ξέρουν την ύπαρξή τους.
ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΩΣ
Συγκινητικές ταινίες και εξαίσια ποιήματα, πλάσματα με φτερούγες. Νεκροψία κάθε κριτική. Οι λέξεις της εκάστοτε ειδικής ορολογίας σιχαμερά εργαλεία, που δικαίως βρίσκονται στα λεξικά. Κανείς δε θέλει μπαλσαμωμένα ποιήματα. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Γιώργος Ιωάννου με ξεκρέμαστα λόγια ακολούθησαν μία γενική υποχώρηση. Οι ηθικές αξίες από εικοσαετίες φυλαγμένες στα συρτάρια.
Αξιοπρέπεια διά της μονώσεως. Εγκλήματα δεν συντελούνται πλέον, η μορφή του στραπατσαρίσματος είναι ανεκτή, έπαψε ο πανικός, κανείς δεν μοιριολογά. Η γνήσια νύχτα πείθει. Ξαναγυρίζουν τα φοβερά οράματα, που εκ των υστέρων αγαπούμε γιατί εκεί δέσαμε τα νιάτα μας. Εκείνοι όλοι σκοτώθηκαν με πυροβολισμό εξ επαφής. Κάποτε ήταν αλλιώς. Τώρα πιο πολύ μυρίζει προδοσία, εγκατάλειψη. Σιγά σιγά οι εναπομείνατες επείσθησαν πως πρέπει να σιωπήσουν. Καί μέσα στους ελάχιστους αγνούς ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο Γιώργος Ιωάννου και ο νεώτερος Τάκης Κανελόπουλος ( εκ τύχης συμπατριώτες και περίπου ομόφρονες) κατέδειξαν πόσο λίγο απελπίστηκαν. Μόνη, δίκην αντιφάσεως, διέξοδος ο έρως ( όλα μπορείς να τα σωπάσεις, όμως ποτέ τον έρωτα), κατά την σχετική παράδοση των ρεμπέτικων τραγουδιών.
Δήθεν παρεμπιπτόντως επαναφέρουν στο προσκήνιο κάποιους αλησμόνητους ( που ο θάνατός τους ακόμα μας ραντίζει) με λόγια σαν χρησμούς – καταληπτά ωστόσο. Σαν δούλοι του ανύπαρκτου θεού διαβιούν υπό συνεχή απειλήν κι’ έτσι το σαστισμένο φρόνημα ρέπει στο μνημόσυνο. Γιατί όταν όλοι λουφάζουν, μόνο ανόητοι τραγουδούν. Μάνα προώρως γερασμένων ποιητών κάθε ήττα και αντεπανάσταση. Οριστικές οι πληγές του παρελθόντος. Γι’ αυτές τις πληγές οι δροσεροί μενεξέδες. Δέηση υπέρ των εβραίων που χάθηκαν, υπέρ των νέων που τουφεκίστηκαν στον κολοφώνα της δυνάμεως των, υπέρ των κατεδαφιζομένων τουρκόσπιτων και των παλιών ηθών, εθίμων, γνωριμιών και συνοικιών.
Αλλά κατά βάθος μάλλον ελπίζουν ότι αυτό το απόστημα θα σπάσει σαν τον ήλιο.
[κείμενο του Ηλία Πετρόπουλου, δημοσιευμένο στο περιοδικό Διάλογος το 1963, με αφορμή την ταινία του Τάκη Κανελόπουλου“Ουρανός”]