του Μανούσου Μανουσάκη
(το σημείωμα του συγγραφέα)
ouzeri-tsitsanis.jpg

    Η εποχή της Γερμανοβουλγαρικής Κατοχής στην Θεσσαλονίκη (Απρ.1941- Οκτ. 1944) έχει τις διαστάσεις μιας τεράστιας οδύνης, ταπείνωσης, εγκαρτέρησης και αντίστασης, αλλά και την μεγάλη πληγή του αφανισμού της Εβραϊκής κοινότητας σε ποσοστό 98%, κάτι που δεν συνέβη σε άλλες πόλεις, τουλάχιστον σε τέτοιο μέγεθος.
    Το βιβλίο ιχνηλατεί μυθιστορηματικά, αποσπασματικά, και όχι ως ευθύγραμμη βιογραφία, την ζωή του πιο σημαντικού λαϊκού συνθέτη, του Βασίλη Τσιτσάνη, μέσα σε αυτή την συνθήκη της πόλης (και της χώρας), την αγωνία της επιβίωσης, το άγχος της δημιουργίας, μέσα στην ζοφερή συγκυρία, αλλά και τα διλήμματά του: η πατρίδα, η οικογένεια, η τιμή, ο έρωτας, η φιλία, η αντίσταση, οι κώδικες της αλληλεγγύης, η αλλοίωση που υφίσταται περνώντας μέσα από τις Συμπληγάδες, η καρτερία, η αυτο-πραγμάτωση, η εξέγερση. Δρώντας καταρχήν ως ευαίσθητος καταγραφέας και συνείδηση του περίγυρου, κάτι που αντανακλάται στα τραγούδια του, στο τέλος, υπό την πίεση και το αφόρητο των γεγονότων, οδηγείται σε όλο και βαθύτερη συνειδητοποίηση, αλληλεγγύη, και τελικά σε συμβολικά ένοπλη έγερση.
    Η ταινία που έχω την τιμή να σκηνοθετεί ο Μανούσος Μανουσάκης, εμπνεόμενος από το βιβλίο, έχει δύο κυρίως άξονες, χωρίς να παραβλέπει τις εξίσου λοιπές παραμέτρους: την δύσκολη, δραματική ζωή και έγνοια του Τσιτσάνη να επιβιώσει αφενός, να δημιουργήσει αφετέρου, απαντώντας ταυτόχρονα στα πολλαπλά διλήμματα που αναφέρω πριν, κυρίως, όμως και σε σχέση με το μείζον γεγονός της επονείδιστης διαδικασίας συντριβής και τελικής εξόντωσης των Εβραίων της πόλης, από τους Γερμανούς. Οι σχέσεις του με τους άλλους ήρωες της αφήγησης, αναδεικνύουν ανάγλυφα μιαν ολόκληρη, αβάσταχτη εποχή, κυρίως μέσα από τα βάσανα του αγνού αλλά και θανάσιμου έρωτα μιας Εβραίας με έναν Χριστιανό, που συμμετέχει στην αντίσταση, αλλά και βέβαια τις αφορμές και τις ωδίνες του τοκετού ενός ολόκληρου καλλιτεχνικού έργου του συνθέτη, των τραγουδιών της Κατοχής, που και κατά ομολογία του ίδιου του Τσιτσάνη, είναι τα καλύτερα που έγραψε, ζώντας καθημερινά στα όρια, δημιουργώντας μεταξύ ζωής, απόγνωσης, θανάτου και ελπίδας.

    Γιώργος Σκαμπαρδώνης