του Τάσου Μπουλμέτη
(οι δηλώσεις των συντελεστών)
Τάσος Μπουλμέτης, σκηνοθέτης
Είναι μια ταινία που παρακολουθεί την ενηλικίωση ενός παιδιού - η ιστορία ξεκινάει στα μέσα του ΄60, συνεχίζει σε όλη τη δεκαετία του ΄70 και τελειώνει το ΄81. Είναι ένας δημιουργικός νέος που αντιμετωπίζει προβλήματα με τα πρώτα σκιρτήματα της ερωτικής του ζωής και παρακολουθούμε τον τρόπο που προσπαθεί να τα διαχειριστεί στον κοινωνικό του περίγυρο, στην οικογένειά του και στο περιβάλλον του.
Γιάννης Νιάρρος, ηθοποιός
Ο Σταύρος καμία διαφορά δεν έχει από έναν έφηβο του σήμερα. Όσο και να επηρεάζεται από τα πολιτικά δρώμενα…τότε ήταν άλλα, αλλά πάλι υπήρχε αστάθεια όπως υπάρχει και τώρα. Πάλι ο κάθε έφηβος πρέπει να βρει τον ρόλο του.
(...) Το 50% αυτής της δυσκολίας να υποδυθώ έναν χαρακτήρα άλλης εποχής εξαλείφθηκε χάρη στους καλούς συνεργάτες, στο ενδυματολογικό και στο μακιγιάζ. Βάζοντας το τακούνι και το παντελόνι καμπάνα της εποχής, αλλάζει το περπάτημα μου ή κοιτάζοντας του ανθρώπους με κομμώσεις, που σήμερα θα ήταν μέχρι και αστείες, μπαίνω σε ένα κλίμα. Ο χαρακτήρας βιώνει τα ίδια πράγματα που βίωσα κι εγώ δύο χρόνια πριν, στα 18-19 μου. Προσπαθεί να δει τι ρόλο θα παίζει στην κοινωνία, προσπαθεί να βρει τι θα είναι αυτό που θα κάνει την υπόλοιπη του ζωή, με ποιους να πάει, να δημιουργήσει μόνος του μια ιστορία, να μην πάρει την πεπατημένη. Είναι ζητήματα που κι εμένα με αφορούν, οπότε είναι μια αναγωγή».
Ευανθία Ρεμπούτσικα, μουσικός
Ο Νοτιάς ήταν μια απαιτητική ταινία γιατί είχα να διαχειριστώ μουσικά τρεις δεκαετίες και έπρεπε να κάνω κι εγώ αυτό το ταξίδι. Ο Τάσος είχε εξ αρχής στο μυαλό του ότι ήθελε ένα αργεντίνικο tango που δένει τον γιο με τη μητέρα, καθώς και ένα λαϊκό κομμάτι με μπουζούκι. Ήθελε επίσης ένα μουσικό θέμα για τη μεταπολίτευση. Υπάρχει κι ένα ερωτικό θέμα που συνοδεύει τις ερωτικές σκηνές της ταινίας και ένα πιο επικό. Όσο έγραφα τη μουσική για τον Νοτιά, ήμουν πολύ μέσα σε αυτόν τον κόσμο. Από την άλλη, λειτουργώ αυθόρμητα, κι ας μαγειρεύεται κάτι μέσα μου για καιρό. Όταν διαβάζω ένα σενάριο, νιώθω αυτόματα ότι θα μπορούσα να έχω κι εγώ έναν ρόλο μέσα στην ταινία, γίνομαι αμέσως κομμάτι της ιστορίας. Έτσι, αρχίζω να αντλώ πράγματα και ξεκινάει ένα μουσικό τραγούδισμα μέσα στο κεφάλι μου που μετά γίνεται νότες. Έμπνευση μπορώ να πάρω από πολλά πράγματα, από την ίδια την ταινία, αλλά και από βιώματα μου. Υπάρχει για παράδειγμα μια σκηνή στον Νοτιά που διαδραματίζεται στον κινηματογράφο Ρεξ, όπου μεγάλωσα, κι αυτό έπαιξε πολύ σημαντικό ρόλο στη σύνθεση. Πολλές σκηνές του Νοτιά είναι σαν να της έχω ζήσει, όπως ας πούμε οι σκηνές της μεταπολίτευσης, είναι κάτι που έχω ζήσει στην εφηβεία μου. Αυτό με φορτίζει και το αποτυπώνω στη μουσική μου. Η μουσική για μένα είναι ψυχοθεραπεία, το ίδιο και το σινεμά. Και τα δύο με γιατρεύουν και με απελευθερώνουν. Η σύνθεση μουσικής για μια ταινία γίνεται σαν παιχνίδι με τον εαυτό που γεμίζει, αλλά και αδειάζει μέσα στον κόσμο της ιστορίας. Στις ακροάσεις που έκανα αργότερα σε φίλους με τις μελωδίες του Νοτιά, άρχισα να αποστασιοποιούμαι και να καταλαβαίνω τι ακριβώς έχω γράψει. Ήταν σαν γέννα, και τώρα το παιδί μεγάλωσε και φεύγει, βγαίνει στον κόσμο.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)