του Κωνσταντίνου Γιάνναρη
(η κριτική του Θόδωρου Σούμα)
Η τελευταία ταινία του Γιάνναρη, Το ξύπνημα της άνοιξης (2015), εξιστορεί υπό τη μορφή της παράλληλης δράσης, την πορεία μιας συμμορίας νέων που κάνει ένοπλες ληστείες. Η αφήγηση περιγράφει τις ανακρίσεις των νεαρών από την αστυνομία, μετά τη σύλληψή τους, ενώ οι γονείς τους περιμένουν στην αίθουσα αναμονής, και παράλληλα, με απανωτά φλας-μπακ, τη γνωριμία και τις πρώτες συναντήσεις των μελών της συμμορίας και την κατοπινή, βίαιη κι αιματοβαμμένη διαδρομή τους, μέχρι την τελική ληστεία μετά φόνων.
Η συμμορία αποτελείται από ορισμένα παιδιά του λυκείου της Γκράβας, κάποιους νέους αλβανικής καταγωγής και ένα ερωτευμένο ζευγάρι. Σε αυτούς προστίθεται ένας ευαίσθητος νεαρός με αναρχικές πολιτικές ανησυχίες και ομοφυλοφιλικές τάσεις, που δεν χωρά μεσ'στο πετσί του. Στην αρχή κάνουν μικρότερες ληστείες, μετά οδηγούνται, λόγω της “κακής στιγμής”, στο φόνο ενός αστυνομικού και κατόπιν μπλέκονται στην ένοπλη ληστεία μιας απομονωμένης βίλας, κατοικημένης από πλούσιους και “μισητούς” Γερμανούς... Η απόληξη είναι νομοτελειακά η σύλληψή τους.
Ο Γιάνναρης λίγο λίγο, μέσα από λεπτομέρειες, συμπληρώνει το παζλ των χαρακτηριστικών των νεαρών ηρώων του. Πρόκειται κυρίως για νέους που ψάχνονται και παραπαίουν, που έχουν χάσει το βηματισμό τους, συνήθως από μισοδιαλυμένες οικογένειες, επιβαρυμένοι από ψυχολογικά ή οικογενειακά προβλήματα. Νεαροί που επέλεξαν την οδό της βίαιης αναζήτησης του χρήματος, της χειραφέτησης και της προσωπικής εξέγερσης, ορισμένοι από αυτούς αισθανόμενοι ξένοι στη σημερινή ελληνική κοινωνία, αλβανικής καταγωγής, οι οποίοι οδηγούνται σε κλοπές και άλλα ποινικά αδικήματα, άλλοι που υιοθετούν μια αντεξουσιαστική συμπεριφορά και πολιτική στάση, που επιδιώκουν να ζήσουν μέσα από το έντονο σεξ ή να ξεφύγουν παίρνοντας ναρκωτικά κι επιλέγοντας παραβατικές συμπεριφορές. Το κοινωνικό περιβάλλον των νεαρών είναι μικροαστικό ή φτωχό και λαϊκό ειδικά για τα παιδιά των μεταναστών.
Ο Γιάνναρης περιγράφει τα πρόσωπά του, θα λέγαμε, με μια ουδετερότητα, χωρίς να δίνει δίκιο σε κάποιον, χωρίς να παίρνει το μέρος κανενός. Βέβαια ενδιαφέρεται για τους νέους, τις πράξεις, τις δοκιμασίες, τα παθήματα και τις περιπέτειές τους, μα δεν ταυτίζεται μαζί τους. Ακόμη λιγότερο ταυτίζεται με τους ενήλικες και την κοινωνία τους, την οποία αντιμετωπίζει επικριτικά. Περιγράφει από κάποια απόσταση, με κάποια ψυχρότητα τους νεαρούς ήρωες και την πορεία τους, σαν ανατόμος και εντομολόγος. Έτσι έκανε στα περισσότερα φιλμ του, ακόμη και στο πρώτο του ελληνικό -πολύ πετυχημένο κι εκφραστικό- φιλμ Από την άκρη της πόλης (1998), το οποίο είχε παρόμοιους ήρωες, παιδιά μεταναστών που έρεπαν προς την παραβατικότητα και το έγκλημα. Εξαίρεση απετέλεσε ο Δεκαπενταύγουστος (2001), ταινία πιο συναισθηματική από τις υπόλοιπες. Ο Έλληνας σκηνοθέτης στο Ξύπνημα της άνοιξης δεν υιοθετεί τη συναισθηματική μέθεξη στη μυθοπλασία του, δεν υιοθετεί τη συναισθηματική συνταύτιση, τη συγκίνηση και το συναίσθημα. Παρακολουθεί τα τεκταινόμενα και τις δραστηριότητες των νεαρών κριτικά, από απόσταση, μάλλον παγερά. Χρησιμοποιεί ακόμη και ινσταντανέ φωτογραφιών παγώνοντας τα δρώμενα. Γι' αυτό και τελικά δεν επέρχεται καμιά λύτρωση.
Η κριτική ματιά ήταν από παλιά διακριτικό γνώρισμα του σκηνοθέτη. Εδώ περιγράφει, διακριτικά, τον κοινωνικό περίγυρο, δίνει το κοινωνικό και πολιτικό στίγμα και πλαίσιο των δρώμενων. Τα αντιλαμβανόμαστε εκόμη και από τα πάμπολλα, νεανικά, πολιτικά συνθήματα στους τοίχους ενάντια στην εξουσία και στην καταπίεση. Η άποψή του όμως, αν και εκφράζει εμφανέστατα αντιπάθεια προς το σύστημα, δεν εντάσσεται σε καμιά (αριστερή) πολιτική ορθότητα. Για παράδειγμα η σύνδεση των ποινικών με τους αντιεξουσιστές που μας παρουσιάζει, δεν είναι αρεστή σε μια αντίληψη αριστερής πολιτικής ορθότητας.
Ο Γιάνναρης παραμένει και σ'αυτή την ταινία του, μαιτρ του ντεκουπάζ, της πλανοθεσίας, της σκηνοθετικής δεξιοτεχνίας και του μοντάζ (του μοντέρ Μαυροψαρίδη). Το Ξύπνημα της άνοιξης είναι ταινία πολύ και προσεκτικά ντεκουπαρισμένη σε πλάνα και μονταρισμένη. Κάποιοι κριτικάρουν π.χ. το Ξύπνημα της άνοιξης ή τον Όμηρο (2005) για υπερβολική δεξιοτεχνία που καθιστά τα φιλμ κάπως στεγνά, χωρίς γνήσια συγκίνηση και συναίσθημα. Ο Γιάνναρης γνωρίζει πολύ καλά την κινηματογραφική γλώσσα και τα μέσα της, το ντεκουπάζ και το πλανάρισμα, είναι ένας βιρτουόζος και ο κινηματογράφος που φτιάχνει δεν θα μπορούσε να αποποιηθεί αυτές τις ικανότητές του.