Η ταινία, μια συμπαραγωγή του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και του Απόστολου Δοξιάδη, προβλήθηκε για πρώτη φορά στο 24ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου στις αρχές Οκτωβρίου του 1983 και προκάλεσε αρκετές συζητήσεις τότε, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούσαν σε ζητήματα ιδεολογικά (που ήταν στο φόρτε τους ακόμα εκείνη την εποχή –της μεταπολίτευσης) παρά αισθητικά.
Κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ο Κώστας Καβαδίας, Υπουργός Βιομηχανικής Ανάπτυξης, πρώην αντιστασιακός κατά της χούντας που τον είχαν συλλάβει το 1968 όταν ήταν φοιτητής και τον είχαν φυλακίσει. Το άμεσο πρόβλημα που αντιμετωπίζει ως υπουργός, καθώς αναμένονται εκλογές, είναι η κατάληψη ενός κρατικού εργοστασίου χημικών στην εκλογική του περιφέρεια, όπου παρατηρήθηκε επικίνδυνη διαρροή τοξικών ουσιών η οποία προκάλεσε μαζική κινητοποίηση των ντόπιων με αίτημα το κλείσιμο του εργοστασίου. Ο Φραγκόπουλος, παλιός του φίλος και συναγωνιστής και τώρα δεξί του χέρι ως διευθυντής του πολιτικού του γραφείου, αναλαμβάνει με τη βοήθεια ενός κομματικού στελέχους που κάνει τις «βρώμικες δουλειές» να πάρει –«με το καλό ή με το κακό»- την πλειοψηφία της επιτροπής αγώνα των καταληψιών (τουλάχιστον τους 4 στους 3) για να λήξει η κατάληψη στο εργοστάσιο. Επικεφαλής της κινητοποίησης είναι ο γιατρός Μιχάλης Λιάσκος, επίσης παλιός φίλος και συναγωνιστής του υπουργού τον οποίον αυτός έχει διορίσει διευθυντή του εκεί νοσοκομείου.
Ξαφνικά όμως προκύπτει κι ένα προσωπικό πρόβλημα για τον Κώστα Καβαδία, όταν τον ειδοποιούν αργά τη νύχτα ότι η γυναίκα του, η Ειρήνη, έχει μεταφερθεί στα επείγοντα περιστατικά ενός νοσοκομείου της Αθήνας μετά από απόπειρα αυτοκτονίας. Την επισκέπτεται, αλλά ακόμα κι όταν αυτή συνέρχεται δεν δέχεται να εξηγήσει γιατί το έκανε. Τα πράγματα περιπλέκονται όταν ο Καβαδίας πληροφορείται από τον Φραγκόπουλο ότι τη γυναίκα του την ανακάλυψε αιμόφυρτη στο διαμέρισμά τους και ειδοποίησε το ασθενοφόρο ένας αστυνομικός της Ειδικής («αντιτρομοκρατικής») Υπηρεσίας, όταν παρακολουθώντας έναν ύποπτο (ως μέλος εξτρεμιστικής οργάνωσης) τον είδε να μπαίνει στην πολυκατοικία τους, είδε στα κουδούνια το όνομα του υπουργού, ανησύχησε και μπήκε στο διαμέρισμά τους να δει τι συμβαίνει. Το άτομο που παρακολουθούσε ο αστυνομικός ήταν ο Χρήστος Ιωάννου, παλιός φίλος και συναγωνιστής κι αυτός του Καβαδία, της Ειρήνης (που κάποτε είχε φυλακιστεί για λίγο κι αυτή) και των υπολοίπων από τα χρόνια της δικτατορίας, που εδώ και χρόνια είχε χαθεί. Η Ειρήνη το σκάει από το νοσοκομείο και στα χέρια του Καβαδίΰ φτάνουν κάποιες φωτογραφίες παρακολούθησης που τράβηξε η Ειδική Υπηρεσία και δείχνουν τη γυναίκα του να συναντιέται συνωμοτικά με τον Χρήστο Ιωάννου και στα χέρια κάποιου άλλου, που είναι μαζί με τον Ιωάννου, να βρίσκεται ένας κίτρινος φάκελος με σχεδιαγράμματα της μολυσμένης περιοχής γύρω από το εργοστάσιο που είχε χάσει ο υπουργός (προφανώς του τον πήρε η γυναίκα του η Ειρήνη).
Ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης καλεί για δείπνο τον Καβαδία στη βίλα του (που, μερικοί το 1983 που πρωτοπροβλήθηκε η ταινία θεώρησαν πως παρέπεμπε στο γνωστό Καστρί του πρωθυπουργού Ανδρέα Παπανδρέου), δείχνει ενήμερος για όλα όσα έχουν συμβεί και τον ρωτά τι συνέβη με την γυναίκα του. Ο Καβαδίας του λέει ότι εδώ και καιρό δεν ήταν καλά, περιφρονούσε ό, τι έκανε ο ίδιος (προφανώς ως συμβιβασμό σε σχέση με το αγωνιστικό τους παρελθόν) και του είχε πει ότι «νοσταλγούσε τα χρόνια της δικτατορίας, τότε που ξέραμε τι ήταν κακό και τι ήταν καλό». Ο Πρόεδρος του λέει ότι αν έχει σκοπό να χωρίσει από αυτή τη γυναίκα μπορεί να παραμείνει μαζί τους και του δίνει εντολή να πάει ο ίδιος στο εργοστάσιο την άλλη μέρα και να κλείσει την υπόθεση της κατάληψης, διότι το πολιτικό κόστος είναι τεράστιο, έρχονται και εκλογές, και αν μαθευτεί τι έγινε με το χαμένο φάκελο και με ποιους έχει πάει η γυναίκα του, τα πράγματα θα γίνουν ακόμα χειρότερα (δηλαδή δεν επιτρέπονται επ’ ουδενί δισταγμοί και καθυστερήσεις).
Ο Καβαδίας μεταβαίνει την επόμενη μέρα στο εργοστάσιο και η επιτυχία των ανθρώπων του (για τις «βρώμικες δουλειές») στην έκβαση της υπόθεσης είναι απόλυτα επιτυχής: η επταμελής επιτροπή αποφασίζει παμψηφεί τη λήξη των κινητοποιήσεων «για το καλό της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής». Μόνο που ο παλιός του φίλος, ο γιατρός Μιχάλης Λιάσκος (ακέραιος ιδεολόγος, που θυμίζει τον γιατρό στον «Εχθρό του λαού» του Ίψεν), έχοντας χάσει τη μάχη σε πολιτικάντικο επίπεδο, του ζητά να του δώσει, σαν φίλος, μια προθεσμία λίγων ημερών να ερευνήσει την έκταση της μόλυνσης στην περιοχή. Και ο Καβαδίας, που δεν μπορεί πια να παριστάνει πως «δεν έχει ιδέα», αναλαμβάνει να του δώσει την τελευταία αυτή ευκαιρία, παρακούοντας ακόμα και τον Πρόεδρο. Αλλά τα πράγματα από εδώ και πέρα δεν θα εξελιχθούν ομαλά, καθώς κάποιοι δεν θα επιτρέψουν στον Λιάσκο να ολοκληρώσει τις έρευνές του και θα βρεθεί νεκρός στο σημείο διαρροής του αγωγού, ένοχοι θα κηρυχτούν από την αστυνομία η καταζητούμενη ομάδα του Ιωάννου με την Ειρήνη που βρίσκονται στην περιοχή και οποίοι θα παγιδευτούν κάπου στον αγωγό απειλώντας να τον ανατινάξουν.
Τελικά η αστυνομία θα επέμβει εναντίον τους με σκοπό να τους εξοντώσει, ο Καβαδίας θα παρέμβει την τελευταία στιγμή για να τους σώσει, ο αγωγός θα ανατιναχτεί (αφού προηγουμένως έχει ασφαλιστεί από το εργοστάσιο κάθε διαρροή), ο Ιωάννου θα πέσει νεκρός, η Ειρήνη κι ένας νεαρός θα διαφύγουν, ο Καβαδίας θα εκπέσει του αξιώματός του και θα βρεθεί καταζητούμενος.
Λίγες μέρες αργότερα η κυβέρνηση, επικαλούμενη την ανατίναξη του αγωγού, ανακοινώνει έκτακτα μέτρα αστυνομικής έρευνας για την πάταξη της τρομοκρατίας όπως και τη διενέργεια εκλογών.
Ο Καβαδίας επισκέπτεται σε μια εγκαταλειμμένη έπαυλη τη γυναίκα του που κρύβεται μαζί με τον νεαρό κι εκεί θα μάθει πώς νοσεί βαριά καθώς έχει μοκυνθεί από τη διαρροή στον αγωγό. Οι αστυνομικοί (ειδικές δυνάμεις με κόκκινα μπερέ) όμως, που έχει ακολουθήσει κρυφά τον Καβαδία, έχουν κυκλώσει την έπαυλη. Θα ανταλλάξουν πυροβολισμούς με την Ειρήνη και τον νεαρό που είναι οπλισμένοι, ενώ ο Καβαδίας παρακολουθεί με αγωνία για τη γυναίκα του χωρίς να μπορεί να παρέμβει. Ώσπου η Ειρήνη βγαίνει ακάλυπτη στο άνοιγμα ενός παραθύρου ψηλά και από εκεί γκρεμίζεται χτυπημένη από τις σφαίρες των αστυνομικών. Ο Καβαδίας συλλαμβάνεται.
Στο φινάλε ακούγεται μια επίσημη κυβερνητική ανακοίνωση: Ότι επειδή τα τελευταία γεγονότα δείχνουν πως η χώρα απειλείται από ένα ευρύτερο τρομοκρατικό σχέδιο αποσταθεροποίησης, οι εκλογές αναβάλλονται μέχρι νεωτέρας, ενώ παύουν να ισχύουν τα εξής άρθρα του Συντάγματος … -ουκ ολίγα (για λόγους προστασίας του πολιτεύματος!!!). Ένα είδος πραξικοπήματος με κοινοβουλευτικό μανδύα.
Η ταινία βγήκε στις αίθουσες (χωρίς μα έχει τελικά ιδιαίτερη εισπρακτική επιτυχία) λογοκριμένη κατά 8 λεπτά, όπου αφαιρέθηκε ολόκληρη η τελευταία σεκάνς της συνάντησης του υπουργού με τη γυναίκα του στην εγκαταλειμμένη έπαυλη και την αυτοκτονία της μετά την επίθεση της αστυνομίας, όπως αφαιρέθηκε βέβαια κι εκείνο το τελευταίο μέρος στο οποίο ανακοινώνεται από το ραδιόφωνο η αναβολή των εκλογών και η αναστολή ισχύος των άρθρων του Συντάγματος. Κι αυτό γιατί ότι η τότε κυβέρνηση του Πασόκ θεώρησε ότι αυτήν υπονοούσε η ταινία ως την κυβέρνηση που προχωρά σε ένα είδος «κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος» και φέρθηκε… ανάλογα, λογοκρίνοντάς την (στο επίμαχο μέρος)!
Έγραψα κι εγώ τότε για την ταινία στο περιοδικό “Κινηματογραφικά Τετράδια”, τεύχος 12 – 13, Δεκέμβριος 1983, σε ένα άρθρο για το 24ο Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου: «Για πρώτη φορά ως θεατής νιώθω αμήχανος να απαντήσω στην ερώτηση “Πώς βρίσκω αυτήν την ταινία;” Έλα ντε! Είναι φανερό πως η θέασή της ανοίγει ένα παιχνίδι με τους θεατές, που όμως δεν ξέρεις πώς να το χαρακτηρίσεις. Τι είναι τέλος πάντων, μια ταινία πονηρή που παριστάνει την αθώα ή μια επιδέξια φιλμική ντρίπλα που παριστάνει την πολύ πονηρή; Γιατί οπωσδήποτε ως φιλμική κατασκευή είναι καλοφτιαγμένη. Εκείνο όμως που, ίσως, με ενοχλεί σε αυτή είναι που μου θυμίζει κάτι που έχω ξαναδεί δεκάδες φορές σε εκείνες τις αμερικάνικες ταινίες καταγγελίας που μας κατέκλυσαν πριν μερικά χρόνια. Αν πρωταγωνιστούσε ο Νίκος Κούρκουλος θα έλεγα πως ο Φώσκολος ξανάρχεται, αλλά όχι πάλι με σιγουριά. Ο Κώστας Γαβράς ανακατωμένος με τον Τζορτζ Ρομέρο, τα θρίλερ, τα πολιτικά παρασκήνια, όλα αυτά πώς να χωρέσουν σε ελληνικά τοπία και σε μια ταινία “υπόγειας διαδρομής”;
Και δεν είναι μόνον αυτό. Υπάρχει μια υπόρρητη πρόθεση σε αυτό το έργο να εξασφαλίσει την εμπορική του επιτυχία στις αίθουσες, κεντρίζοντας το μαλθακό φίλαθλο πνεύμα που δεσπόζει αυτή την εποχή στο χώρο της πολιτικής σκηνής (με την θεατρική έννοια του όρου, για να μην πω με την έννοια του τσίρκου), αυτά τα τελευταία λευκά χρόνια της απογοήτευσης, ας πούμε με απορίες του τύπου: “Υπονοεί άραγε τη δική μας πολιτική ομάδα;” “Πρόκειται μήπως για το Πασόκ;” “Βρε λες να υπονοεί πως αυτός ο Πρόεδρος δίναι ο Ανδρέας Παπανδρέου, με μούσι, που μας πουλάει μoύσι;» και άλλα τέτοια δολώματα που συντηρούν τη δεύτερη, συμπληρωματική στάση του κόσμου απέναντι στους πολιτικούς σχηματισμούς και τα πολιτικά πρόσωπα, την σκανδαλοθηρική.
Αυτό βέβαια, θα ισχυριζόταν κάποιος, δεν έχει τίποτα το αξιόμεμπτο, μιας και ο κάθε κινηματογραφιστής προσπαθεί, όπως μπορεί, να εξασφαλίσει το “πέρασμα” του έργου του στο κοινό. Και εξάλλου αυτή η παρατήρηση θα μπορούσε να ισχύει για τις πέντε από τις επτά διαγωνιζόμενες ταινίες αυτού του φεστιβάλ. Τέλος πάντων.
Η Υπόγεια διαδρομή είναι παρόλα αυτά μια ταινία τολμηρή, απροσδόκητη θα έλεγα, και είναι απολαυστικό να παρακολουθείς το μούδιασμα που προκάλεσε στους θεατές-θαμώνες του φεστιβάλ. Είναι ένα έργο που παίζει, προκαλεί και παίζει με τις προκαταλήψεις από τις οποίες νόμιζαν ότι είχαν απαλλαχτεί κάποιοι θεατές, τα ιερά και τα όσια κάποιων άλλων, με το κοινό αίσθημα ανασφάλειας για το μέλλον που μας περιμένει, με το κλίμα μιας αόριστης απειλής που φαίνεται να διαισθανόμαστε. Ακόμα και με την υπομονή μας, με τη παράταση της χρονικής διάρκειας των σκηνών εκείνων, και δεν είναι λίγες, που πλατειάζουν μέχρι το κατώφλι της αντοχής μας.
Η αφήγησή της προχωράει όπως εκείνη σπιθίζουσα φλόγα στο φυτίλι ενός δυναμίτη, που οδηγεί στην τελική έκρηξη, μόνο που η έκρηξη αυτή είναι υπόκωφη και απογοητευτική, δεν καταφέρνει να συνοδεύεται από εκείνο το κρεσέντο της αγωνίας που θα αιχμαλώτιζε το βλέμμα σε αυτήν τη διαδρομή μέχρι την ανατίναξη και την επακόλουθη βροχή των θραυσμάτων της έκρηξης που θα ραντίσει στο φινάλε την κεφαλή της καταλυμένης δημοκρατίας.
Το ολίσθημα αυτού του έργου τελικά έγκειται στην αδυναμία του να επιτύχει να εναρμονίσει την αφηγηματική πορεία ενός θρίλερ πολιτικής φαντασίας, που προϋποθέτει ένα βίαιο άδραγμα του θεατή, με τον αργό ρυθμό της ανίχνευσης των χώρων δράσης ή, αλλιώς, να διαπλέξει αφηγηματικά τη γρήγορη, συμπυκνωμένη εξέλιξη πολλαπλών γεγονότων (προσωπικού, πολιτικού και αστυνομικού χαρακτήρα) με την επίμονη ψηλάφηση των προσώπων από την κάμερα, έτσι ώστε να μη χάσουν την ελληνικότητα και την επικαιρότητά τους».
Ξαναβλέποντας σήμερα την ταινία και διαβάζοντας αυτά που έγραψα 24 χρόνια πριν, βρίσκω τα γραφόμενα μου γι’ αυτήν υπερβολικά «επικαιροποιημένα», μάλλον επηρεασμένα από τα ιδεολογικο-πολιτικά συμφραζόμενα εκείνης της εποχής ως προς το θέμα της, και τις τελικές αισθητικές μου κρίσεις ασαφείς, άρα έκκεντρα ως προς τις ίδιες τις προθέσεις της συγκεκριμένης ταινίας. Σήμερα, νομίζω ότι το κέντρο (σαν ένα zero point) γύρω από το οποίο περιστρέφονται οι διαφορετικές και διασταυρούμενες γραμμές αφήγησής της είναι η απειλή μιας οικολογικής καταστροφής σε μια περιοχή της Ελλάδας και η αντιπαράθεσή της με ένα -θεωρούμενο ως αναγκαίο- μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης αυτής της περιοχής, μια αντιπαράθεση που θέτει ξαφνικά (και σχεδόν εκβιαστικά) διλήμματα, αφυπνίζει όμως και συνειδήσεις, ταράζει τα λιμνάζοντα νερά, αποκαλύπτει τους αδιέξοδους τρόπους πολιτικής διαχείρισης τέτοιων κρίσεων, τόσο από την πλευρά της κρατικής εξουσίας όσο και από την πλευρά των αντί – δραστών της, (με τον γιατρό Λιάσκο να είναι η μόνη φωνή της λογικής ενός υπεύθυνου πολίτη -που δεν ακούει κανείς), όπως και φέρνει κάποιους ανθρώπους συναισθηματικά πιο κοντά και άλλους τους απομακρύνει, ξεχωρίζει ηθικά και ιδεολογικά την ήρα από το στάρι. Κρίνει ακόμα και τους θεατές (κάθε εποχής) ανάλογα με το τι βλέπουν σε αυτήν την ταινία και ποιο κρίνουν (με δική τους επιλογή /ευθύνη) ότι είναι το κυρίως θέμα της, ανάμεσα στις ακραίες και προκλητικές (άρα ίσως γι’ αυτό και παραπλανητικές) μυθοπλαστικές της παρεκδοχές.
Και νομίζω ότι αυτή νέα αξιολόγηση μου για την ταινία ανοίγει ένα διάλογο που ίσως απαντά στις απορίες του παλιού μου κειμένου και σε κάποιες από τις ενστάσεις ενός άλλου κειμένου εκείνης της εποχής για την ίδια ταινία, που ακολουθεί παρακάτω:
Στο ίδιο τεύχος του περιοδικού “Κινηματογραφικά Τετράδια”, στο ημερολόγιο του 24ου φεστιβάλ ο Μπάμπης Ακτσόγλου έγραφε: «Υιοθετώντας τη μορφή του θρίλερ (στα πρότυπα του Άλαν Πάκουλα) ο Απόστολος Δοξιάδης δομεί την ταινία του με μια μαθηματική ακρίβεια και λογική. Κάθε χωρική ενότητα (που περικλείεται χρονικά σε μια μέρα) είναι αφηγηματικά ένα αυτόνομο μέρος που απαντά στα ερωτηματικά που έχουν βάλει οι προηγούμενες ενότητες, ενώ ταυτόχρονα θέτει νέα ερωτηματικά για να προχωρήσει η αφήγηση. Δυστυχώς τα μαθηματικά δεν είναι πάντα η καλύτερη μέθοδος δόμησης ενός έργου και η ταινία πέφτει θύμα της μεγαλομανίας της να στήσει μια μεγαλο-μυθοπλασία πολιτικού περιεχομένου (όπως είναι οι ταινίες του Γαβρά για παράδειγμα), εκεί όπου όλα τα στοιχεία προδιέθεταν για το ακριβώς αντίθετο. Μπορεί τελικά η συζυγική κρίση του υπουργού να συνδέεται κάπου στην πορεία της ταινίας με την κατάληψη του εργοστασίου, όμως μέχρι την τελική σκηνή του πραξικοπήματος υπάρχει ένα τεράστιο άλμα που η ταινία δεν καλύπτει. Είναι φυσικό λοιπόν ο θεατής να ξαφνιάζεται από τις ξαφνικές θεματικές μεταπηδήσεις της ταινίας, που ξεκινά σαν συζυγικό δράμα, γίνεται ταινία μυστηρίου, μεταπηδά σε ταινία πολιτικού περιεχομένου, που στοχάζεται μάλιστα πάνω στη γενιά του πολυτεχνείου και το κοινοβουλευτικό μέλλον της Ελλάδας, γίνεται στη συνέχεια ταινία υπαρξιακού προβληματισμού (ο υπουργός συμβιβάστηκε ή όχι με το κατεστημένο;) αλλά και οικολογικού μηνύματος για να καταλήξει σε ταινία καταγγελίας των αστυνομικών καταπιεστικών μηχανισμών και του ολισθήματος της δημοκρατίας σε δικτατορία.
Αλλά αν παρακάμψουμε το σεναριακό πρόβλημα, παρατηρούμε ότι ενώ ο Δοξιάδης είναι ικανότατος τεχνικά σκηνοθέτης, που ξέρει να οργανώνει δυναμικά το ντεκουπάζ της ταινίας του, κρατώντας ταυτόχρονα σε ήπιους τόνους το παίξιμο των ηθοποιών (αποφεύγοντας έτσι τις θεατρικές ερμηνείες) η Υπόγεια διαδρομή είναι μια ταινία που πάσχει από ρυθμό. Η μαθηματική κατασκευή της μπορεί να εξυπηρετεί τη λογική και τον εσωτερικό ρυθμό της εκάστοτε σεκάνς, δίνοντας πληροφορίες που προωθούν την εξέλιξη της μυθοπλασίας, όμως η συνάθροιση τους αποδεικνύεται τελείως άρρυθμη και άνευρη. Υπάρχει στον Δοξιάδη ένας εγκεφαλικός ορθολογισμός (η ταινία προσπαθεί με μανία να αποδείξει κάτι) που την κάνει τελικά ιδιαίτερα ψυχρή. Ψυχρότητα που αγγίζει πριν από όλα τους ίδιους τους ήρωες, οι οποίοι κινούνται τελικά σαν νευρόσπαστα ή σαν τα πιόνια ενός λογικού αποδεικτικού μηχανισμού, όπου όλα είναι προκαθορισμένα.»
Σωτήρης Ζήκος