του Γιώργου Κόρα
(η κριτική του Σωτήρη Ζήκου)
Μια πολύ καλή ταινία και μια αναπάντεχα σύγχρονη, απλή, καθημερινή ιστορία. Φτιαγμένη με λίγο χιούμορ και λίγη σοφία και προπαντός με πολύ αγάπη για τους ήρωες της. Σαν όλες τις καλές αυθεντικές ιστορίες που τις διατρέχει και τις εμψυχώνει μια πρόθεση εκφραστική. Τα χρώματα των εικόνων άτονα, ξεθωριασμένα, σπασμένα δεν επικαλύπτουν κι ούτε επιπεδώνουν τα ανθρώπινα πρόσωπα, αντίθετα τα προβάλλουν και τα εκθέτουν το καθένα στην ιδιαιτερότητα του. Καθώς η αφήγηση ξεδιπλώνεται, νέα πρόσωπα διαρκώς εμφανίζονται, αποκαλύπτονται και μιλούν, δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να μιλούν απ’ την αρχή ως το τέλος και μιλούν σοβαρά ή αστεία, ήρεμα ή οργισμένα, ειρωνικά ή συγκινημένα και λένε για ιστορίες παλιές, λένε για άλλα πρόσωπα απόντα, λένε για τον Νέο Μεσαίωνα, για τον έρωτα, τον φεμινισμό, τους αρχαίους τραγικούς, την σημερινή έλλειψη, προπάντως κάτι βρίσκουν να πουν, να σχολιάσουν, να ειρωνευτούν. Και πάντα ο ένας ακούει τον άλλο να μιλάει. Μόνο μερικοί θεατές αρχίζουν να βαριούνται και να δυσανασχετούν, όντες συνηθισμένοι στο κωφάλαλο είδος των σύγχρονων, πραγματικών σχέσεων. Οι εικόνες αυτής της ταινίας είναι κατάμεστες από πρόσωπα και χειρονομίες, κινήσεις, βλέμματα και λόγια που ανταλλάσσονται μεταξύ τους. Όσοι δεν αντέχουν τις συζητήσεις και τις απροκάλυπτες ανταλλαγές δεν αντέχουν προφανώς κι αυτήν την ταινία.
Ο κόσμος αυτού του έργου είναι ένας κόσμος κλειστός, εσωτερικός, ιδιωτικός απ’ όπου ο κοινωνικός περίγυρος είναι αποκλεισμένος, ένας κόσμος φιλίας και τρυφερής οικειότητας, με την δική του γλώσσα, τις δικές τους συνήθειες, τον δικό του ιδιαίτερο χρόνο, που φυλακίζει και προστατεύει αυτούς που τον κατοικούν. Ως εκείνη την στιγμή που θα εισβάλει μέσα του αυτός ή μάλλον αυτή, που σταδιακά αλλά αμετάκλητα θα διαρρήξει την συνοχή του, θα ανατρέψει την ισορροπία των σχέσεων του, θα φέρει τον καθένα αντιμέτωπο με τους άλλους και τον ίδιο τον εαυτό του. Και η ατμόσφαιρα φορτίζεται από μια ανομολόγητη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, ανταγωνιστικές, επικυριαρχικές διαθέσεις και απελπισμένο ερωτισμό. Οι υπόλοιποι εκτοπίζονται βαθμιαία και μένουν μόνον οι τρεις, διεκδικητές ο ένας του άλλου. Και οι ερωτικές σκηνές πέφτουν απότομα και απογυμνωμένα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) και σοκάρουν με τον αποκάλυπτα αμφιγαμικό χαρακτήρα του. Οι δύο συναντιούνται πάνω στο σώμα του άλλου. Πρόκειται μάλλον για σκηνές μάχης, της τελευταίας μάχης που δίνεται για να αποκατασταθεί να σωθεί η παραβιασμένη ερμητικότητα και η συναισθηματική ασφάλεια εκείνου του αρχικά κλειστού, προστατευτικού κόσμου. Μάταια όμως. Το ρήγμα βαθαίνει καταστρέφοντας και την τελευταία αυταπάτη. Ο άλλος, ο κάθε άλλος παροντοποιείται στην δική του ανεξάρτητη ύπαρξη και στον δικό του αυτόνομο πόθο. Το κέλυφος θρυμματίζεται και εισβάλει ο κόσμος των άλλων. Τα παιδιά του Κρόνου βγαίνουν απ’ το κεφάλι του “πατέρα” στο σκληρό φως του πραγματικού κόσμου, που δεν ανήκει αποκλειστικά σε κανέναν, που ανήκει στον καθένα και σ’ όλους.
Η ταινία είναι και στην ιδιαίτερη αφηγηματικότητα της εκπληκτικά ομόλογη με το θέμα της και αξεχώριστη από την ίδια την ιστορία της. Εκτυλίσσεται με μια αφηγηματικότητα κλειστή, εσωτερική, σχεδόν λογοτεχνική, τέτοια που αποκλείει κάθε κινηματογραφική θεαματικότητα και δεν αφήνει να αισθητοποιηθεί πουθενά κανενός είδους σκηνοθετικός μανιερισμός. Η ταινία είναι μοναδική λιτή και διακριτικά εσωστρεφής στην συγκρότηση των εικόνων της, όσο και στην ίδια την κίνηση της ιστορίας της. Αυτή η ιδιαίτερη αφηγηματικότητα αισθητοποιείται στους εσωτερικούς μονόλογους του κεντρικού της ήρωα, του Άρη, (που είναι και ο διακριτικός αφηγητής της ιστορίας), οι οποίοι λειτουργούν σαν αρμοί αλλά και σαν αυτό που διαπερνά και συνέχει την ίδια την αφήγηση εσωτερικά. Κι αν υπάρχει κάτι που ξεχωρίζει, (και ενοχλεί όσους αναζητούν μια εμφανή “κινηματογραφικότητα” στον κινηματογράφο) αυτό είναι η σπάνια ποιότητα και πυκνότητα στην σύνθεση των διαλόγων, που ξεπερνούν όχι μόνο τις ικανότητες και την ευρηματικότητα ενός κινηματογραφιστή- διαλογίστα αλλά και ενός έμπειρου μυθιστοριογράφου. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου πως ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΚΡΟΝΟΥ είναι μια ταινία διαλόγων. Είναι πριν και πέρα απ’ όλα, μια ταινία ανθρώπινων χαρακτήρων και σχέσεων που αλλοιώνονται στην διάρκεια της αφήγησης. Είναι πριν και πέρα απ’ όλα, μια απ’ αυτές τις σπάνιες σημερινές ταινίες, που αφηγούνται μια ιστορία σημερινή, δίνοντας μια κεντρική και σχεδόν απόλυτη θέση αξίας στην ερμηνεία των ηθοποιών τους, στον εκφραστικό παλμό της ανθρώπινης παρουσίας, χειρονομίας και λόγου, τόσο σ’ αυτό που αφηγούνται, όσο και στον τρόπο που το αφηγούνται και για αυτό και στην ανθρώπινη κεντρική παρουσία του βλέμματος του θεατή, που καλείται να τις δει /βιώσει επενδύσει και να αναγνωρίσει κάτι απ’ τον εαυτό του μέσα σ’ αυτές.
Για αυτό και την θεωρώ ανεπιφύλακτα μια πολύ καλή ταινία, δηλαδή μια άμεση και ζωντανή ταινία του σήμερα που ίσως χρειαστεί να ξαναμιλήσουμε μερικά χρόνια αργότερα για αυτήν. Τότε που οι Γκρι-Στεγνοί άνθρωποι που την αισθάνθηκαν σαν απειλή για την ίδια την ύπαρξη τους και είναι αποφασισμένοι να την θάψουν με κάθε τρόπο, θα μας έχουν αδειάσει την γωνία. Έτσι τουλάχιστον ελπίζω.
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κινηματογραφικά Τετράδια)