του Μάριου Πιπερίδη
(το σημείωμα του σκηνοθέτη)
Μεγαλώνοντας ως Ελληνοκύπριος στην Κύπρο αμέσως μετά την Τουρκική εισβολή, έμαθα να βλέπω τους Τούρκους πάντα ως τους εχθρούς, μια αντίληψη η οποία ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο κατά τα δύο χρόνια της στρατιωτικής μου θητείας. Για χρόνια έβλεπα τις στέγες των σπιτιών στην κατεχόμενη Λευκωσίας και πιο πέρα τα βουνά. Άκουγα τον μουεζίνη να καλεί τους μουσουλμάνους για προσευχή, έβλεπα τους Τούρκους στρατιώτες στα φυλάκιά τους. Παρότι όμως γινόμουν μάρτυρας αυτού του «άλλου χώρου» (ή της «άλλης πλευράς») από μακριά και άκουγα ένα σωρό ιστορίες γι’ αυτή, ποτέ δεν υπήρξε μέρος των εμπειριών μου ή των βιωμάτων μου. Και όμως πάντοτε συναισθανόμουν την ύπαρξή της, σαν ένα κομμάτι μου που είχε αφαιρεθεί πριν ακόμη γεννηθώ. Και κάπως έτσι έμαθα να ζω με αυτό το δεδομένο μέσα στα χρόνια, να το αποδέχομαι.
Και ξαφνικά το 2003, τα οδοφράγματα άνοιξαν και μπορούσαμε να πάμε απέναντι… στην «άλλη πλευρά»! Θυμάμαι την πρώτη φορά που πέρασα απέναντι. Τα πάντα ήταν διαφορετικά αλλά και ίδια. Το μέρος, τα κτίρια, η αρχιτεκτονική, οι μυρωδιές, οι άνθρωποι, τα πάντα έμοιαζαν ίδια και όμως την ίδια στιγμή άγνωστα, διαφορετικά, καινούρια. Γνωστά αλλά και ξένα, μια παράξενη, οικεία διαφορετικότητα.
Πολλές ταινίες (και ντοκιμαντέρ) έχουν γίνει με θέμα το παρελθόν, την τούρκικη εισβολή, το τραύμα του πολέμου, τους σκοτωμούς, τις αποτρόπαιες πράξεις, το μίσος ανάμεσα στους Τούρκους και τους Έλληνες. Επικεντρώνονταν στους «άλλους», τους «ξένους», με ένα τρόπο αόριστο, αποτυγχάνοντας να εμβαθύνουν στους χαρακτήρες, τις προσωπικότητες ή και τις ιστορίες πίσω από αυτή τη γενική απεικόνιση. Οφείλουμε να περάσουμε από τη μακρο-αφήγηση του παρελθόντος στη μικρο-αφήγηση του παρόντος. Όταν ένας ξένος περπατά στη γειτονιά σου, το ξέρεις. Αν όμως του μιλήσεις, παύει να είναι ξένος. Το «Αναζητώντας τον Χέντριξ» αντλεί ακριβώς από αυτή τη δυναμική, που διαδραματίζεται στο ανθρώπινο επίπεδο από ανθρώπους για τους οποίους οι βαθιά ριζωμένες υποψίες και παρεξηγήσεις αποτελούν κομμάτι της καθημερινότητάς τους και του εθνικού τους χαρακτήρα.
Ένα στοιχείο του πληθυσμού του νησιού, το οποίο παραμένει απρόσωπο είναι αυτό των Τούρκων εποίκων. Το ακανθώδες θέμα αυτών που μεταφέρθηκαν στο νησί από την ενδοχώρα της Τουρκίας για να ενισχύσουν τον πληθυσμό στα κατεχόμενα, είναι βαθιά ριζωμένο στον κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό ιστό τόσο της Ελληνοκυπριακής όσο και της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Παρ’ όλα αυτά και παρότι ο αριθμός τους χρησιμοποιείται ως εργαλείο από τους πολιτικούς και των δύο κοινοτήτων– καμία ταινία, ντοκιμαντέρ ή τηλεοπτική εκπομπή δεν ανέφερε ποτέ την ύπαρξή τους. Υπάρχουν αλλά και δεν υπάρχουν.
Το «Αναζητώντας τον Χέντριξ» αποτελεί μία ταινία που πραγματεύεται μια φιλία αταίριαστων, διαφορετικών ατόμων με μια υπολανθάνουσα ρομαντική πλοκή. Βασισμένη σε πραγματικό γεγονός, η μικρο-πλοκή του «Αναζητώντας τον Χέντριξ» αντανακλά τις περίπλοκες, υπαρκτές, κοινωνικές δυναμικές του σήμερα: το μοιρασμένο νησί της Κύπρου, το ακανθώδες ζήτημα των εποίκων και την οικονομική κρίση. Η αφοσίωση ενός άντρα στον σκύλο του, τον Jimi, αποτελεί το έναυσμα για να ξεδιπλωθούν σοβαρότερα θέματα. Η ιστορία αποτελεί μία ευκαιρία για να έρθουν οι δύο πλευρές του νησιού κοντά και να συνεργαστούν.
Ο στόχος του Γιάννη να βρει τον χαμένο σκύλο του και να πάει στην Ολλανδία δεν είναι παρά ο καταλυτικός παράγοντας που τον υποχρεώνει να έρθει σε επαφή με την τούρκικη «πλευρά» του νησιού, να επανεξετάσει τις προκαταλήψεις του και τη γενική του άποψη. Η μικρο-πλοκή του Γιάννη και του Χασάν είναι που πραγματεύεται ακριβώς τα μεγαλύτερα αυτά θέματα – το γενικό εξετάζεται στο ειδικό και αν οι δύο κοινότητες μπορούν να ζήσουν επιτέλους ειρηνικά μαζί.
(πηγή σημειώσεις για την παραγωγή)