της Ρηνιώς Δραγασάκη
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Για την Άννα (Μαρία Κίτσου), μια μοναχική ταμία σούπερ μάρκετ, η πραγματικότητα είναι ένας δύσκολος τόπος. Τον αντιμετωπίζει επιστρατεύοντας το κουράγιο της, μικρές τελετουργίες και τη βοήθεια της αγαπημένης παιδικής της καραμέλας. H Cosmic Candy σκάει στο στόμα προκαλώντας εκρήξεις ευφορίας και μετατρέποντας τον περίγυρο σε sci-fi ψυχεδελικό σκηνικό απαλλαγμένο από κάθε ψυχικό βάρος. Η επήρεια περνάει γρήγορα, η Άννα, όμως διατηρεί το όνειρο ότι μια μέρα η Cosmic Candy θα την πάρει μαζί της για πάντα. Μέχρι τότε, κάνει, ό,τι μπορεί για να αποφύγει τις κακοτοπιές, όπως τον συνάδελφό της Παντελή (Κίμωνα Κουρή) που επιμένει να ζητά την παρέα της και την 10χρονη Πέρσα (Μάγια Πιπερά) που κάθε τόσο εμφανίζεται μπροστά της ζητώντας κάτι. Η Πέρσα θα «σκάσει» στη ζωή της Άννας σαν μια βόμβα συμπυκνωμένου πείσματος και διάθεσης για ζωή, με θόρυβο και τόλμη αντάξιες μιας Μαντώς Μαυρογένους, αλλά και μεγάλη ανάγκη να τη φροντίσει κάποιος. Σ’ αυτό τον κόσμο, που οι μπαμπάδες εξαφανίζονται μέσα σε μια στιγμή κι ίσως να μην γυρίσουν ποτέ και οι μητέρες δεν υπάρχουν παρά σαν αντανάκλαση τρέλας, η Άννα θα κληθεί να πάρει μια απόφαση που απαιτεί να βάλει στην άκρη το εύθραυστο της δικής της ισορροπίας. Είναι άραγε σε θέση να βοηθήσει την Πέρσα ακόμα κι αν το επιθυμεί; Και πώς μπορεί να καταφέρει κάτι που δεν ξέρει πώς γίνεται;
Η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της Ρηνιώς Δραγασάκη είναι μια ιστορία ενηλικίωσης και επανόρθωσης. Kινηματογραφημένη από την οπτική γωνία της ηρωίδας, αναμειγνύει το πραγματικό με το φανταστικό, την εσωτερική με την εξωτερική αλήθεια και τα διαφορετικά κινηματογραφικά είδη μεταξύ τους για να πραγματευτεί, με περισσότερο ρεαλισμό, απ’ ότι φαίνεται με την πρώτη ματιά, μια ολόκληρη θεματολογία ψυχικής υγείας και σχέσεων. Η σκηνοθεσία επιτυγχάνει τον αρχικό της στόχο που ήταν, σύμφωνα με τα λόγια της Δραγασάκη, να «διαχειριστεί στενάχωρα θέματα με πιο ανάλαφρο τρόπο» καθώς αποδίδει μια ολόκληρη σειρά ψυχικών καταστάσεων και δυσκολιών χωρίς να βαρύνει την αφήγηση, ούτε να αποκαρδιώσει τον θεατή, διατηρώντας ένα ρυθμό που δεν προχωρά τόσο προς τη μεριά του αναπάντεχου, όσο προς εκείνη της εξέλιξης των χαρακτήρων και άρα των σχέσεων μ’ έναν αισιόδοξο, ανθρώπινο και συχνά γεμάτο χιούμορ τρόπο.
Το σενάριο της Κατερίνας Κακλαμάνη και της Ρηνιώς Δραγασάκη δίνει σε κάθε χαρακτήρα τη δική του υπόσταση, διατηρώντας σ’ όλη την διάρκεια της ταινίας την ακρίβεια και την καθαρότητα της οπτικής του, που είναι να δείξει κι όχι να επεξηγήσει και να χρησιμοποιήσει το φανταστικό και την λειτουργία του συμβολικού, όχι ως ψυχαγωγικό αντιπερισπασμό, αλλά ως έναν πιο αποτελεσματικό τρόπο ανάπτυξης του θέματος, προκειμένου να φέρει το θεατή σε βιωματική επαφή με τα βασικά διλήμματα και τις δυσκολίες της ηρωίδας, Η απώλεια που καθηλώνει και οι μνήμες που απωθούνται, οι φαντασιώσεις για το παντοδύναμο φάρμακο και την εξάρτηση, η ανάγκη για ζωή και η έλξη προς το θάνατο, η μοναχικότητα ως σύμπτωμα, η σχέση ως εισβολή αλλά και δυνατότητα σωτηρίας και η ελπίδα ότι μια μέρα θα καταφέρουμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό δεν συζητιούνται ποτέ. Φανερώνονται, όμως, μέσα από τις σφραγισμένες κούτες και το κλειστό παιδικό δωμάτιο, το πανταχού παρών φάρμακο/χάπι/καραμέλα, τους άνδρες που μοιάζουν υπερβολικά πολύ μεταξύ τους, τις φωνές που αλλοιώνονται και γίνονται απειλητικές, την παλιά στολή που η ηρωίδα αρνείται να βγάλει, τις κονσέρβες με την έτοιμη τροφή και όλους τους άλλους συμβολισμούς που είναι διάσπαρτοι στην ταινία δίνοντας στον θεατή την ευκαιρία να αποφασίσει μόνος του πού θέλει να επικεντρώσει το βλέμμα του και ποιο απ’ όλα τα επίπεδα της αφήγησης να κρατήσει.
Ο τρόπος κινηματογράφησης και οι ενδυματολογικές επιλογές της ταινίας συμβάλλουν με τη σειρά τους στην ανάδειξη των προθέσεων της Δραγασάκη, κάνοντας ακόμα πιο συνεκτικό το αποτέλεσμα έτσι όπως κατορθώνουν να μεταβάλλονται σύμφωνα με την εξέλιξη της πλοκής και να αποτυπώνουν την ατμόσφαιρα κάθε σκηνής και την αίσθηση της Άννας για τα όσα συμβαίνουν.
Οι ηθοποιοί ερμηνεύουν με πειστικότητα τους ρόλους τους με τη Μάγια Πιπερά και την Μαρία Κίτσου να ξεχωρίζουν ως οι δύο βασικές ηρωίδες. Στον πρώτο πρωταγωνιστικό της ρόλο στο σινεμά, η Μαρία Κίτσου έφερε σε πέρας μια δύσκολη αποστολή καθώς κλήθηκε να ισορροπήσει μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, κρατώντας εσωτερικά τα ελκυστικά στοιχεία του χαρακτήρα της και προσκαλώντας τον θεατή (όπως και τον Παντελή) να συναισθανθεί τη θέση της και να μην την καταδικάσει πρόωρα για αδιαφορία, σκληρότητα και ψυχική ασυνέπεια.
Στο τέλος της μέρας το παιχνίδι δεν δείχνει να σώζεται από την κοσμική καραμέλα, αλλά από τα γυαλιά που η Πέρσα θα ζωγραφίσει στο πρόσωπο της Άννας κι από τις σπέσιαλ αυγόφετες του Felizol (που υπογράφει και όλη την πολύ καλή μουσική της ταινίας), ειδικά φτιαγμένες μεταξύ άλλων με «γαλατάκι μια σταλιά πιπεράκι και μαγιονέζα στα κρυφά», λίγα δηλαδή υλικά, αλλά αρκετά για να επιτρέψουν στο χρόνο να ξαναμπεί σε κίνηση και στον καθένα να προχωρήσει για εκεί που ανήκει.
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Fantastic Fest στο Όστιν του Τέξας και κέρδισε τα Βραβεία Πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και Ελληνικού Τμήματος του WIFT (Women in Film & Television) του 60ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.