του The Boy (Αλέξανδρου Βούλγαρη)
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
Τέσσερα κορίτσια κι ένας σκύλος σε μια ερημική παραλία μια καλοκαιριάτικη μέρα. Αγγίγματα, γέλια, ιστορίες-ψέματα και τραγούδια-αλήθεια. Ονόματα που δεν θα μάθουμε κι άλλα που ξέρουμε ότι δεν ισχύουν. Κινηματογραφικές αναφορές όσες κι η άμμος της θάλασσας κι ένα σταματημένο αυτοκίνητο πίσω από τις ροδοδάφνες. Κοχύλια που θα βυθιστούν στο νερό και κλάματα για λουλούδια που δεν θέλουν να ζήσουν. Το φως δεν μας αφήνει να ξεχάσουμε ότι η μέρα είναι προορισμένη να χαθεί. Ψηλά, στο σπίτι-κάστρο Το Αγόρι αθέατο παρατηρεί, έτοιμο να αποχαιρετήσει…
Αν ήταν ταινία θα λεγόταν Winona σε σκηνοθεσία και σενάριο Αλέξανδρου Βούλγαρη, γυρισμένη σε φιλμ 16mm σε μια παραλία της Άνδρου. Θα τον βοηθούσαν η Δεσποινίς Τρίχρωμη, που θα τρύπωνε στο μυαλό του για να συνταιριάξει τις μουσικές της με τις δικές του, ο Σίμος Σαρκετζής που θα έκανε το φως μιας ηλιόλουστης μέρας να μας σφίξει την καρδιά και ο Νίκος Πάστρας μ’ ένα ρυθμό μοντάζ σαν μουσικό θέμα που μας κυκλώνει αθόρυβα αποκαλύπτοντάς μας κρυφά αυτό που δεν μας μαρτυράνε τα λόγια. Στην παραλία, οι Ανθή Ευστρατιάδου, Σοφία Κόκκαλη, Ηρώ Μπέζου και Δάφνη Πατακιά με γυαλιά μυωπίας και μαγιό, αφηγούνται, η κάθε μια με τον τρόπο και το σημάδι της, γενναία κι ατίθασα, λαμπερά κι ενοχλητικά μαζί, αποσπάσματα μιας ζωής που δεν ήταν μόνο δική τους.
Η πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του Βούλγαρη,-την υπογράφει με το μουσικό του όνομα, The Boy-, αναπτύσσεται σαν ένα είδος μουσικής συμφωνίας με ελεύθερη φόρμα όπου η κάμερα, η μουσική, οι ηθοποιοί και το τοπίο λειτουργούν συμπληρωματικά και ισότιμα μεταξύ τους, ως αντίστιξη σ’ ένα φως που τα καθορίζει όλα. Η κάμερα ακολουθεί τα πρόσωπα και τα σώματα των κοριτσιών από διαφορετικές γωνίες και αποστάσεις -συχνά από πολύ κοντά- παίζοντας και συνομιλώντας μαζί τους με μια ματιά που ξεκινά από τον ερωτισμό και φτάνει μέχρι την ηδονοβλεψία. Κάθε τόσο, κάνει λίγο πίσω, έτσι ώστε ένα γενικό πλάνο ή ένα πλάνο εστιασμένο αλλού, να υπαινιχθεί ένα δεύτερο επίπεδο πλοκής, πιο συγκεκριμένο και σκοτεινό, από τους αυτοσχεδιασμούς της ανεξάρτητης φόρμας. Πίσω απ’ τις εικόνες της ανέμελης νιότης, καραδοκεί το ανεξέλεγκτο της εφηβείας, φέρνοντας απόηχους από τις Αυτόχειρες παρθένους της Σοφίας Κόπολα και την Έρημη χώρα του Έλιοτ, με τον Απρίλη να είναι πάντα ο σκληρότερος μήνας. Ο σκηνοθέτης, παραθέτει σχεδόν επιδεικτικά και συχνά χιουμοριστικά, όχι μόνο μέσα απ’ το στόμα των ηρωίδων του, αλλά και σε κάθε επίπεδο σύνθεσης της ταινίας τις δικές του κινηματογραφικές αναφορές. Ηθοποιοί, σκηνοθέτες, τραγούδια και ταινίες που αγάπησε είναι εκεί, η Μέριλ Στριπ, ο Σπίλμπεργκ, ο Λιν, η Μαντόνα, ο Όσιμα κ.α. κι ακόμα περισσότερο το Blade Runner και ο Γούντι Άλεν που δεν θα τον αφήσουμε να πεθάνει ποτέ, ίσως γιατί οι νευρωτικοί έρωτες αφήνουν πολύ μεγαλύτερο περιθώριο ζωής από την νομοτελειακότητα της ελληνικής τραγωδίας.
Σ’ αυτή την ταινία που δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς αν είσαι κορίτσι ή σκονισμένος μυστικός πράκτορας, οι ευχές της αρχής θα γίνουν πραγματικότητα αφού οι ηρωίδες δεν θα φοβηθούν να θυμηθούν και άρα να αποχαιρετίσουν ό,τι έχασαν, υπενθυμίζοντας και στους θεατές πως το σινεμά δεν μπορεί να ξαναδώσει ζωή, είναι όμως, σε θέση να βοηθήσει τη μνήμη να κρατήσει ζωντανό ό,τι αγαπάει, έτσι που η Winona να εμφανιστεί ξανά μπροστά μας για μια ακόμα στιγμή πριν της επιτρέψουμε να μας αφήσει τελείως.