του Ζαχαρία Μαυροειδή
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1920_apostratos.jpg

Ελλάδα, 2011. Ο Άρης (Μιχάλης Σαράντης), νεαρός εισαγωγέας μηχανών εσπρέσο, μετακομίζει απ’ τη Γλυφάδα στου Παπάγου, στο σπίτι του εκλιπόντος παππού Αριστείδη. Προσωρινά κι από προσωπική επιλογή όπως ισχυρίζεται στη μητέρα του (Γιώτα Φέστα). Εκεί, θα βρει παλιούς φίλους, ξεχασμένους ήρωες και το Βάσο (Θανάση Παπαγεωργίου) ένα γέρο κομουνιστή στον οποίο, για αδιευκρίνιστους λόγους, ο ταγματάρχης παππούς έχει παραχωρήσει ένα σπίτι. Η νέα πραγματικότητα ισούται με συγκατοίκηση με το παρελθόν, μπάσκετ με τους παλιόφιλους και πλάκες για τα όσα τους λείπουν. Μια μέρα της μαρμότας για τριαντάρηδες με κρυμμένα μυστικά, όνειρα που οδεύουν προς κατάρρευση, την αγωνία μιας ολόκληρης γενιάς που παροπλίστηκε πριν της ώρας της – «αποστρατεύτηκε» χωρίς να ζήσει την ενηλικίωσή της. Απέναντι στις ελπίδες που δεν πεθαίνουν αλλά δεν λένε και να υλοποιηθούν, η σταδιακή οικειοποίηση του ρόλου του παππού μοιάζει σαν μια κάποια διέξοδος για τον Άρη. Μόνο που τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται κι η στρατιωτική στολή θ’ αποδειχτεί πιο ασφυκτική απ’ όσο φανταζόταν.
Ο Απόστρατος είναι η δεύτερη ταινία μεγάλου μήκους του Ζαχαρία Μαυροειδή μετά τον Ξεναγό (2011). Ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος της ταινίας, την χαρακτηρίζει ως μια «σκοτεινή κωμωδία» απόρροια της ανάγκης του να ερμηνεύσει τις κοινωνικές αλλαγές που συντελέστηκαν στα χρόνια της κρίσης. Η επιστροφή πολλών τριαντάρηδων σε κενά σπίτια εκλιπόντων συγγενών, οι απόηχοι του ηρωικού παρελθόντος που εκείνοι έζησαν, αλλά και μιας Ιστορίας που εξακολουθεί να διχάζει, αποτέλεσαν τα εναύσματα του Μαυροειδή.   Η κινηματογράφηση υιοθετεί έτσι την οπτική του πρωταγωνιστή, δεν αποποιείται, όμως, το ρόλο του παρατηρητή, «σπάζοντας» συχνά-πυκνά τα δρώμενα σε μια σειρά από μικρότερες σκηνές που λειτουργούν σαν πίνακες ή ταμπλό βιβάν με δική τους ουσία το καθένα. Η οπτική, άλλοτε καθαρά κινηματογραφική κι άλλοτε πιο εικαστική ή και θεατρική «δένει», πάντα το αισθητικό αποτέλεσμα με την αφηγηματική οικονομία. Η ρετρό διάθεση και η αίσθηση γεωμετρίας είναι εμφανείς στα περισσότερα πλάνα, ενώ η συμμετρικότητα κάποιων κάδρων θυμίζει κάποιες στιγμές Γουες Άντερσον.
Η κάμερα τοποθετείται μετωπικά απέναντι σ’ ό,τι κινηματογραφεί και μ’ ένα πολύ ευκρινές, συνεκτικό ύφος, πλησιάζει ή απομακρύνεται από το αντικείμενό της σαν τα πρόκειται να το βγάλει φωτογραφία. Ο φωτισμός κάνει τα πράγματα να φαίνονται ξεκάθαρα ή δημιουργεί μια αίσθηση έλλειψης όπως ακριβώς αισθάνεται κι ο ήρωας που όλο νομίζει ότι κάτι έμαθε για να διαπιστώσει τελικά ότι πρόκειται για κάτι άλλο.  Η αφήγηση δίνει στον κάθε χαρακτήρα και στην κάθε γενιά τη δική της θέση και στάση στα δρώμενα της ιστορίας, με τους ηθοποιούς να αποτελούν ένα από τα πιο δυνατά χαρτιά της ταινίας, καθώς ο σκηνοθέτης έχει συγκεντρώσει τρεις γενιές εξαιρετικών ηθοποιών έτσι ώστε να μην γίνεται να ξεχωρίσει κανείς αφού όλοι είναι υπερβολικά καλοί, εκτός ίσως από μια ιδιαίτερη μνεία στον πρωταγωνιστή Μιχάλη Σαράντη που κατόρθωσε να σταθεί επάξια απέναντι στον Θανάση Παπαγεωργίου και να τα βγάλει πέρα με όλες τις διαφορετικές συναισθηματικές διακυμάνσεις της ιστορίας.
Και τα υπόλοιπα επιμέρους στοιχεία της ταινίας, όμως, λειτουργούν πολύ καλά από την διεύθυνση φωτογραφίας που αποδίδει επακριβώς τις προθέσεις του σκηνοθέτη έως το μοντάζ που «σφίγγει» όσο μπορεί την αφήγηση και από τα υποδειγματικά σκηνικά και κοστούμια έως τη  μουσική του Θοδωρή Ρέγκλη που κατορθώνει να λειτουργήσει ως σχολιασμός και υπογράμμιση των όσων συμβαίνουν.  
Όλα όσα διακυβεύονται στον Απόστρατο είναι σημαντικά, η συνεχής μετατόπιση του κέντρου βάρους της αφήγησης, όμως, δυσκολεύει το θεατή καθώς η ταινία μετατρέπεται από ιστορία ενηλικίωσης και κοινωνικοπολιτικό σχόλιο με ψυχολογικές προεκτάσεις σε εν δυνάμει κοινωνικό δράμα και αφήγημα προδοσίας για να καταλήξει τελικά σε ερωτική ιστορία στην οποία τα παράσημα θ’ αποδειχτούν λιγότερο σημαντικά απ’ την αγάπη. Η ευκολία του Μαυροειδή σ’ όλες αυτές τις μεταβάσεις δείχνει σίγουρα ευελιξία και ματιά δημιουργού, θα χρειαζόταν, όμως, ένα μεγαλύτερο και πιο έγκαιρο κεντράρισμα σε κάποια από τις δυνατές γραμμές εξέλιξης έτσι ώστε οι στόχοι και οι προτεραιότητες της ταινίας να μπορέσουν να καταστούν ξεκάθαρες στο θεατή. Παρ’ όλα αυτά παραμένει μια τρυφερή, συγκινητική ταινία που με χιούμορ, δεξιοτεχνία και ειλικρίνεια παρουσιάζει όλα αυτά που θέλει να καταδείξει.
Για τον ήρωα η απόσταση από το «Πού να εξηγώ» του Αντώνη Βαρδή που ανοίγει την ταινία, μέχρι το «Είσαι παντού και πουθενά» της Μαρινέλλας που την κλείνει αποδεικνύεται κάτι παραπάνω από ένα τσιγάρο δρόμος. Τον διανύει με δυσκολία, αλλά και με γενναιότητα αφήνοντας μας την ελπίδα για πιο ανοιχτούς ορίζοντες και για μια ιστορία που θα είναι δική του.

Η ταινία προβλήθηκε στο  60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης όπου κέρδισε το Βραβείο Κοινού Fischer και το Βραβείο Νεότητας.