του Άρη Χατζηστεφάνου
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_teleytaio-taxidi.jpg

«Ξεκίνησα για την Ιαπωνία ξέροντας μόνο δυο γιαπωνέζικες λέξεις για να συνεννοηθώ μαζί της: Σακουρά που θα πει ανθός της κερασιάς και Κοκορό που θα πει καρδιά. Ποιος ξέρει, έλεγα με το νου μου, μπορεί οι δυο αυτές απλότατες λέξεις να φτάνουν.» Ένα ταξιδιωτικό κείμενο του Νίκου Καζαντζάκη και η βαθιά φωνή του Γιάννη Αγγελάκα γίνονται το όχημα για μια στοχαστική και οπτικά γοητευτική περιπλάνηση στο αστικό, πολιτισμικό και πολιτικό τοπίο της σύγχρονης Ιαπωνίας και του δυτικού κόσμου γενικότερα. Αλλά και για την ανάδειξη της διαχρονικότητας ενός μεγάλου -στην εποχή του- αιρετικού.
Ακολουθώντας επιλεκτικά τα βήματα ενός κατεξοχήν ανήσυχου πνεύματος όπως αυτό του Καζαντζάκη, τους προβληματισμούς και τις αμφιταλαντεύσεις του στη διάρκεια των δύο ταξιδιών του στην Άπω Ανατολή, το 1935 και το 1957, ο Χατζηστεφάνου αντιπαραθέτει τη δουλεμένη, στιβαρή και ποιητική γλώσσα του μεγάλου Κρητικού με γυαλιστερές ασπρόμαυρες, καλειδοσκοπικές εικόνες της σύγχρονης Ιαπωνίας, συμπληρωμένες σποραδικά από εικονογραφήματα και επίκαιρα εποχής. Από την πρώτη ερωτική σχεδόν πλεύση του με το Κασίμα Μαρού, ως τη δεύτερη, μετά τη Χιροσίμα, επίσκεψή του στη χώρα - που μας παραδίδεται δια στόματος της συζύγου του Ελένης ( εδώ της Όλιας Λαζαρίδου) ο θεατής-ακροατής γίνεται μάρτυρας ενός πλούσιου σε εικόνες ταξιδιωτικού οδοιπορικού, που συνομιλεί διαρκώς με το ιστορικό παρόν. Ένα διπλό καθρέφτισμα διαπερνάει το σώμα του ντοκιμαντέρ: ο καζαντζακικός λόγος από τη μια, ως ερμηνευτικό σχόλιο ενός κινούμενου σύγχρονου κόσμου (μέσα από αργά τράβελινγ ή γρήγορες σκηνικές μετατοπίσεις) και η κινηματογραφική απεικόνιση μιας αναλλοίωτης στο χρόνο πραγματικότητας από την άλλη, ως αντανάκλαση της φωνής του συγγραφέα.
Η αφήγηση ακολουθεί κεφάλαια- σταθμούς ή ιδέες: Κόμπε, Οσάκα, Νάρα, Κιότο, Τόκιο. Αλλά και Κaroshi, ο θάνατος από υπερβολική εργασία, η σύγχρονη δουλεία. Ο Χατζηστεφάνου , γνωρίζει καλά πού πρέπει να ρίξει το βάρος. Από την αρχή μας προετοιμάζει εξάλλου με την ιστορία του ναυάρχου Πέρι. «Σωτηρία δεν υπάρχει. Πώς να τα βάλεις με τους άσπρους δαίμονες;» Κι όσο κι αν «το εξαίσιο θέαμα» της εξωτικής Ανατολής προσφέρεται πλέον προς τέρψη και αγαλλίαση , «τα ειδύλλια περνάνε γρήγορα» και ο παλιός κόσμος θα παραδοθεί στη λαίλαπα του καπιταλισμού, στην επικράτεια ενός γκρίζου «χωρίς ομορφιά και γλύκα» βιομηχανικού τοπίου. Ανάμεσα στο παραδοσιακό και το νεωτερικό στέκεται μετέωρος ο συγγραφέας-ταξιδευτής, ενώ ναοί με τεράστιους Βούδες, χαρτάκια με ξόρκια και προσευχές, χειράμαξες και Uber- ντελιβεράδες, ουρανοξύστες, κυλιόμενες και εναέρια τρένα, τελετές τσαγιού και τα κόκκινα φανάρια της Γιοσιβάρα, ο πόλεμος και η ατομική βόμβα, ο Φριτς Λανγκ και ο Κουροσάβα, αλλά και παλιές και σύγχρονες πανδημίες, όλα συναντιούνται ή διασταυρώνονται σε αυτή τη γεμάτη ποικιλία οπτική διαδρομή. Που καταλήγει εντέλει στο ανυποψίαστο ραντεβού του αφηγητή με την ασιατική γρίπη, στο Τελευταίο της ζωής του ταξίδι.
«Το ταξίδι είναι σαν το κρασί. Και πίνεις και δεν μπορείς να μαντέψεις τι οράματα θα κατεβούν στο κεφάλι σου. Σίγουρα ταξιδεύοντας βρίσκεις ό,τι μέσα σου έχεις… Γιατί κάθε ταξιδευτής δημιουργεί πάντα τη χώρα όπου ταξιδεύει». Το ίδιο και ο θεατής, που απορρίπτοντας κάθε είδους αντικειμενικότητες, μέσα από τους διαλεκτικούς τρόπους ενός ντοκιμαντέρ, επιλέγει και ερμηνεύει.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου