της Εύης Καλογηροπούλου 
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2122_ston-throno-toy-xerxi.jpg

Σ’ ένα καρνάγιο στο Πέραμα όπου οι άνθρωποι δεν επιτρέπεται να αγγίζονται, έχουν, όμως, τους τρόπους τους να κοιτάζονται και να νιώθουν, ο Γιώργος (Γιώργος Μαζωνάκης), αρχιεπιστάτης και παλιότερος στη δουλειά, υπερβαίνει με τις σκέψεις και το βλέμμα του τους περιορισμούς και τα στερεότυπα στην επιθυμία. Τον καταπιεσμένο ερωτισμό θα εντείνει κι άλλο η άφιξη ενός νεαρού ζευγαριού που ζητάει δουλειά. Αυτή τη φορά, το μηνιαίο ταξίδι του Γιώργου στη Σαλαμίνα δεν θα ακολουθήσει την ίδια ρότα…
Σπουδή πάνω σ’ ένα τραγούδι που μιλάει γι αυτονομία και όνειρα; Έργο κομμένο και ραμμένο πάνω στον νωχελικό αισθησιασμό και την υπεράνω συμβάσεων προσωπικότητα του Γιώργου Μαζωνάκη; Ταινία μικρού μήκους με ξέχειλο οπτικό ερωτισμό και διακριτή εικαστική ματιά, που επωφελείται από ένα σενάριο με συμπυκνωμένη ουσία; Στιλιζαρισμένη, μεταμοντέρνα αισθητική που δεν αφήνει κανένα πλάνο στην τύχη και -επιτέλους!- δεν υπηρετεί την αποδόμηση, αλλά το νόημα και τη σύνδεση, δίνοντας στο «Ανήκω σε μένα» υπόσταση μέσα απ’ το παιχνίδι με το βλέμμα του Άλλου;. Ή μήπως υπαρξιακό-κοινωνικό σχόλιο πάνω σε μια sci-fi εργασιακή δυστοπία καθρέφτη μιας γενικότερης σύγχρονης πραγματικότητας; Όπως και να δει κανείς -και ισχύουν όλα- την ταινία Στον Θρόνο του Ξέρξη της σκηνοθέτριας, εικαστικού και video artist Εύης Καλογηροπούλου, το αποτέλεσμα τη δικαιώνει. Μαζί της δικαιώνει και την απόφαση της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση να της αναθέσει τη δημιουργία ενός έργου με επίκεντρο τον τραγουδιστή σε φόρμα που θα επέλεγε η ίδια.
Γνωρίζοντας τον Μαζωνάκη για το σκοπό αυτό, η Καλογηροπούλου διαπίστωσε από κοντά αυτό που το κοινό του - δηλαδή όλη σχεδόν η Ελλάδα -, πάντα ήξερε, ότι δηλαδή η ντομπροσύνη κι η λαϊκότητά του είναι αυθεντικές κι ο ίδιος είναι ένας καλλιτέχνης που ζει και τραγουδάει τις επιθυμίες του μ’ απλοχεριά και χωρίς κρατήματα, γι αυτό ακριβώς κι ο κόσμος τον αγαπάει –έχει μια ανοιχτοσύνη και κλείνει το μάτι σε όλα. Ταυτόχρονα η περσόνα του, όπως κι αν μεταβάλλεται, υπερβαίνει τους περιορισμούς του κοινωνικού φύλου και των προτιμήσεων κάθε λογής κι αυτό είναι από μόνο του μια πολύ μάγκικη συμπερίληψη –μπορεί κανείς ν’ αρμενίσει κατ’ όπου θέλει. Αυτή ακριβώς είναι κι η αίσθηση που αφήνει η ταινία παίζοντας με την αμφισημία και στρέφοντάς το βλέμμα προς τα μέσα σ’ ένα περιβάλλον αρρενωπότητας που δεν αφήνει εκτός, όμως και τις γυναίκες, σ’ έναν αναπάντεχο, αλλά διόλου τυχαία επιλεγμένο χώρο, μιας και όπως έμαθαν η σκηνοθέτρια και ο σεναριογράφος της, Γιώργος Τελτζίδης, ο Μαζωνάκης είναι απ’ το Πέραμα κι ο πατέρας του έχει εκεί καρνάγιο.
Η ταινία, που ήδη πήρε το βραβείο του Canal + στις Κάννες, χρησιμοποιεί τη βαριά κι επιβλητική φωνή του Μαζωνάκη, σε μια στιβαρή εκτός κάδρου αφήγηση (πολλά εύσημα εδώ στη σκηνοθέτρια που κατόρθωσε να εντάξει έναν σταρ σ’ ένα σύνολο και να τον καθοδηγήσει όπως ήθελε εκείνη) η οποία δίνει τον τόνο ολόκληρης της ταινίας, αφήνοντας το τραγούδι «Ανήκω σε μένα» να το πει στην οθόνη, αισθαντικά κι από καρδιάς ο Νέγρος του Μοριά, ακόμα ένας καλλιτέχνης που ξεκάθαρα αποφασίζει ο ίδιος για το πού ανήκει. Πολύ καλή και η διασκευή της Kid Moxie, που συνοδεύει τον «Ξέρξη» ενόσω απαρνιέται το θρόνο του κι αφήνεται να τον πάρει η θάλασσα, δηλαδή η επιθυμία. Παρ’ όλα αυτά, βέβαια και παρά τα «Ανήκω σε μένα» που ακούγονται, ο ήρωας κατά την απόδραση φρόντισε να μην είναι μόνος του στη βάρκα. Διότι, όπως λέει κι ένα άλλο τραγούδι οι άνθρωποι άλλα λένε κι άλλα κάνουν. Τίμιο, που θα’ λεγε κι ο Μαζώ. Και κάτι παραπάνω.