του Γιώργου Γούση
(η κριτική της Ζωής- Μυρτώς Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2223_xeiropalaistis.jpg

Αεικίνητος, πεισματάρης κι ειλικρινής, καλόκαρδος κι ελαφρώς παραπονιάρης, ικανός να εκφράσει σε δύο μόλις κουβέντες όλα τα κακώς κείμενα του περίγυρου και του εαυτού του, καφετζής-ταβερνιάρης, κλόουν κι ιδιοκτήτης παροπλισμένου λεωφορείου, αλλά πάντα -και πάνω απ’ όλα- χειροπαλαιστής με μυαλό πρωταθλητή, ο τριαντάχρονος Πάνος, ζει σε μόνιμη ταλάντευση, αλλάζοντας κάθε τόσο τόπο, σχέδια και δουλειές, αναζητώντας κάτι που αγνοεί, αλλά που είναι σίγουρος πως θα γεμίσει επιτέλους την ψυχή του. Απ’ την Αθήνα στο απομονωμένο ηπειρώτικο χωριό καταγωγής του και πίσω -κι έπεται συνέχεια- κι απ’ το θυμοσοφικό -όπως κι ο ίδιος-, καφενείο-ταβέρνα του όπου τα υπέροχα γερόντια του σπάνε τα νεύρα με τα κουτσομπολιά τους, μέχρι την ανακουφιστική -προσωρινά- ανωνυμία της πρωτεύουσας και της δουλειάς εκεί, η μόνη σταθερά του Πάνου είναι οι μοναχικές, προπονήσεις του κι η αφοσίωσή του στη χειροπάλη. Σ’ αυτό το συνεχόμενο μπρα-ντε-φερ του με τη ζωή, ο Πάνος, μοιάζει λίγο με το λεωφορείο του: παίρνει εύκολα μπροστά, δυσκολεύεται, όμως, να προχωρήσει…  
Υπαρξιακό, συγκινητικό κι ανθρώπινο, γλυκόπικρο και γεμάτο ενέργεια, με το χιούμορ και τον αυτοσαρκασμό διόλου να μην του λείπει, το ντοκιμαντέρ Χειροπαλαιστής του Γιώργου Γούση, με ήρωα τον αδελφό του σκηνοθέτη, είναι ένα πορτρέτο, μεγάλης ακρίβειας και βάθους, του ήρωα, της ελληνικής επαρχίας, αλλά και της ανθρώπινης ψυχής που περιπλανιέται για να βρει, αυτό που νοιώθει πως της λείπει. Η ταινία συμπυκνώνει όλα της τα νοήματα, με απλό κι απολαυστικό για το θεατή τρόπο, επωφελούμενη τα μέγιστα απ’ την δυνατότητα του πρωταγωνιστή της για στοχασμό και κριτική κι απ’ την άκρως ενδιαφέρουσα προσωπικότητά του, στοιχεία που είναι σε θέση να αναδείξει μέσα από την εξαιρετική φωτογραφία και το σφιχτοδεμένο μοντάζ, αλλά και τη μουσική που σχολιάζει παιχνιδιάρικα τις εικόνες. Τα τοπία λειτουργούν ως ψυχικές αποτυπώσεις των συναισθημάτων του ήρωα, διαπλέκοντας την μοναχικότητά του με τη μελαγχολία της ελληνικής επαρχίας και της φύσης. Σαν Οδυσσέας πού ψάχνει μόνιμα το σπίτι του, χωρίς να έχει ιδέα πού βρίσκεται, ο Πάνος βρίσκει προς το παρόν τις απαντήσεις στον καθρέφτη του και στην επικέντρωση στον εαυτό του-όπως πολύ γλυκά του εξηγεί το κορίτσι του-, έχοντας αντί για σκαρί, αυτοκίνητο -αγαπημένο σύμβολο κίνησης κι ελευθερίας του Γούση, όπως διαπιστώσαμε και στα Μαγνητικά Πεδία- και προσπαθεί μέσα απ’ την κίνηση να επισπεύσει την ψυχική μετακίνησή του -κάτι που όμως δεν είναι τόσο εύκολο όσο νόμιζε.
Ο Γιώργος Γούσης παρατηρούσε πολλά χρόνια, απ’ ότι λέει, αυτές τις εξωτερικές κι εσωτερικές διαδρομές του αδελφού του, κι αποδεικνύεται πως το έκανε με τόση προσοχή που χρειάστηκαν μόνο μερικές μέρες γύρισμα για ν’ αποτυπώσει την ψυχή του στο πανί, μετατρέποντας την ομώνυμη και ήδη βραβευμένη μικρού μήκους ταινία του στο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ που τώρα βλέπουμε και πολύ επάξια ήδη κέρδισε κι αυτό βραβεία.   
Η ενηλικίωση δεν έρχεται ακόμα στο Χειροπαλαιστή κι αυτό δεν αφορά μόνο τον ίδιο τον ήρωα αλλά ακόμα περισσότερο την πραγματικότητα που τον περιβάλλει, -όπως διαπιστώνουμε στην εντελώς σουρεαλιστική κι απόλυτα πραγματική σκηνή με το κύπελο που δεν θέλουν να του δώσουν (το ντοκιμαντέρ νικάει συχνά και τα καλύτερα σενάρια, ας το ξαναπούμε είναι μεγάλη αλήθεια!)—που δεν πρόκειται να τον βοηθήσει περισσότερο, πόσο μάλλον όσο δεν είναι ξεκάθαρος σε σχέση με τους σκοπούς και τους στόχους. Μέχρι να τους βρει, συνεχίζει να κινείται, κι έτσι ο Χειροπαλαιστής γίνεται ταινία δρόμου, εσωτερικού κι εξωτερικού μαζί, συνδυασμό τον οποίο ο Γούσης, όπως απέδειξε ήδη και στα Μαγνητικά Πεδία, ξέρει ν’ αποτυπώνει εξαιρετικά καλά, εδώ και με τη βοήθεια του Γιώργου Κουτσαλιάρη, που έκανε την διεύθυνση φωτογραφίας κι ένα μέρος του μοντάζ, κι αποτέλεσε μέρος της «παρέας» που έφτιαξε την ταινία, μια και το αποτέλεσμα είναι ομαδικό, όπως λέει ο Γούσης, κι αυτό είναι μάλλον μ’ ένα τρόπο και το νόημα όλων αυτών: η ανάγκη κάπου ν’ ανήκεις.