του Ζαχαρία Μαυροειδή
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
b_505X0_505X0_16777215_00_images_2324_to-kalokairi-tis-karmen.jpg

Στα Λιμανάκια της Βάρκιζας, αγαπημένη παραλία της γκέι κοινότητας για μπάνιο, γυμνισμό και κοινωνικοποίηση, αλλά και για σεξ που ενώνει τάξεις κι ιδεολογίες, δύο κολλητοί φίλοι, ο Δημοσθένης κι ο Νικήτας, περνάνε τη μέρα μαζί στα βραχάκια κάτω απ’ τον ήλιο που καίει. Κολυμπάνε, κουτσομπολεύ ουν, αναζητάνε λύσεις για το τέλειο σενάριο που η Νικήτας θέλει να γράψει πάνω στη ζωή τους και συζητάνε, τις διαφορετικές κάπως απόψεις τους, για τα όσα επηρέασαν τη φιλία τους δύο καλοκαίρια πριν. Τότε που ο Νικήτας είχε την ιδέα για το σενάριο κι ο Δημοσθένης είχε υποσχεθεί να τον βοηθήσει αλλά δεν το έκανε, γιατί τον χώρισε ο σύντροφός του και δεν είχε μυαλό για τίποτα – παρά μόνο για να παριστάνει ότι δεν τον νοιάζει. Βασικός κανόνας κάθε σεναρίου, λέει το βιβλίο-ευαγγέλιο, είναι πως στο τέλος της ιστορίας ο ήρωας αλλάζει. Αλλάζουν, όμως, οι άνθρωποι Δημοσθένη μου; Για να δούμε, γιατί κι η Κάρμεν χρειάζεται ένα σπίτι.
«Κουίρ bromance κωμωδία με πολύ ξεδιάντροπο χιούμορ», αποκαλυπτική εκ των έσω ματιά στη διαδικασία συγγραφής ενός σεναρίου, κάπως σαν το Adaptation του Σπάικ Τζόνζι, ταινία που διηγείται την ίδια της την κατασκευή, τρυφερή εμβάθυνση στο τι σημαίνει τόπος για «ψωνιστήρι», στοργική απεικόνιση οικογενειακών, φιλικών, αλλά και κοινοτικών δεσμών, και μερικά ακόμα που θα τα δούμε μέχρι και γραμμένα πάνω στην οθόνη για να μην τα ξεχάσουμε, Το καλοκαίρι της Κάρμεν του Ζαχαρία Μαυροειδή, αυτή η ανυποχώρητα «αναπολογητική» ταινία, όπως επίσης την χαρακτηρίζει ο σκηνοθέτης της, κερδίζει όλα τα, ομολογουμένως δύσκολα στοιχήματα, που βάζει στον εαυτό της εξαρχής, και διατηρώντας την ελευθερία στην έκφραση και τη φόρμα της – με μεγάλο σεβασμό του κινηματογραφικού μέτρου ταυτόχρονα- κάνει το θεατή να ευχαριστηθεί πολύ τη διαδρομή της.
Με πληθωρική διάθεση, ενίοτε ερωτική ή και διδακτική ανάλογα με τα κέφια του σκηνοθέτη, αλμοντοβαρική χρωματική παλέτα και αντίστοιχες εικαστικές επιρροές, με γουντιαλενικές αποχρώσεις νεύρωσης και μετρημένη την υπερβολή από τη σύνθεση των κάδρων μέχρι και τις ερμηνείες (με το Νικήτα του Ανδρέα Λαμπρόπουλου να έχει μια μεγαλύτερη δυνατότητα μεταβολισμού των όσων συμβαίνουν), εναλλάσσοντας επιδέξια το τώρα με το πριν, και τα εξωτερικά με τα εσωτερικά πλάνα, και βάζοντας τα διαφορετικά σκηνικά, από τα βραχάκια μέχρι το Athens pride, να δείχνουν τη σημασία τους για την κουίρ κοινότητα, το Καλοκαίρι της Κάρμεν παρουσιάζει τη ζωή ως ένα αμφιθέατρο όπου όλα συμβαίνουν ταυτόχρονα και ολοκληρώνει την κούρσα της έχοντας αιωρηθεί μ’ επιτυχία πάνω από κάθε εμπόδιο, σαν free runner πρωταθλητής, που αγκαλιάζει ετερόκλητα στοιχεία, δίνοντάς τους συνοχή και νόημα, με την φρεσκάδα και την αισιοδοξία των κινήσεών του, προκαλώντας στο τέλος και μια συγκίνηση που δύσκολα θα αποφύγουμε να μην μας αγγίξει .
Αποδεικνύοντας εντελώς λανθασμένες όλες τις υποψίες της αρχής για τηλεοπτική οπτική και λάμψη δίχως περιεχόμενο και κρατώντας συνεχώς την πολύχρωμη επιφάνεια αρκετά διαφανή για να φαίνονται όλα αυτά, τα πολύ πιο βαθιά που συμβαίνουν αποκάτω, η ταινία μας παίρνει μαζί της σ’ ένα «ταξιδάκι αναψυχής» όπου το τραύμα, δεν είναι ένα, ούτε ενός, και παραμένει πάντα μισοκρυμμένο, σαν τον πατέρα στο διπλανό δωμάτιο, δεν καταλαμβάνει ποτέ τη σκηνή, ούτε δείχνει τα δόντια του, αλλά κινείται με διάφορους τρόπους κάτω απ’ την επιφάνεια (καμιά φορά κουνώντας και την ουρά του σαν την σκυλίτσα Κάρμεν), επηρεάζοντας τις πράξεις και τις σκέψεις των ηρώων, δίνοντας συνοχή στην ταινία και πολύ υλικό για να σκεφτεί ο θεατής, που δεν θα πειστεί στα σίγουρα ότι οι άνθρωποι αλλάζουνε, αλλά θα σκεφτεί ότι μερικές φορές ίσως και να μην χρειάζεται κιόλας
«Η πραγματικότητα δεν είναι πάντα ρεαλιστική» λέγεται κάποια στιγμή, δουλειά του σκηνοθέτη, όμως, είναι να την κάνει να φαίνεται έτσι, κι ο Μαυροειδής καταφέρνει απόλυτα να ελέγξει εδώ τον πολύπλευρο κόσμο μιας ταινίας που αποτελεί πολύ καλό δείγμα κουίρ σινεμά, αφορά, όμως, κι ευρύτερα το κοινό, αφού η υπαρξιακή της διάσταση –κυρίαρχη αν λίγο ξύσει κανείς την επιφάνεια -την καθιστά τόπο συνάντησης -κάπως σαν τα Λιμανάκια της Βουλιαγμένης – και συνύπαρξης, όπου διαφορετικών λογιών άνθρωποι μπορούν να βρουν κάτι που θέλουνε και να ξεχάσουν για λίγο τη μοναξιά τους. Κάτι σαν αυτό που καταφέρνει και μια αίθουσα σινεμά δηλαδή. Την οποία εδώ ο θεατής δεν θα πρέπει να εγκαταλείψει πριν πέσει κι ο τελευταίος τίτλος τέλους.