Η δεύτερη ταινία μιας τριλογίας που ξεκινάει αντίστροφα από την ενήλικη ζωή (Yumurta/ Αυγό, 2007) και καταλήγει στην παιδική ηλικία ενός ποιητή ( Bal/ Μέλι, 2010). Στο «Sut/ Γάλα» παρακολουθούμε τις προσπάθειες του δεκαοχτάχρονου Γιουσούφ να απογαλακτιστεί από το μητρικό περιβάλλον και να δοκιμάσει τις δυνάμεις του στην ποιητική συγγραφή. Ο ονειροπόλος νέος που ζει με τη χήρα μητέρα του σε ένα μικρό σπίτι στα περίχωρα μιας μεγαλούπολης δε νοιάζεται και πολύ για τα πρακτικά ζητήματα του αγροτικού τους νοικοκυριού. Η κοινωνία όμως στην οποία ζει βρίσκεται σε μετάβαση, τόσο στην οικονομία όσο και στα ήθη, γεγονός που εντείνει την αβεβαιότητα και την ανησυχία του ήρωα. Και ενώ τα ίχνη του καινούριου κάνουν διακριτικά την εμφάνισή τους μέσα από εικόνες όπως αυτές της γρήγορης ανοικοδόμησης ή της εξωτερικής μεταμόρφωσης της μάνας, ο γιος ξεκινάει το δικό του εσωτερικό ταξίδι καταφεύγοντας σε φυσικά τοπία που κλείνουν μια μυστικιστική δύναμη, στοιχείο που διατρέχει έντονα και την τελευταία ταινία της τριλογίας.
Περνώντας μέσα από τις τραυματικές εμπειρίες μιας δύσκολης ενηλικίωσης- την αποτυχία του να πουλήσει το γάλα, την απόρριψή του από το στρατό, το ξύπνημα της ερωτικής επιθυμίας της μητέρας – ο Γιουσούφ μπαινοβγαίνει αμίλητος στα δωμάτια του σπιτιού, περιπλανιέται σε φυσικούς τόπους, συναντάει πρόσωπα, αναζητάει κάτι που συχνά παραμένει άγνωστο. Κάποιες από τις σκηνές αυτής της ασύνδετης αναζήτησης αγγίζουν συχνά τα όρια του υπερρεαλιστικού , ενώ παράλληλα δημιουργούν μια ατμόσφαιρα αλλόκοτου ποιητικού ρεαλισμού που εντείνεται από την επαναληπτική χρήση συμβόλων. Το ρόδι και το δέντρο, το φίδι του σπιτιού και το γάλα είναι βγαλμένα μέσα από την παράδοση των αγροτικών κοινωνιών και επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών. Υπάρχει όμως μια βεβαιότητα. Ο νεαρός ήρωας που συχνά χάνεται στο σκοτάδι ή αναδύεται μέσα από αυτό, -όπως στην απροσδόκητη σκηνή του τέλους- βρίσκεται μετέωρος ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, λίγο πριν πάρει τις καθοριστικές για τη ζωή του αποφάσεις.
Το «Γάλα» έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός κινηματογράφου ελλειπτικού που δίνει έμφαση όχι στη δράση αλλά στη δημιουργία συναισθημάτων. Υιοθετώντας την οικονομία του λόγου, τα αργά και στατικά πλάνα, τα μισοφωτισμένα κάδρα που κρύβουν στο βάθος τους τη σημαντική λεπτομέρεια, διαπραγματεύεται το θέμα της σχέσης μάνας-γιου και της απώλειας των εφηβικών ψευδαισθήσεων. Μιας σχέσης έλξης και απώθησης , όπως αυτή αποτυπώνεται με τον πιο έντονο αλλά και αποκρουστικό τρόπο στην αινιγματική εισαγωγική σκηνή της ταινίας, ένα είδος σαμανιστικού εξορκισμού με πρωταγωνιστές το φίδι , το γάλα και το σώμα της νεαρής μάνας.
της Καλλιόπης Πουτούρογλου [Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]