(Δυο Κορίτσια)
του Kutluğ Ataman
Η Behiye ζει σ’ ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον: αισθάνεται να καταπιέζεται από τη συντηρητικών ηθών οικογένεια της αλλά και από τον αυταρχικό αδελφό της. Θα γνωρίσει την Handan, που ζει μια τελείως διαφορετική ζωή: είναι χωρίς πατέρα και μένει μαζί με την ελαφρών ηθών μητέρα της. Οι δύο κοπέλες γρήγορα θα γίνουν φίλες: επισκέψεις στα καταστήματα καλλυντικών, βόλτες στη ευρωπαϊκή Κωνσταντινούπολη. Η Behiye, γοητευμένη από τη φίλη της και τον ανέμελο τρόπο ζωή της, θα φύγει από το σπίτι και θα πάει να μένει μαζί με την Handan και την μητέρα της. Η Handan είναι απογοητευμένη από τη ζωή που ζει και προσπαθεί να βρει τον πατέρα της ο οποίος έχει μεταναστεύσει στη Αυστραλία. Οι δύο κοπέλες κάνουν παρέα με τον Erim και τον φίλο του, όμως η Behiye είναι καχύποπτη απέναντι τους. Όταν η Handan θα αποφασίσει να βγει ραντεβού μαζί τους, οι δύο φίλες θα τσακωθούν. Η συμβίωση της Bechiye με την Handan και τη μητέρα της είναι προβληματική, εντάσεις και τσακωμοί προκαλούνται.
Η ταινία θα μπορούσε να’ ναι το πορτραίτο της γυναικείας φιλίας στα δύσκολα χρόνια τη εφηβείας. Όμως η σκόπευση του σκηνοθέτη είναι ευρύτερη: αυτό που παρουσιάζει είναι δύο κοπέλες οι οποίες είναι φυλακισμένες στη ζωή που κάνουν. Η Behiye, λόγω των συντηρητικών και παραδοσιακών ηθών, η Handan λόγω της ελευθεριότητας, που χαρακτηρίζει τη ζωή της μητέρα της. Για τον σκηνοθέτη, όπως συμβαίνει και στη προηγούμενη του ταινία Lola and Bilidikid έτσι και σ’ αυτή, το διαφορετικό απειλείται από τα συντηρητικά ήθη: μόνος δρόμος η προσωπική επανάσταση. Και οι δύο κοπέλες μοιάζουν να αναζητούν την θερμότητα των συναισθημάτων και σταθερό έδαφος για να υπάρξουν. Και την μεν θερμότητα μπορούν να βρουν στη μεταξύ τους σχέση, το δε σταθερό έδαφος παραμένει διαρκώς ένα ζητούμενο. Η ταινία καταγράφει, λοιπόν, την πορεία των δύο κοριτσιών προς τον αυτοπροσδιορισμό, την απεξάρτηση τους από το νοσηρό περιβάλλον στο οποίο ζουν. Οι ήττες της μιας ή οι νίκες της άλλης σ’ αυτό τον αγώνα δεν είναι παρά μικρά βήματα προς την ελευθερία.
Δ.Μ.