(A Town of Love and Hope)
του Nagisa Ôshima
Στο σχετικά άγνωστο και μάλλον δυσεύρετο ντεμπούτο του Ôshima βρίσκουμε σε πρωτόλεια μορφή τη βίαιη και σεξουαλική ορμή που θα στιγματίσει την ύστερη νεωτερικότητα στην Ιαπωνία και θα σημάνει το τέλος της εποχής της αθωότητας. Ποιας αθωότητας όμως; Αυτής που ακολούθησε την συνθηκολόγηση της Ιαπωνίας και απέταξε το μιλιταρισμό μαζί με όλα τα παραδοσιακά δεινά που συνδέθηκαν με την αυτοκρατορική περίοδο και κουλτούρα. Το όραμα του εκδημοκρατισμού με την ευημερία που θα ακολουθούσε στο οικονομικό θαύμα των Ιαπώνων το 1980 έχει τίμημα που τότε ο νεαρός Ôshima διέγνωσε και σκηνοθέτησε με ελεγχόμενη οργή. Η απελευθέρωση της μανίας του Ôshima θα τροφοδοτήσει τα μηδενιστικά του έργα της πρώιμης αλλά και μεσαίας περιόδου για τα οργισμένα νιάτα (γνωστά και ως seishun-eiga έως τον φεμινιστικό εορτασμό της σεξουαλικότητας του 1976 όταν η «Αυτοκρατορία των Αισθήσεων» συγκλόνισε τις ταξινομήσεις του σινεμά του δημιουργού.
Ο Masao ζει με την ανάπηρη αδελφή του και τη μητέρα του στις φτωχογειτονιές του Τόκυο τις οποίες η κάμερα του Ôshima παρουσιάζει σε ένα όμορφο πανοραμίκ στο πλάνο εγκαθίδρυσης, «κόβοντας» στην συνέχεια στην ταξική διαστρωμάτωση με κοντινό στα βήματα των πεζών. Δουλεύοντας ως λούστρος ο Masao εκπαιδεύει περιστέρια, ένα από τα οποία αγοράζει η αστή Kyoko. Η φιλία των δύο νέων θα ευδοκιμήσει αλλά όταν ο Masao θα αποβληθεί από το σχολείο λόγω της παρεκλίνουσας συμπεριφοράς του, η σχέση θα καταρρεύσει και ο καθένας θα επιστρέψει στην εστία του (το αστικό σπίτι σε αντίθεση με τη θέση του Masao στην πλατεία) με το περιστέρι, σύμβολο της ελευθερίας, να πέφτει ψόφιο από το αεροβόλο του αδελφού της Kyoko.
Με νεορεαλιστικές επιρροές αυτό το 65λεπτο σε διάρκεια έργο επιβεβαιώνει ότι πολλές φορές το μεγάλο σινεμά είναι και το πολύ απλό σινεμά. Η εναρκτήρια σεκάνς θέτει το κοινωνικό πλαίσιο με τη συνεκδοχή του φυλακισμένου περιστεριού να αποβαίνει για αρχή αρκετά περιεκτική από μόνη της. Όχι ακόμα οργισμένα από το πέπλο του μηδενισμού που θα συνοδεύσει το εκρηκτικό σε ταχύτητα εκσυγχρονισμό της Ιαπωνίας, τα νιάτα τρέφονται από ρομαντικά κατάλοιπα αγάπης και οικογενειακής συνοχής. Όλα τα στοιχεία μελό λοιπόν είναι εδώ: φτωχός νέος με άρρωστη μάνα, πλούσια φιλενάδα με αδελφό-ιδιοκτήτη εταιρείας ο οποίος αρνείται να προσλάβει τον Masao και η αγάπη ως το περιστέρι που ο νεαρός αναγκάζεται να πουλήσει καρτερώντας την επιστροφή του, μαζί και της πραγμάτωσης του έρωτά του. Στα σκιρτήματα του Ιαπωνικού New Wave τέτοιος ανθρωπισμός είναι πλέον παροπλισμένος και ματαιωμένος από την πραγματικότητα ενός οικονομικού ‘μιλιταρισμού’ που καραδοκεί στη γωνία αλλά και από το Ασιατικό αυτή τη φορά «λυκόφως των ειδώλων». Οι ταξικές διαφορές αγεφύρωτες και το ‘καλό παιδί’ εδώ διακρίνεται από ελαττώματα τα οποία επιτρέπουν στον Ôshima να στοχοποιήσει το ‘σινεμά του ανθρωπισμού’ στη χώρα του (ειδικά αυτό του Kinoshita).
Καθόλου ελάσσων έργο όπως εκτιμούν οι περισσότεροι∙ αντιθέτως, μείζων ως προς τη φρέσκια κινηματογράφηση και την Nouvelle Vague επιρροή αλλά και ως προς το παγερό πολιτικό μήνυμα που εκπυρσοκρότησε από την οργισμένη κοινωνική προσέγγιση του Ôshima που υπονομεύει τα «πλάσματα» κοινωνικής συμφιλίωσης του πρόσφατου μεταπολεμικού παρελθόντος.
Σπύρος Γάγγας
Ai to kibô no machi / A Town of Love and Hope (Nagisa Ôshima, Japan, 1959)