(Σχιστά μάτια)
του Anthony Shim
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Φεύγοντας τη δεκαετία του 90 απ’ την Κορέα για τον Καναδά η Σο-Γιούνγκ ήθελε μια καλύτερη ζωή για την ίδια και τον γιό της Ντονγκ Χουν. Οι συνθήκες ζωής είναι γενικά καλές στη νέα τους χώρα, αλλά η προσαρμογή δεν είναι ρόδινη για τον Ντονγκ Χουν, που πλέον λέγεται Ντέιβιντ, μια και όπως πολύ ευγενικά εξηγεί η δασκάλα στη μητέρα του οι Καναδοί ξενίζονται με τα κορεάτικα ονόματα. Ο καιρός, ωστόσο, περνάει κι ο έφηβος πια Ντέιβιντ, ενσωματωμένος εντελώς στο περιβάλλον του όλο και δυσανασχετεί με τη μητέρα του και της θυμώνει. Ένα αναπάντεχο γεγονός επιδρά κι άλλο στη σχέση τους και βάζει τη Σο-Γιούνγκ σε δίλημμα. Μήπως πρέπει να δείξει τώρα στον Ντονγκ Χουν όσα του έκρυβε τόσα χρόνια;
Ταινία που δείχνει να πηγαίνει προς μια κατεύθυνση, αλλά κάνει σοκαριστικά επί τόπου στροφή προς μια άλλη για να μας ταξιδέψει, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στα διαγενεακά ανείπωτα των πρωταγωνιστών και να μας δείξει πως ό,τι βλέπουμε είναι εν τέλει το ίδιο θέμα, τα Σχιστά μάτια σε σκηνοθεσία και σενάριο του Άντονι Σιμ, με βιώματα απ’ την παιδική ηλικία του σκηνοθέτη, απεικονίζει τρυφερά μια μητρική αγάπη που μακροθυμεί σε μια σχέση μάνας-γιού που μεταβάλλεται στο χώρο και το χρόνο. Ταυτόχρονα, είναι μια ταινία ενηλικίωσης για δύο, που με όχημα τη μετανάστευση, διατρέχει θέματα εκφοβισμού, ξενοφοβίας και «πολιτισμένου» ρατσισμού, εξελίσσεται, όμως, πολύ πιο υπαρξιακά προς θέματα ταυτότητας κι εαυτού που πλήττεται εξαιτίας του τραυματικού, που εδώ δεν είναι μόνο οι προκλήσεις της μετανάστευσης όπως νομίζαμε αρχικά, αλλά κι όλα αυτά που η Σο-Γιούνγκ κρατάει κρυφά απ’ το γιό της. Χαμηλόφωνα, ουσιαστικά κι εσωτερικά, με τον τρόπο του ασιατικού σινεμά (μια κι αυτό δείχνει να έχει επηρεάσει το σκηνοθέτη, σε συνδυασμό με το ανεξάρτητο αμερικανικό σινεμά) να μην καθυστερεί, αλλά να παίρνει το χρόνο του, και με μια κινηματογράφηση που αποπνέει διαρκώς κάτι απ’ τη ζεστασιά αυτής της μάνας, ίσως γιατί εσκεμμένα έχει γίνει σε φιλμ 16 χιλιοστών, τα Σχιστά μάτια, βραβευμένα ήδη σε πολλά Φεστιβάλ, δρουν στη σκέψη του θεατή σαν ένας ήρεμος στοχασμός εμβάθυνσης πάνω σε θέματα ταυτότητας, ζωής και θανάτου. Και παρ’ ότι η πλοκή αφορά μια συγκεκριμένη κατάσταση (ή μάλλον δύο όπως θα διαπιστώσουμε στη συνέχεια), οι προβληματισμοί και τα ερωτήματα που ο σκηνοθέτης αναδεικνύει μέσα απ’ αυτήν αποδεικνύονται πολύ πιο οικουμενικά κι ευρεία, όπως ας πούμε τι αφήσαμε πίσω για να προχωρήσει ή ζωή, τι απαρνιόμαστε ακόμα κι ασυνείδητα απ’ τον εαυτό μας λόγω του περιβάλλοντος, ή πώς επηρεάζουν τις επόμενες γενιές αυτά που οι προηγούμενες δεν θέλουν να θυμούνται. Το ταξίδι της Σο-Γιούνγκ και του Ντονγκ Χουν μεταξύ των ηπείρων, γίνεται έτσι ένας εσωτερικός διάπλους του εαυτού κοινός για όλους μας με το τέλος του, να βρίσκεται όπως περίπου θα έλεγε κι ο Έλιοτ στην αρχή, όταν επιστρέφοντας βλέπουμε το μέρος για πρώτη φορά, έχουμε δηλαδή αλλάξει βλέμμα. Ο τρόπος με τον οποίο οι δύο ήρωες βρίσκουν τον εαυτό τους ξανά ανακτώντας τη χαμένη συνέχειά τους, δεν ενδυναμώνει μόνο αυτούς απέναντι σε κάθε δυσκολία κι απώλεια, αλλά κάνει δυνατή και συγκινητική και την ταινία.
Νύχτες Πρεμιέρας 2023