του Phạm Ngọc Lân
(κριτική: Δημήτρης Μπάμπας)
Μια γυναίκα μέσης ηλικίας, βυθισμένη στη θλίψη και το πένθος επιστρέφει στο σπίτι της στο Βιετνάμ. Μαζί της κουβαλά ένα εξωτικό ζώο – ένα πυγμαίο λόρι- και τις στάχτες από τον προσφάτως αποτεφρωθέντα εν διαστάσει σύζυγό της. Η νεαρή ανιψιά της και ο αγαπημένος της την περιμένουν στο σπίτι. Συζητήσεις για τον επικείμενο γάμο τους…
Η κοπέλα είναι μονόχειρας –θύμα των επιπτώσεων του πολέμου του Βιετνάμ και δουλεύει σαν νηπιαγωγός προσέχοντας μικρά παιδιά στο σπίτι της. Η τελετή του αρραβώνα. Και τα παρεπόμενά της…
Η αφήγηση παρακολουθεί αυτές τις δύο παράλληλες πορείες γυναικών, συχνά με τρόπους ποιητικούς: η μια που διανύει τέλος της μέσης ηλικίας, βιώνει με έναν ιδιαίτερο τρόπο το πένθος της και την απογοήτευση της από τη ζωή, ενώ η νεαρή γυναίκα με τις ανασφάλειες και τα τραύματα στη ψυχή προσπαθεί να διαχειριστεί την αφετηρία της νέας της ζωής και την πορεία προς την γαμήλια τελετή.
Η σκηνοθεσία χρησιμοποιώντας το ασπρόμαυρο σχεδιάζει κυρίως το συναισθηματικό πορτραίτο της μεγαλύτερης ηλικίας ηρωίδας. Απέναντί της τοποθετεί τη νεαρή κοπέλα με τις συναισθηματικές αβεβαιότητες του μέλλοντός της: οι εντάσεις της μεταξύ τους σχέσης συνιστούν το κύριο μέρος της δραματικής πλοκής. Είναι εντάσεις μεταξύ δύο διαφορετικών γενεών, με διαφορετικές εμπειρίες και διαφορετικά βιώματα, είναι τα ανοικτά τραύματα μέσα στην οικογένεια που καθορίζουν την μεταξύ τους σχέση. Ωστόσο είναι η μεγαλύτερης ηλικίας που αποτελεί το αληθινό δραματικό πρόσωπο της αφήγησης: σημαδεύεται από την σχέση με το παρελθόν, ή καλύτερα από τη νοσταλγία σ’ ένα παρελθόν που τώρα φαντάζει ειδυλλιακό, όταν ο κομμουνισμός κτιζόταν, για να μεταλλαχθεί λίγο αργότερα και κατά αναλογίαν προς τα κινέζικα ειωθότα, να οδηγηθεί στον “βιετναμέζικο” δρόμο του σοσιαλισμού, δηλαδή τον καπιταλισμό.
Έτσι η ταινία συνιστά, κατά κάποιον τρόπο, και ένα στοχασμό για τη διαδρομή της χώρας μέσα στο χρόνο από τις άγριες και φτωχές μέρες, μετά την νίκη στον πόλεμο με τους Αμερικάνους, την μετανάστευση στην Ευρώπη, στο σήμερα του καπιταλισμού, από τον ιδεαλισμό του τότε στο κυνισμό του σήμερα.
Το άγαλμα του Χο Τσι Μιχ, το υδροηλεκτρικό εργοστάσιο έργο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού και οι στάχτες του νεκρού καταλήγουν στα ορμητικά νερά που βγαίνουν από το φράγμα στο υδροηλεκτρικό εργοστάσιο: συνιστούν έντονες υπογραμμίσεις για τις αλλαγές που έχουν τελεστεί.
Φεστιβάλ Βερολίνου 2024