(Ο χορός του Πολ Ποτ)
του Enrique Sánchez Lansch
(κριτική: Ζωή- Μυρτώ Ρηγοπούλου)
Μια χώρα που μέσα σε πέντε χρόνια χάνει το ένα τέταρτο του πληθυσμού της και σχεδόν όλους της τους χορευτές, τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους. Ένας πρωθυπουργός-δικτάτορας μ’ αλλαγμένο όνομα που μετατρέπει μια αγροτική ουτοπία σ’ εφιάλτη. Και μια πρώην χορεύτρια της βασιλικής αυλής που θα διασώσει αργότερα σχεδόν ολομόναχη τον παραδοσιακό χορό της χώρας της. Αφού πρώτα ανακαλύψει τυχαία πως υπεύθυνος για όλη αυτή τη φρίκη ήταν ο θετός της γιός-μικρός αδελφός του άνδρα της. Με άλλα λόγια η ιστορία της Καμπότζης επί Ερυθρών Χμερ και Πολ Ποτ μέσα απ’ τα μάτια και τις κινήσεις της χορευτικής της κοινότητας. Και μαζί ένας φόρος τιμής σε μια πολύτιμη Καμποτζιανή καλλιτεχνική παράδοση και σε μια σπουδαία χορεύτρια και προσωπικότητα, την Τσία Σάμι.
Με πολύ κι εξαίσιο χορό, με πανέμορφα κοστούμια σε μεγαλόπρεπα μέρη του κάποτε, με αρχειακό υλικό και μ’ επισκέψεις στους χώρους των γεγονότων, αλλά και στις αναμνήσεις και στις σκέψεις των δύο κύριων αφηγητών κι όλων των συμμετεχόντων, Ο Χορός του Πολ Ποτ, μας γνωρίζει όσο πιο άμεσα και βιωματικά γίνεται μια σκοτεινή πλευρά της Ιστορίας του 20ου αιώνα μέσα απ’ τη φωτεινή ιστορία μιας γυναίκας που διέσωσε ένα κομμάτι της ψυχής της Καμπότζης. Ιστορία φρίκης και ομορφιάς μαζί, που εξιστορείται εξίσου με χορό και λόγια, με προσωπικές εξομολογήσεις και με κινήσεις που φανερώνουν κι οι δυο τη Δύναμη της Τέχνης, έτσι όπως θα γίνει το Καλό που θ’ αναμετρηθεί με το Κακό σαν τη γυναικεία θεότητα Moni Mekhala που με την ευφυία και την σοφία της θα υπερισχύσει του δαίμονα της θύελλας, Ream Eyso.
Πολλά απ’ τα τραύματα της «θύελλας» των Ερυθρών Χμερ που σάρωσε την Καμπότζη από το 1975 έως το 1979 παραμένουν, ωστόσο, ανεπούλωτα κι η ταινία το δείχνει, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ισορροπήσει την αίσθηση της απώλειας με το θάρρος της επανόρθωσης και ν’ αντιδιαστείλει στην ανθρώπινη σκοτεινιά τα υψηλά ιδανικά του χορού και το κάλλος. Για να τα καταφέρει θυσιάζει κάτι απ’ τη δύναμή της, αναδεικνύει, όμως με μεγαλύτερη διαύγεια -και με υπέροχες κινήσεις χεριών- τη λάμψη του Καλού και τον τρόπο της παράδοσης να επιβιώνει και να εξελίσσεται και να δίνει νόημα στη ζωή και στις κοινότητες των ανθρώπων. Η Τέχνη του χορού μετατρέπεται έτσι εδώ σ’ ελπίδα επιβίωσης του Καλού με το χρόνο να είναι κρυφός σύμμαχός του. Φυσικά ακόμα κι οι καλύτερες προθέσεις δεν μπορούν να απαντήσουν σκοτεινά ερωτήματα για την ανθρώπινη ψυχή, όπως πως είναι δυνατόν ένα τόσο γλυκό αγόρι μεγαλώνοντας ν’ αλλάζει τόσο;
Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης 2024