(μικρό σχόλιο για τις τέχνες του χώρου και του χρόνου)
H ζωγραφική μας δίνει απόλυτη ελευθερία ως προς την σκέψη. Τί εννοούμε με αυτό; Εννοούμε ότι όλα όσα είναι να συμβούν έχουν ήδη συμβεί και μας δίνονται πάνω στον πίνακα. Όλα είναι εκεί, ακίνητα. Τίποτα δεν θα αλλάξει. Μπορούμε να πάρουμε όσο χρόνο θέλουμε για να κοιτάξουμε τον πίνακα, να σκεφτούμε, να φύγουμε και να επιστρέψουμε αργότερα σε αυτόν. Η ζωγραφική είναι τέχνη του χώρου.
Μια συναυλία ζωντανής μουσικής δεν μας δίνει καμία ελευθερία αντίστοιχη της ζωγραφικής. Η προσοχή μας πρέπει να είναι κάθε στιγμή στραμμένη σε αυτήν (τη μουσική), δεν μπορούμε να φύγουμε και να επιστρέψουμε, αυτό που θα έρθει, θα έρθει με τον χρόνο και εμείς πρέπει να σταθούμε εκεί. Για να ακούσουμε ολόκληρο το μουσικό κομμάτι πρέπει να περιμένουμε. Η μουσική είναι τέχνη του χρόνου.
Η λογοτεχνία μοιάζει να στέκεται στη μέση. Μπορούμε να σταματήσουμε το διάβασμα ενός βιβλίου όποτε θέλουμε, να επιστρέψουμε σε κάποια προηγούμενη σελίδα, να σκεφτούμε γι αυτό που διαβάζουμε όση ώρα θέλουμε. Όπως στη ζωγραφική. Αλλά δεν μπορούμε να δούμε όλα όσα έχουν συμβεί στο βιβλίο παρά μόνο όταν φτάσουμε στο τέλος. Δεν έχουμε μια συνολική εικόνα της ιστορίας του βιβλίου (όπως έχουμε μια συνολική εικόνα του πίνακα), αλλά χρειάζεται χρόνος για να φτάσουμε στο τέλος (όπως στην μουσική). Τον ρυθμό ανάγνωσης το ελέγχουμε εμείς. Στην λογοτεχνία λοιπόν, δεν έχουμε την απόλυτη δέσμευση του χρόνου -όπως στη μουσική- ούτε όμως και την απόλυτη ελευθερία του χώρου -όπως στη ζωγραφική.
To σινεμά, όταν βλέπουμε μια ταινία στην αίθουσα προβολής, δεν μας δίνει καμία ελευθερία αντίστοιχη της ζωγραφικής. Πρέπει να είμαστε εκεί με την προσοχή μας στραμμένη στην οθόνη. Είναι μια τέχνη του χρόνου (όπως η μουσική) υπό την έννοια ότι απαιτείται χρόνος για να δούμε μια ταινία, δεν μας δίνονται όλα ταυτόχρονα μπροστά στα μάτια μας, όπως στη ζωγραφική.
Το σινεμά όταν βλέπουμε μια ταινία στο σπίτι μας, όπου μπορούμε να σταματήσουμε την προβολή όποτε θέλουμε, να πάμε πίσω, να αλλάξουμε κεφάλαιο κλπ, μας δίνει μια ελευθερία αντίστοιχη της λογοτεχνίας. Δηλαδή μπορούμε να δούμε την ταινία με διαλείμματα, να σταματήσουμε και να σκεφτούμε για όση ώρα θέλουμε, αλλά για να έχουμε μια συνολική εικόνα πρέπει να φτάσουμε στο τέλος της ταινίας (όπως όταν διαβάζουμε ένα βιβλίο πρέπει να φτάσουμε στο τέλος του).
«Η τρίτη σκέψη»
Αυτό που γεννιέται στη συνάντησή μας με τον κόσμο μιας ταινίας στο σινεμά – και το ίδιο συμβαίνει βεβαίως σε κάθε σχέση μας με την τέχνη- είναι μια «τρίτη σκέψη».
Η φαντασία του σκηνοθέτη συλλαμβάνει εσωτερικά και έπειτα αναπτύσσει, σχεδιάζει και υλοποιεί εξωτερικά μια ταινία χρησιμοποιώντας όλους ή κάποιους από τους τρόπους του σινεμά (χρώμα, ήχος -μουσική -λόγος, κάδρο, κίνηση, φωτογραφία κλπ) σε διαφορετικό βαθμό κάθε φορά, για να μας δώσει μια ζωντανή σκέψη, μια διάθεση και κάποια συναισθήματα για τη σχέση του (του σκηνοθέτη) με τον κόσμο.
Αυτός ο κινηματογραφικός κόσμος, με την ατμόσφαιρά του, συναντά «εν κινήσει», δηλαδή εν όσο η ταινία προβάλλεται, τη δική μας σκέψη, αίσθηση, διάθεση κλπ. ως θεατών. Η προπαιδεία μας, τα ερεθίσματά μας, η σκέψη μας, η γνώση μας, η κουλτούρα μας κλπ. επηρεάζουν ασφαλώς το τί θα προσέξουμε περισσότερο στην ταινία, σε ποία δράση, ποιόν ήρωα, ποίες εικόνες θα εστιάσει η προσοχή μας, πώς και πόσο θα ερεθιστεί η διάθεσή μας.
Όμως αυτό που προκύπτει δεν είναι απλώς η σκέψη μας για την ταινία, γιατί η ταινία δεν είναι μια επιφάνεια τυχαίων πληροφοριών όπου μπορούμε να βρούμε ό,τι θέλουμε εμείς, να διαλέξουμε τα κομμάτια που μας αρέσουν και να τα συνθέσουμε με όποιον τρόπο θέλουμε. Όταν παρακολουθούμε ένα χαρακτήρα σε μια ταινία, μπορεί να νομίζουμε ότι «απλώς τον βλέπουμε», αλλά αυτό που συμβαίνει, είναι ότι κάθε φορά τον βλέπουμε με τον τρόπο που η ταινία μας επιτρέπει ή μας προτείνει να τον δούμε: με χρώμα ή χωρίς, με θολή φωτογραφία ή με υψηλή οξύτητα, από κοντά ή από μακριά, από χαμηλά ή από ψηλά. Υπάρχει ήδη μια στάση, σκέψη και διάθεση γύρω από αυτόν τον χαρακτήρα, μια ατμόσφαιρα που η ταινία εμφανίζει. Η ταινία δεν είναι παθητική. Το σινεμά είναι ήδη έναν τρόπος σκέψης. Φανερώνει νόημα, συναίσθημα, κίνηση, ένταση, πνοή. Δεν υπάρχει βλέμμα (του θεατή) μίας κατεύθυνσης. Αυτό που κοιτάζουμε, μας κοιτάζει πίσω, κοιταζόμαστε μέσα του.
Ίσως κάποιος να υποστηρίξει ότι κάθε θεατής (ανάλογα με τις γνώσεις του και την τριβή του με το σινεμά) καταλαβαίνει ένα ποσοστό (ένα μέρος) της σκέψης της ταινίας. Αλλά πώς μπορεί κανείς να ορίσει την σκέψη της ταινίας καθ’ εαυτήν για να πει σε ποίο ποσοστό την βιώνει ο κάθε θεατής; Ο θεατής δεν είναι παθητικός δέκτης, δεν είναι απλώς ένα δοχείο που υποδέχεται μικρότερο ή μεγαλύτερο ποσοστό της ταινίας.
Δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την πρώτη σκέψη από μόνη της (τη σκέψη του θεατή) ή την δεύτερη σκέψη από μόνη της (την σκέψη της ταινίας καθ' εαυτήν). Βιώνουμε μια τρίτη σκέψη. H ατμόσφαιρα της ταινίας, η σκέψη της και η δράση της, η κίνηση και ο ρυθμός της συναντούν την δική μας διάθεση, την δική μας (ετοιμότητα για) σκέψη, τον δικό μας ρυθμό και ψυχισμό. Και αυτός είναι ο λόγος που όλες οι ταινίες δεν μας αγγίζουν με τον ίδιο τρόπο.
Γιώργος Παυλίδης