b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_the-maltese-falcon.jpg

There are open wounds, shrunk sometimes to the size of a pin-prick but wounds still.
F. Scott Fitzgerald, Tender Is the Night

Λίγο εκεί πριν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου το αμερικάνικο όνειρο μοιάζει να γίνεται εφιάλτης. Τα κόκκινα παπούτσια της Dorothy δεν μπορούν πια να κάνουν τα μαγικά τους. Η νέα γενιά, που ανδρώθηκε στη δίνη του πολέμου, γύρισε πίσω με την καρδιά της αλλαγμένη. Η πίστη στην αθωότητα και την ομορφιά του κόσμου είχε πεθάνει στα πεδία των μαχών. Η ζωή θα συνεχιζόταν, αλλά οι ήρωες είχαν πια αποδημήσει. Στο πανί και στις σκοτεινές λεωφόρους των πόλεων βάδιζαν τώρα οι μοναχικές φιγούρες των αντιηρώων. Το παρελθόν που κουβαλούσαν ήταν βαρύ· δεν τους επέτρεπε να ξαναβγούν στο φως. Κι έτσι, εγένετο σκότος. Και το σκοτάδι αυτό έμελλε να φωλιάσει στις αίθουσες και στις καρδιές των παραγωγών και του κοινού για μια ολόκληρη δεκαετία.
Ο όρος φιλμ νουάρ χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 από τον Γάλλο κριτικό και σεναριογράφο, Nino Frank. Ο Frank καταπιάστηκε να αναλύσει τις ταινίες «The Maltese Falcon», «Laura» , «Murder, My Sweet» και «Double Indemnity» και υποστήριξε ότι κυρίαρχο γνώρισμα και των τεσσάρων φιλμ δεν ήταν απλά η διαλεύκανση ενός εγκλήματος, αλλά η αποκάλυψη του βαθύτερου ψυχισμού των ανθρώπων· ενός ψυχισμού σαθρού, χωρίς πυξίδα ηθικής πλεύσης. Από την ημέρα της δημοσίευσης του άρθρου του στο περιοδικό L’Ecran français μέχρι και σήμερα, ακαδημαϊκοί του σινεμά και φανατικοί σινεφίλ δεν σταμάτησαν στιγμή να κονταροχτυπιούνται για τον ορισμό του νουάρ. Κάποιοι θα υποστηρίξουν ότι το νουάρ δεν είναι ξεχωριστό κινηματογραφικό είδος, αλλά στυλ, ενώ άλλοι θα αναφερθούν σ’ αυτό ως φαινόμενο ή κύκλο.
Ένα όμως είναι σίγουρο. Οι στρατιώτες που γύρισαν πίσω στο Μπρούκλιν και την Αστόρια δεν δούλευαν σε στούντιο παραγωγής και με κανένα τρόπο δεν μπορούσαν να πείσουν την Paramount ή την 20th Century-Fox να γυρίσουν ταινίες κομμένες και ραμμένες στα μέτρα τους. Τότε όμως ποιος έπεισε το Χόλλυγουντ να πενθήσει on camera τη χαμένη του νιότη; Ποιος θα μπορούσε να χτίσει ένα καθαρό εφιάλτη; Μάλλον κάποιος που τον είχε ζήσει ξανά στο παρελθόν.
Οι πρόσφυγες Ευρωπαίοι δεν κουβάλησαν στην Αμερική μόνο τις βαλίτσες τους, αλλά και την εμπειρία του Νοσφεράτου. Το φιλμ νουάρ δεν είναι αγνώστου πατρός. Είναι γνήσιο τέκνο του γερμανικού εξπρεσιονισμού. Η οθόνη σπάει κομματάκια. Γίνεται μια μεγάλη σκακιέρα από άσπρο και μαύρο· από φως και σκοτάδι. Τα δωμάτια δεν έχουν παράθυρα κι αν έχουν οι γρίλιες είναι κατεβασμένες. Πίσω από τις κουρτίνες καραδοκούν άγνωστες σκιές, ενώ το συνεχές της βροχής υπενθυμίζει το θάνατο του ήλιου και της ζεστασιάς.
Στο Paint it Black: The Family Tree of the Film Noir o Raymond Durgnat ψάχνει να μας αποκαλύψει τα θέματα του νουάρ: έγκλημα, γκάνγκστερ, κυνηγητό, ιδιωτικοί ντεντέκτιβ, πόρνες, ψυχοπαθείς, σεξουαλικές παρεκκλίσεις, καταραμένες γυναίκες, κατάσκοποι. Σε κανέναν δεν θα έκανε την παραμικρή εντύπωση αν έβλεπε μια ταινία, όπου ένας ντεντέκτιβ προσπαθεί να διαλευκάνει ένα βίαιο έγκλημα. Θα μας προβλημάτιζε όμως αν στο σενάριο μιας άλλης ένας ψυχοπαθής νεαρός όμορφος άντρας ερωτευόταν μια μυστηριώδη βαμπ και από κοινού προσπαθούσαν να ξεφύγουν από ένα κατάσκοπο, ένα γκάνγκστερ κι ένα ντεντέκτιβ. Αν η πρώτη ταινία είναι αστυνομική περιπέτεια, η δεύτερη είναι καθαρόαιμο νουάρ.
Ο πόλεμος δεν άλλαξε μόνο τους άντρες. Άλλαξε και τις γυναίκες. Οι χαριτωμένες γραμματείς και δακτυλογράφοι με τα κομιλφό χτενίσματά τους και τις μίντι φούστες παράτησαν τις ζεστές τους θέσεις δίπλα στους διευθυντές και ρίχτηκαν στις χειρωνακτικές εργασίες. Όσο οι προστάτες έλειπαν απ’ την πατρίδα αυτές έπρεπε να εξασφαλίσουν την ευημερία του τόπου. Η κυβέρνηση έκαμψε τις όποιες αντιδράσεις με τη μεγαλειώδη προπαγανδιστική εκστρατεία της με επίκεντρο τη δυναμική και όμορφη, Rosie the Riveter. Το πρότυπο της μητέρας, της γλυκιάς αρραβωνιαστικιάς, της υπάκουης κόρης τινάχτηκε στον αέρα όταν η μητέρα, η αρραβωνιαστικιά και η κόρη έπιασαν στα χέρια τους τα πρώτα δολάρια του δικού τους μόχθου και ιδρώτα.
Η γυναίκα έχοντας σπάσει τα καλούπια του παραδοσιακού της ρόλου μετατοπίζεται από το γνώριμο στο ανοίκειο. Πυκνό μυστήριο καλύπτει το παρελθόν της. Ερωτική και επικίνδυνη, θανατηφόρα, αλλά και γνήσιο αντίδοτο της πληκτικής καθημερινότητας εισβάλλει στον κόσμο των αντρών για να διεκδικήσει όσα στερήθηκε τα προηγούμενα χρόνια. Άκαρδη και σκληρή, ψεύτρα και ικανή, εντοπίζει τα θύματά της πολύ νωρίς και δεν τ’ αφήνει να ανασάνουν μέχρι να’ ναι πολύ αργά. Με όπλο της τη σεξουαλική πρόκληση διεγείρει όσους την κοιτούν και παίζει μαζί τους όπως η γάτα με το ποντίκι, καταδικασμένη από την ψυχανάλυση να φθονεί το πέος.b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_laura.jpg

Αν το Όσα παίρνει ο άνεμος χρωστάει το σενάριό του στο μυθιστόρημα της Margaret Mitchell, οι ιστορίες του νουάρ οφείλουν ευγνωμοσύνη στο pulp fiction. Όχι, δεν πρόκειται απλώς για αισθησιακές, τολμηρές ιστορίες με σασπένς τυπωμένες σε φτηνό χαρτί. Πρόκειται για το ανακάτεμα της παράδοσης του ρεαλισμού και της πλούσιας εμπειρίας των δημιουργών τους. Διεφθαρμένοι μπάτσοι, εκβιαστές, ντεντέκτιβ που δέχονται ανώνυμα τηλεφωνήματα στη μέση της νύχτας. Κουστούμι, καμπαρντίνα και ελαφρώς γερμένο καπέλο μπροστά. Σκληρή γλώσσα, γεμάτη υπονοούμενα, χωρίς ταμπού και ωραιοποιήσεις. Αρχετυπική φιγούρα του νουάρ, που ήρθε στη ζωή χάρη στο βιρτουόζου του είδους Dashiell Hammett, ο Sam Spade, ενσαρκωμένος από τον Bogart στο The Maltese Falcon. Ο Hammett απέδωσε στο χαρτί ένα χαρακτήρα καθηλωτικό παίρνοντας αφορμή από τις ιστορίες που έζησε στον πόλεμο και στη δουλειά του, ως ντεντέκτιβ. Κι ο Bogart ζωντάνεψε τον Spade, συμβολοποιώντας για πάντα τον εαυτό του, την ίδια του την μορφή, ως βασιλιά του νουάρ.
Στα χνάρια του Spade με φινέτσα περισσή θα περπατήσει ο Jeffrey Beaumont, όταν θα βρει ένα κομμένο αυτί στο γκαζόν του. Στο Μπλε Βελούδο ο Lynch, βαθιά επηρεασμένος από τη νουάρ παραγωγή των κλασικών χρόνων, καταφέρνει και φτιάχνει μια ιστορία ένα από τα θέματα της οποίας είναι οι ήρωες του νουάρ. Η μοιραία γυναίκα, ο απίστευτα βίαιος και σάπιος κακοποιός και πάνω απ’ όλα ο εξερευνητής της αλήθειας. Ο Beaumont θα προσπαθήσει με κάθε τίμημα να φτάσει στην αλήθεια. Οι ηθικές καταβολές του δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρες. Όπως και στο νουάρ άλλωστε το ηθικό και το ανήθικο μάλλον αποσιωπούνται σαν έννοιες και περισσότερο φανερώνονται σαν πραγματικότητες. Ο Kyle MacLachlan καλείται να αναπαραστήσει τη φιγούρα του hard-boiled αρσενικού· αποτυπώνει στις κινήσεις του το μύθο του άντρα του νουάρ. Τα κίνητρά του μένουν στο σκοτάδι, μέσα του. Βλέπουμε μόνο τις χειρονομίες του. Προσπαθούμε να αφουγκραστούμε αν αγαπά ή αν πονά, αλλά είναι αδύνατο να συντονιστούμε με τους χτύπους της καρδιάς του. Οι άντρες στο νουάρ δεν έχουν καρδιά.
Τα βήματα του νουάρ ήρωα είναι βήματα χορού. Τουτέστιν, προδιαγεγραμμένα. Η πορεία του μοιάζει με τη σταθερή τροχιά ενός πλανήτη. Παρατημένος σ’ ένα κόσμο που παραπαίει, χωρίς την ασφάλεια και τη σιγουριά των παραδοσιακών καταφυγίων, ο νουάρ ήρωας πορεύεται υποχρεωτικά μόνος. Ξεχασμένος μ’ ένα τσιγάρο στο στόμα κάτω από μία πινακίδα νέον που αναβοσβήνει αναμετράται διαρκώς με τη μοίρα του. Οι επιλογές του είναι προκαθορισμένες. Πολλές φορές μοιάζει σαν να ξέρει ότι υπάρχει σενάριο και πλοκή, που πρέπει πιστά να ακολουθήσει.
Ο διπολικός τρόμος που ακολούθησε τη φρίκη του πολέμου εγκατέστησε το αίσθημα της ανασφάλειας βαθιά μέσα στην ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Σ’ ένα κόσμο, όπου η δικαιοσύνη μοιάζει παραμύθι, η πολιτική εξουσία αλεπού και τα θεμέλια της δυτικής παράδοσης δυναμιτίζονται, δεν υπάρχει χώρος για αισιοδοξία. Ο ήρωας κουβαλά στο ταξίδι του προς το τέλος ολόκληρο το πληγωμένο και αιμάσσον συλλογικό ασυνείδητο. Το παρελθόν του δεν είναι μόνο δικό του. Είναι το παρελθόν των ανθρώπων της γενιάς του, των θεατών και των πατεράδων τους. Η πίστη στην καλοσύνη και η τελεολογία της ευτυχίας (happy end) δίνουν τη θέση τους στον πεσιμισμό και το θάνατο. Γιατί ο νουάρ ήρωας δεν φοβάται να πεθάνει. Μάχεται ενάντια στις δυνάμεις που προσπαθούν να τον εξαφανίσουν όχι για να ζήσει, αλλά για να νοιώθει ζωντανός καθώς μάχεται.
Η κανονικότητα της ζωής στο νουάρ αποτελεί εξαίρεση. Οι ήρωες πενθούν για τη ζωή τους μ’ ένα ποτήρι ουίσκι για γεύμα και κοιμούνται τη μέρα, όπως οι βρικόλακες, μ’ ένα τασάκι τσιγάρα στο προσκέφαλό τους. Το μέλλον, η παρουσία της νέας ζωής, τα παιδικά βήματα, απουσιάζουν παντελώς. Δεν υπάρχει συνέχεια στη συνταγή της αποτυχίας. Ο κόσμος θα τελειώσει μαζί τους.

Μαρία Παπαδάκη .
b_505X0_505X0_16777215_00_images_1718_double-indemnity.jpg
Double Indemnity (1955)
Yes, I killed him. I killed him for money - and a woman - and I didn't get the money and I didn't get the woman.
Pretty, isn't it?
Walter Neff