Αντιμέτωπος με όλα όσα η προηγούμενη διεύθυνση κληροδότησε –το δυσθεώρητο χρέος και την αλλοίωση της καλλιτεχνικής του ταυτότητας – ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Δημήτρης Εϊπίδης επιχείρησε μια δύσκολη ανασυγκρότηση. Καταρχάς την επιστροφή του Φεστιβάλ στην κοιτίδα του, δηλαδή στο πλαίσιο του ανεξάρτητου κινηματογράφου (απορρίπτοντας έτσι την αντίληψη δημοσίων σχέσεων που συστηματικά η προηγούμενη διεύθυνση πρόκρινε), την εφαρμογή ενός μέτρου (με τη διττή σημασία του όρου), δηλαδή κριτηρίων (αισθητικών ή άλλων) στη σύνθεση του προγράμματος (η απουσία των οποίων τα προηγούμενα χρόνια είχε οδηγήσει σ’ ένα σιμπίλημα μεταμοντέρνου κιτς) και τέλος κάτι που εξαιτίας του χρέους που είχε συσσωρευτεί δεν ήταν και τόσο αυτονόητο: την διοργάνωση του φεστιβάλ. Και στα τρία η έκβαση υπήρξε επιτυχής -για το τελευταίο καθοριστική ήταν η συμβολή των εθελοντών.
Όσον αφορά τη σύνθεση του προγράμματος δύο υπήρξαν οι σημαντικότερες μεταβολές. Η πρώτη αφορούσε το ελληνικό τμήμα: λόγω της κατάργησης των Κρατικών Βραβείων που έπονταν του Φεστιβάλ, φέτος το ελληνικό τμήμα ήταν αισθητά μειωμένο. Αν και σε μια πρώτη προσέγγιση αυτό δείχνει ως υποβάθμιση ωστόσο αυτή η ακριβώς η απουσία του όγκου (και του συνοδευτικού θορύβου) επέτρεψε την καλύτερη προσέγγιση των ελαχίστων ταινιών που είχαν δυνατότητες για μια διεθνή καριέρα. Η δεύτερη αλλαγή αφορούσε την επανεμφάνιση του τμήματος Ορίζοντες (αυτή τη φορά με το επίθετο Ανοιχτοί) που ο Δημήτρης Εϊπίδης διηύθυνε πριν τον εξαναγκασμό του σε παραίτηση. Η επιλογή των ταινιών στους Ανοιχτούς Ορίζοντες, πλούτισε με βάθος και ποικιλομορφία τα παράλληλα τμήματα του Φεστιβάλ και χωρίς αμφιβολία διεύρυνε τους έως τώρα στενούς και περιορισμένους ορίζοντες τους.
Τα κεντρικά αφιερώματα της φετινής διοργάνωσης ήταν ενδεικτικά του νέου κλίματος. Καταρχάς στη γνώριμη μας Susanne Bier: εστιάζοντας στο δύσβατο τοπίο των οικογενειακών και διαπροσωπικών σχέσεων η σκηνοθέτις σχεδιάζει ιστορίες και πορτρέτα χαρακτήρων πολυσύνθετων που αντανακλούν το χάος και τη σύγχυση του σύγχρονου δυτικού κόσμου. Η άγνωστή μας πολωνή Dorota Kędzierzawska επικεντρώνεται σε πρόσωπα που έχουν αποχωρήσει από το κέντρο της κοινωνίας: παραμελημένα κορίτσια και αγόρια, απομονωμένες ηλικιωμένες. Αν και ρεαλιστικό στην αφετηρία του το σινεμά της χαρακτηρίζεται από στιγμές υπέρβασης όταν δηλαδή τα πρόσωπα αυτά αποστρέφονται τις σκληρότητες του κόσμου κατασκευάζοντας ένα δικό τους προσωπικό σύμπαν στο οποίο η πρώτη ύλη είναι τα όνειρα. Τέκνο του πολέμου και του χάους που ακολούθησε ο ιρακινός Mohamed Al-Daradji κάνει σινεμά ως μια πράξη επιβίωσης: οδοιπορώντας μέσα στα ερείπια της καταστροφής αναζητά την ελπίδα, την επούλωση των τραυμάτων. Στο αφιέρωμα στα κινούμενα σχέδια από την Κροατία (υπεύθυνος Δημήτρης Κερκινός) και ιδιαίτερα στα σχετικά με τη Σχολή του Ζάγκρεμπ ή σ’ αυτά του Borivoj Dovniković-Bordo, βρίσκουμε πειραματικό πνεύμα, αισθητικές καινοτομίες και ένα πλήθος αναφορών: από τη σχολή του Μπάουχαους μέχρι την ποπ αρτ και το σουρεαλισμό και από τον Κάφκα και τον Καμύ μέχρι τον Φρόιντ. Το αφιέρωμα στο γνώριμό μας Apitchatpong Weerasethakul (υπεύθυνος Λευτέρης Αδαμίδης) αποκάλυψε κάτι από τη εσωτερική ενδοχώρα αυτού τόσο σημαντικού δημιουργού: οι μικρούς μήκους ταινίες του δεν είναι απλώς και μόνο προσχέδια των μεγάλου μήκους ταινιών αλλά οργανικό και αναπόσπαστο μέρος ενός όλου. Το σινεμά του Ταϊλανδού δημιουργού κρυπτικό, ονειρικό και σαγηνευτικό συνομιλεί με τα τεκταινόμενα στο εικαστικό χώρο. Οι ταινίες του προσπερνώντας τα τετριμμένα της αφήγησης συνιστούν εγκαταστάσεις- χώρους στους οποίους ο θεατής εισέρχεται ως περιπλανώμενος και όχι ως παρατηρητής.
Το Διεθνές Διαγωνιστικό σφραγίστηκε από την παρουσία των ταινιών από τη Ρουμανία. Έχοντας ως κοινή αφετηρία χαρακτήρες που βρίσκονται εκτός του κέντρου οι δύο ταινίες διαφοροποιούνται στο τόνο και το ύφος, όχι όμως και στο απόσταγμά τους. Το Periferic (Bogdan George Apetri) συνιστά μια καταγραφή της άγριας ζωής μιας νεαρής μητέρας, μια απεικόνιση της εξαχρείωσης της ανθρώπινης ύπαρξης στις περιφέρειες των κοινωνιών της ευμάρειας, ενώ το Morgen (Marian Crisan) επικεντρώνονταν σε μια σχέση φιλίας με φόντο την παράνομη μετανάστευση. Και στα δύο όμως η τελική αίσθηση ήταν ένας σπάνιος για την σημερινή εποχή ανθρωποκεντρισμός. Το ίδιο θα μπορούσε να ειπωθεί και για το Jean Gentil (Laura Amelia Guzmán, Israel Cárdenas) ένα σχεδίασμα της ανθρώπινης απόγνωσης, καθώς επικεντρωνόταν σ’ ότι έπεται μιας καταστροφής -ο σεισμός στην Αϊτή- δηλαδή στην περιπλάνηση ενός μετανάστη προς αναζήτηση εργασίας, στις αγωνίες της επιβίωσης. Το Le quattro volte (Michelangelo Frammartino) ήταν μια απολαυστική, άλλοτε παιγνιώδης και άλλοτε μελαγχολική, ταινία όπου η οντολογία συναντούσε το χιούμορ του Jacques Tati , ενώ συνομιλούσε με ένα τρόπο τελικά όχι και τόσο παράδοξο με το σινεμά του Apitchatpong Weerasethakul. Στο ίδιο πρόγραμμα βρίσκουμε επίσης και την πιο σημαντική ελληνική παρουσία των τελευταίων χρόνων. Το Attenberg της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη αντανακλά τόσο το κλίμα της κατάρρευσης -το τέλος μιας εποχής- όσο, και αυτό είναι το σημαντικότερο, τις επώδυνες διαδικασίες για τη γέννηση του νέου. Διαδραματίζεται στις κρίσιμες στιγμές της μετάβασης –όταν ένα κορίτσι γίνεται γυναίκα- όταν μια νέα ταυτότητα μορφοποιείται. Λιτή στην αισθητική της, ακριβής στην εκτέλεσή της και διαυγής στην οπτική της, η ταινία είναι στεγνή από κάθε είδους μελοδραματισμό. Αποφεύγει την παγίδα του συναισθήματος και γι’ αυτό η δραματική κορύφωσή της είναι καίρια και δυνατή. Μια «παιγνιώδης» διάθεση αλλά και μια ανορθόδοξη αλλά απολύτως λειτουργική υποκριτική προσέγγιση –βασισμένη στη στάση ή την κίνηση του σώματος-, διαμορφώνουν την ταινία.
Αντιμετωπίζοντας ως ένα ενιαίο σύνολο τα παράλληλα τμήματα Ματιές στα Βαλκάνια, Ημέρες Ανεξαρτησίας και Ανοιχτοί Ορίζοντες άξια σχολιασμού και επισήμανσης είναι τα παρακάτω: Η ισχυρή παρουσία του ρώσικου κινηματογράφου με ταινίες όπως το δραματικό How I Ended This Summer (Alexei Popogrebsky) με τις υψηλές εντάσεις στη σχέση δύο ανδρών με φόντο το αχανές τοπίο του Βόρειου Πόλου, το λυρικό Silent Souls (Aleksei Fedorchenko) για τις τελετές πένθους και έρωτα, ενώ το περιπετειώδες The Edge (Alexei Uchitel) συνιστά μια πληθωρική στη επίγευσή της ταινία. Η πάντα συναρπαστική και πολυποίκιλη παρουσία του λατινοαμερικάνικου σινεμά καθοριζόταν από ταινίες όπως το Octubre (Daniel & Diego Vega) πορτρέτο ενός στεγνού από συναισθήματα χαρακτήρα, το Alamar (Pedro Gonzalez-Rubio) με τη σύμμειξη μυθοπλασίας και ντοκιμαντερίστικών στοιχείων, το Agua fría de mar (Paz Fábrega) μια περιπλάνηση στον κόσμο των γυναικείων συναισθημάτων -πάντα μυστηριώδη, απροσδιόριστα και αξεδιάλυτα-, το Verano de Goliat (Nicolás Pereda) με τις διαπλεκόμενες ιστορίες, τις παρηχήσεις και αντανακλάσεις της αφήγησης, τα μετέωρα ερωτήματα που γίνονται αινίγματα.
Ως συμπλήρωμα στις ταινίες Διεθνούς υπήρχαν επιπλέον και οι ρουμάνικες ταινίες If I Want to Whistle, I Whistle (Florin Serban) και Aurora (Cristi Puiu): υποδείγματα αρχιτεκτονικής και ρυθμού -η καθεμία για διαφορετικούς λόγους– έχουν στο κέντρο τους ήρωες εκτός ελέγχου που αναζητούν μάλλον μάταια την ισορροπία και την κατανόηση. Οι τρεις άξιες λόγου ταινίες από την Τουρκία ήταν το Majority (Seren Yuce) πορτρέτο ενός άτολμου χαρακτήρα αλλά και σπουδή πάνω στην ιεραρχική κοινωνική διάρθρωση, το Kosmos (Reha Erdem) ένα εμπύρετο σκοτεινό παραμύθι που εστιάζει στο πρόσωπο ενός «διά Θεού σαλού» και τέλος το Envy (Zeki Demirkubuz), ένα δράμα εσωτερικού χώρου με στιγμές υψηλής έντασης, μια ταινία σχεδόν κλειστοφοβική, μια κάθοδος στο έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Ενώ το τελικό στίγμα δώσανε δύο ταινίες από τη Γερμανία -At Ellen’s Age (Pia Marais) και The City Below (Christoph Hochhäusler)-, οι οποίες έχουν στο κέντρο τις περίπλοκες δομές της δυτικής κοινωνίας και τη θέση του ατόμου μέσα σ’ αυτές. Η μεν πρώτη περιγράφει με τρόπο ελλειπτικό την πορεία της ηρωίδας, καθώς σταδιακά απορυθμίζεται η ζωή της, προς μια νέα ισορροπία και διαύγεια. Ενώ η δεύτερη ταινία αντανακλώντας επιρροές από το έργο του Fritz Lang, είναι μια σπουδή για τον έλεγχο, την εξουσία, τον τρόπο που επιβάλλεται και ασκείται, για την ανεξέλεγκτη και μυστηριώδη σαγήνη που συνοδεύει την επιβολή της δύναμης…
ΥΓ. Το πρόγραμμα συμπληρωνόταν από το Πειραματικό Φόρουμ (υπεύθυνος Βασίλης Μπούρικας) με μια επισκόπηση του πειραματικού κινηματογράφου της Αυστραλίας και ένα αφιέρωμα στον αυστριακό Martin Putz, τη Νεανική Οθόνη (αφιερωμένη στο γερμανικό κινούμενο σχέδιο) και τέλος ένα αφιέρωμα μνήμης στο πρόωρα χαμένο Werner Schröter.
Δημήτρης Μπάμπας