uri-sunhi.jpg

Uri Sunhi, Hong Sang-soo
Σε μια φιλμογραφία όπου -κατά το πλείστον- η κάθε ταινία ελάχιστα είναι διακριτή, θεματικά ή στιλιστικά, από την προηγούμενη ή την επόμενη της, η νέα ταινία του κορεάτη δημιουργού έχει πάλι στο κέντρο της ένα νεαρό γυναικείο πρόσωπο -την Sunhi- η οποία ως συνήθως βρίσκεται «εν τω μέσω» των ανδρών.
Το σινεμά του Hong Sang-soo είναι πάντα ένα σινεμά διαλογικό, τοποθετημένο στους ίδιους χώρους –καφέ, ταβέρνες, πάρκα- με τους ήρωες να κάνουν βόλτες στους δρόμους. Ένα σινεμά πολύ κοντά σ’ αυτό που έκανε ο Eric Rohmer, με τη κάμερα πάντα σταθερή να περιστρέφεται δεξιά ή αριστερά ή να κάνει εμφανώς ζουμ –ένας από τους ελάχιστους σκηνοθέτες που το χρησιμοποιεί σήμερα.
Μια νεαρή γυναίκα λοιπόν, με τα ζητήματα ταυτότητας και προσανατολισμού ακόμα ανοιχτά, απέναντι σε τρεις άνδρες που την πολιορκούν. Πρόσωπα που όλα ανήκουν στην πινακοθήκη χαρακτήρων του σκηνοθέτη: οι άνδρες ιδιοτελείς και εγωκεντρικοί, το μόνο που θέλουν είναι τη σεξουαλική της εύνοια, η νεαρή κοπέλα σε σύγχυση και αδύναμη, άλλοτε υποκύπτει και άλλοτε αντιστέκεται. Η επανάληψη και παραλλαγή τμήματος της αφήγησης, των διαλόγων, της δραματικής πλοκής είναι και σ’ αυτήν την ταινία ένα από τα χαρακτηριστικά της. Και αυτό έχει σαν συνέπεια, πέρα από το κωμικό των (ανδρικών) χαρακτήρων που πάντα υπάρχει, να έχουμε και το κωμικό της επανάληψης.
Είναι λοιπόν μέσα από αυτήν την επανάληψη, μέσα από τις σχεδόν πανομοιότυπες συναντήσεις με τους τρεις άνδρες, που σιγά –σιγά σχηματίζεται η ταυτότητα που η Sunhi (και μαζί της ο θεατής), έχει ανάγκη. Βέβαια το αν αυτή είναι έγκυρη ή όχι, αυτό είναι ένα άλλο ζήτημα...

La última película, Raya Martin & Mark Peranson
Συνομιλώντας με μια κινηματογραφική παράδοση ενός σινεμά ανήσυχου, που συχνά λανθασμένα έχει την ετικέτα του cult, η συνεργασία ανάμεσα στο φιλιπινέζο Raya Martin και τον καναδό κριτικό –εκδότη Mark Peranson είναι κατά αρχάς μια άμεση αναφορά στο ανεξάρτητο σινεμά της Αμερικής της δεκαετίας του 70.
Ένας σκηνοθέτης και ο διερμηνέας- σύνδεσμός του προσπαθούν να κάνουν μια ψυχεδελική γουέστερν ταινία, στο Yucatán του Μεξικού (μια αναφορά στην γυρισμένη στο Περού ταινία The Last Movie του Dennis Hopper). Ο αφηγηματικός ιστός συγκροτείται από τις πολλές φορές περιπετειώδεις στην κατάληξή τους συναντήσεις με τους ντόπιους, με φόντο την επερχόμενη αποκάλυψη των Μάγια.
Ό, τι εντυπωσιάζει καταρχάς τον απροετοίμαστο θεατή είναι η χαλαρότητα, το πνεύμα ανεξαρτησίας, το χιούμορ, η παιγνιώδη ανάλαφρη διάθεση, αλλά κυρίως το πάθος για σινεμά.
Χρησιμοποιώντας, την εποχή της ψηφιακής κυριαρχίας, σελιλόιντ, η ταινία δεν είναι μόνο ένας φόρος τιμής σε μια εποχή του κινηματογράφου και σ’ ένα πνεύμα ανεξαρτησίας που σιγά –σιγά χάνεται. Είναι κυρίως και ένας στοχασμός για τις (κινηματογραφικές) αλλαγές των καιρών: για το πέρασμα από το φιλμ στο ψηφιακό μέσο. Έχοντας χρησιμοποιηθεί για την κινηματογράφηση της ταινίας οκτώ διαφορετικά φορμά -από τα 16mm μέχρι και κάμερα από iPhone- η ταινία καταλήγει να είναι μια απάντηση (με τα μέσα του κινηματογράφου) στην ερώτηση: ποία μπορεί να είναι η μορφή ενός ανήσυχου, ευφάνταστου, περιπετειώδους στη σκέψη και τις εικόνες, σινεμά σήμερα;

mes-seances-de-lutte.jpg
Mes séances de lutte, Jacques Doillon
Η επιστροφή μιας νεαρής γυναίκας -στο ρόλο η Sara Forestier- στο γενέθλιο τόπο της, στην επαρχία της Γαλλίας, με αφορμή το θλιβερό καθήκον του πένθους. Η συνάντηση της με τον νεανικό της ανεκπλήρωτο έρωτα – το ρόλο  υποδύεται ο James Thiérrée. Η αναζωπύρωση των παλιών συναισθημάτων. Τα απωθημένα συναισθήματα και οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες που ζητούν επιτακτικά την ικανοποίηση τους. Ένας έρωτας βάσανο που δεν ολοκληρώθηκε έρχεται τώρα πάλι στο προσκήνιο.
Η γυναίκα επιθετική και διεκδικητική, ο άνδρας να ανταπαντά σε κάθε κίνηση. Οι αντιστάσεις και οι προκλήσεις. Η πάλη, στην οποία επιδίδονται οι δύο ήρωες, άλλοτε σωματική και άλλοτε λεκτική, αλλά πάντα ερωτική. Τα παιχνίδια και τα στρατηγήματα των σχέσεων του έρωτα, που καταλήγουν να γίνουν παιχνίδια για την κατάκτηση. Οι λαβές που γίνονται εναγκαλισμοί. Η έλξη και η απώθηση, η αντίσταση και η (ερωτική) υποταγή.
Η ταινία του Γάλλου Jacques Doillon έχει στο κέντρο της την αιώνια μονομαχία του αρσενικού – θηλυκού. Σκηνές  ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές όπου κυριαρχεί λεκτική επιθετικότητα, και κάποτε η ειρωνεία, καθορίζουν εξ’ αρχής τη σχέση. Για να εξελιχθούν σε σκηνές όπου η επαφή που γίνεται με αφορμή τη σωματική πάλη καταλήγει να διογκωθεί και να μετατραπεί σε μια χειρονομία φορτισμένη ερωτικά. Μια πάλη σωματική, που στο αποκορύφωμα της ταινίας, μέσα σ’ ένα σχεδόν παραδείσιο τόπο, με τους ήρωες ως άλλους πρωτόπλαστούς, θα γίνει ένας χορός απόλυτα ερωτικός.

new-world.jpg
New World, Park Hoon-jung
Με φόντο τη σφοδρή πάλη για την εξουσία, αυτή η γκανγκστερική ταινία από την Κορέα είναι μια συναρπαστική, στο οπτικό ύφος, επανεγγραφή αρχετυπικών στοιχείων του είδους.
Στο κέντρο της αφήγησης είναι ένα πρόσωπο αληθινά δραματικό: ο κεντρικός ήρωας της ταινίας είναι ένας αστυνομικός, διπλός πράκτορας που έχει διεισδύσει στους κόλπους του μεγαλύτερου συνδικάτου εγκλήματος της Κορέας. Όταν ο πατριάρχης της οργάνωσης σκοτώνεται, ο ήρωας, εκών- άκων, εμπλέκεται στις διαπάλες για τη διαδοχή…
Αν και σ’ αυτήν την ταινία θα βρούμε τις γεμάτες αποτρόπαια βία εικόνες που χαρακτηρίζουν το σινεμά δράσης της Κορέας, ωστόσο η έμφαση εδώ δίνεται περισσότερο στους χαρακτήρες και στο διάλογο παρά τη βίαιη δράση. Η δραματική πλοκή, γεμάτη αφηγηματικές ανατροπές, δημιουργείται από έναν πυκνό ιστό σχέσεων -άλλοτε συμπάθειας και άλλοτε αντιπάθειας- , όπου η εμπιστοσύνη εναλλάσσεται με την προδοσία, και η απόκρυψη της αλήθειας με την παραπλάνηση. Με φόντο την πάλη για την εξουσία και τις ανάλογες δολιχοδρομίες -ένα θέμα που σχεδόν πάντα βρίσκεται στο κέντρο κάθε γκανγκστερικής ταινίας-, η σκηνοθεσία εστιάζει κυρίως στο στοιχείο της διπλοπροσωπίας, και αυτό όχι μόνο λόγω του κεντρικού ήρωα. Πρόσωπα που κρύβουν την ταυτότητα τους πίσω από προσωπεία και ρόλους, και πρόσωπα που σκηνοθετούν και ενορχηστρώνουν τη δράση. Πρόσωπα που πάντα βρίσκονται πίσω από τις κουΐντες, αλλά και πρόσωπα που λόγω της χρόνιας υποκριτικής τους χάνουν τον αληθινό (;) τους εαυτό, για να τον βρούνε (;) ξανά στο τέλος: η αφήγηση, γεμάτη αποκρύψεις και υποκριτικές, τροφοδοτείται από την αναζήτηση μιας αληθινής ταυτότητας για τα κεντρικά πρόσωπα της ταινίας.
bambi.jpg
Bambi,  Sébastien Lifshitz
Αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο μιας συναρπαστικής ζωής αυτής της γαλλίδας τρανς Marie-Pierre Pruvot, το ντοκιμαντέρ έχει στο κέντρο του τις πάντα συναρπαστικές περιπέτειες του φύλου και της ταυτότητας, αλλά και του έρωτα.
Γνωστή τη δεκαετία του 50 για τη συμμετοχή της στην νυχτερινή ζωή του Παρισιού, η Marie-Pierre Pruvot ήταν μια τρανς chanteuse. Απευθυνόμενη στον κινηματογραφικό φακό αφηγείται, εκ βαθέων και από την ασφάλεια που δίνει η απόσταση του χρόνου, συναισθήματα και γεγονότα μιας ζωής. Ο λόγος της προσωπικός και ο τόνος εξομολογητικός. Από τα παιδικά χρόνια στο Αλγέρι και τις πρώτες ομοφυλόφιλες εμπειρίες, στο Παρίσι και το εμβληματικό κλαμπ La Carrousel, τις «θεραπείες» με ορμόνες και την εγχείρηση αλλαγής φύλου. Ο λόγος διανθίζεται με εικόνες: Φωτογραφίες οικογενειακές, μια περιπλάνηση στο σημερινό Αλγέρι αναζητώντας τα σημεία της παιδικής ηλικίας, εικόνες από ντοκιμαντέρ για τη νυχτερινή ζωή της δεκαετίας του 50, εικόνες από home movies με αποσπάσματα από τη προσωπική ζωή, το γεμάτο ρυτίδες πρόσωπο μιας γοητευτικής ξανθιάς σήμερα.
Κεντρικό επεισόδιο αναμφίβολα της ταινίας είναι η εγχείρηση αλλαγή φύλλου: μια τομή όχι μόνο σωματική. Η συναρπαστική προσωπική αφήγηση κορυφώνεται με δυο ανατροπές (άγνωστες στους μη γάλλους θεατές): Η πρώτη είναι σχετική με τον έρωτα: Μετά την αλλαγή φύλου είναι ο έρωτας μιας ζωής που συναντά στο πρόσωπο μιας γοητευτικής γυναίκας. Ενώ η δεύτερη έχει σχέση με την επαγγελματική ζωή. Όντας αστέρι πρώτου μεγέθους, η Marie-Pierre Pruvot εγκαταλείπει τα φώτα της ράμπας, για τα πανεπιστημιακά αμφιθέατρα –θα φοιτήσει στη Σορβόνη- και από κει θα εισέλθει στις σχολικές τάξεις: θα ακολουθήσει τη ζωή μιας τυπικής καθηγήτριας στα γαλλικά λύκεια. Και είναι ακριβώς αυτές οι ανατροπές που μας υποδεικνύουν κάτι ουσιαστικό: ότι είναι το απρόοπτο και το απρόβλεπτο που κυβερνά τη ζωή…

Återträffen, Anna Odell
20 χρόνια μετά. Ένα σχολικό reunion.Η ατμόσφαιρα είναι χαρούμενη και νοσταλγική. Στα φωτεινά πρόσωπα, οι ρυτίδες είναι τα σημεία του χρόνου που πέρασαν. Ωστόσο ένα πρόσωπο χαλάει την ευδαιμονία της βραδιάς. Η Άννα, ως ένας πραγματικός agent provocateur, πυροδοτεί τη συγκέντρωση: έχει κάποιους παλιούς ανεξόφλητους λογαριασμούς και αυτή η βραδιά είναι η ευκαιρία για να ειπωθούν όλα όσα δεν ειπώθηκαν αυτά τα χρόνια που πέρασαν. Κρυφά συναισθήματα που έρχονται στην επιφάνεια, προσβολές, παρεξηγήσεις και απωθημένα, ανοικτές πληγές που ακόμα αιμορραγούν, το σχολείο σαν τόπος ενός δράματος…
Βασισμένη σε πραγματικά γεγονότα η ταινία χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο η σκηνοθέτις, αναπαριστά τα του σχολικού reunion, με την ίδια στο κεντρικό ρόλο και ηθοποιούς να υποδύονται τους παλιούς της συμμαθητές. Ενώ στο δεύτερο μέρος, μια σειρά από συναντήσεις με τα αληθινά πρόσωπα –τους συμμαθητές της- αποκαλύπτει ότι όσα παρακολουθήσαμε προηγουμένως ήταν μια μυθοπλασία, μια επινόηση: η σκηνοθέτις ήταν ανεπιθύμητη και ποτέ δεν προσκλήθηκε στο σχολικό reunion. Στο τρίτο μέρος, ένας ηθοποιός συναντιέται με το πραγματικό  πρόσωπο που υποδύθηκε στο πρώτο μέρος. Πραγματικότητα και μυθοπλασία, ή πως η αληθινή ζωή τροφοδοτεί το σινεμά, αλλά και αντίστροφα: πώς μια μυθοπλασία μπορεί να καθορίσει τις ανθρώπινες σχέσεις, πώς μπορεί να παρέμβει και να επηρεάσει με τρόπο καταλυτικό την πραγματική ζωή. Ένα σχόλιο για την περίπλοκη και αντιφατική σχέση πραγματικότητας και μυθοπλασίας…
sacro-gra.jpg
Sacro GRA , Gianfranco Rosi
Ένα ασθενοφόρο και ο νοσηλευτής. Ένας πρίγκιπας στο αρχοντικό του. Οι εργατικές πολυκατοικίες. Μια γυναίκα μόνη στο μπαλκόνι μιλά στο τηλέφωνο. Ένας ηλικιωμένος και η κόρη του συζητούν. Οι ηλικιωμένες πόρνες σ’ ένα τροχόσπιτο. Ένα ψαράς και τα χέλια στο ποτάμι. Ένας γεωπόνος. Τα έντομα και οι φοίνικες. Τα γυρίσματα ενός φωτο-ρομάντσου σε μια βίλα. Ένα νεκροταφείο και μια εκταφή. Ένα πάρτι λατινοαμερικάνων μεταναστών. Το μποτιλιάρισμα.
Η ταινία καταγράφει το σημαντικότερο περιφερειακό δρόμο της Ρώμης και ό,τι υπάρχει στις παρυφές τους. Μια πινακοθήκη, μια σειρά από πορτραίτα προσώπων των οποίων κινηματογραφούνται οι ζωές, σχεδιάζονται σιγά -σιγά. Ο σκηνοθέτης συλλέγει εικόνες από τις ζωές των προσώπων, τις εναλλάσσει, περνά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από το ένα σημείο του δρόμου σ’ ένα άλλο, απο τη μια χρονική στιγμή σε μια άλλη. Οι ζωές και τα πρόσωπα διασταυρώνονται τυχαία –σαν βρισκόμαστε σ’ ένα μποτιλιάρισμα -, και μια παράδοξη οικειότητα δημιουργείται ανάμεσα στα πρόσωπα και τον θεατή: γινόμαστε εκ του σύνεγγυς μάρτυρες τις ζωές των άλλων.
Η ταινία ακροβατεί με επιδεξίοτητα ανάμεσα σε δύο πόλους -ορόσημα του ιταλικού σινεμά: τις ρεαλιστικές καταγραφές των παραδοξοτήτων της ιταλικής ζωής, που συναντάμε σ’ όλο το έργο του Fellini (Roma, Amarcord) και τις εικόνες αστικής αποξένωσης του Michelangelo Antonioni. Μέσα από τη συσσώρευση αυτών των εικόνων, ως να είναι ψηφίδες, σχηματίζεται μια μεγαλύτερη εικόνα: Είναι η εικόνα της αστικής ζωής, σ’ όλες τις εκφάνσεις της, στα περίχωρα, μακριά από το κέντρο της πόλης, εκεί όπου η μοναξιά δείχνει βαριά και η μελαγχολία σημαδεύει τα πρόσωπα.

Avanti Popolo, Michael Wahrmann
Ένα αυτοκίνητο περιπλανιέται στους δρόμους. Από το ραδιόφωνο ακούγεται φολκλορική μουσική -ένα πολιτικό τραγούδι- από τη Λατινική Αμερική. Ο οδηγός, ένας 50χρονος, επιστρέφει στο πατρικό σπίτι μετά από ένα χωρισμό: ο χώρος ένα αχούρι –σημαδεμένος από το χρόνο- και μοναδικοί του συγκάτοικοι ο ηλικιωμένος πατέρας και ο σκύλος του. Και εκεί βρίσκεται αντιμέτωπος με τα απομεινάρια –ενθυμήματα ενός οικογενειακού παρελθόντος.
Εικόνες από κάμερα χαμηλής ανάλυσης, σταθερή σε μια θέση, σαν μια web camera καταγράφουν τη δραστηριότητα μέσα στο σπίτι. Και από την άλλη εικόνες από ταινίες Super 8 που καταγράφουν την παρελθούσα οικογενειακή ζωή, μουσικές από παλιούς δίσκους βινιλίου –αυτά είναι τα σημάδια του παρελθόντος που οδηγούν τον ήρωα σε μια κατάδυση σ’ ένα παρελθόν οικογενειακό και πολιτικό.
Το τραύμα της εξαφάνισης –ο γιος/ αδελφός που ποτέ δεν επέστρεψε στο σπίτι μετά από ένα ταξίδι στη Μόσχα-, είναι το ταραχώδες πολιτικό παρελθόν –μια δικτατορία- με τις ανοικτές ακόμα χαίνουσες πληγές: αυτά βρίσκεται στο κέντρο της δραματικής πλοκής. Ένα σινεμά χειροποίητο, φτωχό σε «αξίες παραγωγής», συγγενές αισθητικά με το δανέζικο Dogma, πλούσιο όμως σε νοήματα και συναισθήματα: είναι οι μνήμες μιας ζωής που έρχονται στο κέντρο, είναι η σχέση του τραυματικού παρελθόντος μ’ ένα δύσκολο παρόν.
jimmy.jpg
Jimmy P: Psychotherapy of a Plains Indian, Arnaud Desplechin
Ένας νεαρός άνδρας υποφέρει από κρίσεις πανικού, περιοδική απώλεια όρασης, ημικρανίες. Είναι Ινδιάνος, βετεράνος του Β! παγκοσμίου πολέμου (τον ρόλο υποδύεται ο Benicio del Toro) και η ιδιότητα του αυτή τού εξασφαλίζει την προσοχή των υπευθύνων στο στρατιωτικό νοσοκομείο. Αδυνατώντας να διαγνώσουν την αιτία και να του εξασφαλίσουν θεραπεία, οι γιατροί θα επιλέξουν μια ανορθόδοξη λύση: θα καλέσουν έναν Γάλλο ψυχοθεραπευτή, τον Georges Devereux (τον ρόλο υποδύεται ο Mathieu Amalric) .
Είναι ίσως η λιγότερη τολμηρή από φορμαλιστική πλευρά ταινία του Arnaud Desplechin, και αυτό γιατί χαρακτηρίζεται από την απουσία δράσης και έντονων δραματικών συγκρούσεων. Ο κύριος αφηγηματικός κορμός της ταινίας συντίθεται από τις συναντήσεις ανάμεσα στον ασθενή και τον ψυχοθεραπευτή. Όνειρα και εφιάλτες, η οικογενειακή ζωή, η φυλή (και οι σχέσεις), η ινδιάνικη κουλτούρα, η εμπειρία του πολέμου, οι (περίπλοκες) ερωτικές σχέσεις: μια κατάδυση στην απόκρυφή προσωπική ζωή βρίσκεται στο κέντρο της δραματικής πλοκής. Δίνοντας έμφαση στις συναντήσεις, η σκηνοθεσία σχεδιάζει καταρχάς τα πορτραίτα των δύο κεντρικών χαρακτήρων του ψυχοθεραπευτή και του ασθενούς –και καταγράφει την εξέλιξη της μεταξύ τους σχέσης. Και ακριβώς γι’ αυτό η εξαιρετική υποκριτική παρουσία των δύο ηθοποιών, που υποδύονται τους ρόλους, είναι καθοριστική για το τελικό αποτέλεσμα.

Δημήτρης Μπάμπας