rabo-de-peixe.jpg

Rabo de peixe, Joaquim Pinto & Nuno Leonel
Πρωτοχρονιά του 1998 o Joaquim Pinto και ο σύντροφός του Nuno Leonel, βρέθηκαν σ’ ένα νησί των Αζορών, το Rabo de peixe στη μέση του Ατλαντικού Ωκεανού. Γοητευμένοι από τον τόπο και τους κατοίκους του θα επιστρέψουν και σ’ ένα διάστημα 3 χρόνων θα γυρίσουν ένα ντοκιμαντέρ για την ζωή τους με την προοπτική να προβληθεί αυτό στην κρατική τηλεόραση της Πορτογαλλίας. Σχεδόν 15 χρόνια μετά, θα μοντάρουν ξανά το υλικό που έχουν τραβήξει.
Βίντεο χαμηλής ανάλυσης –οι περιορισμοί της τεχνολογίας της εποχής- και στο κέντρο τα πρόσωπα και τα σώματα των νεαρών ψαράδων με φόντο τα κύματα της θάλασσας. Οι δυο σκηνοθέτες συνθέτουν μια πινακοθήκη χαρακτήρων, τη ζωή των οποίων παρακολουθούν σε διάστημα τριών χρόνων. Στο κέντρο βρίσκεται ένα νεαρός ψαράς ο Pedro, του οποιού την οικογενειακή και προσωπική ζωή ακολουθούν από κοντά.
Εικόνες της ζωής του ψαράδικου χωριού –τα πανηγύρια, οι θρησκευτικές λιτανείες, η κοινοτική ζωή-, αναμνήσεις από την κλασική νεορεαλιστική ταινία La Terra trema του Luchino Visconti. Μια διαρκής δύσκολη μάχη για την επιβίωση: το ψάρεμα και οι τελετουργίες του, η σχέση με την θάλασσα, η πάλη με τα κύματα του Ατλαντικού Ωκεανού, οι μηχανισμοί εκμετάλλευσης.
Ο προσωπικός τόνος στην αφήγηση διαπλέκεται κάποιες φορές με το ομοφυλοφιλικών αποχρώσεων σκηνοθετικό βλέμμα. Αν και σε μια πρώτη προσέγγιση είναι τα ανδρικά σώματα και πρόσωπα που έλκουν το ενδιαφέρον των δύο σκηνοθετών, ωστόσο εδώ υπάρχει κάτι πιο ευρύ και πιο βαθύ: είναι η πάλη του ανθρώπου για επιβίωση , όπως την απεικόνισε ο νεορεαλισμός. Είναι η ανθρώπινη αγωνία, γυμνή και καθαρή από προσμείξεις, ό,τι αντικρίζουν οι δύο σκηνοθέτες καταμεσής του ωκεανού.

La Maldad, Joshua Gil
Εσχατιές της ερήμου στο Μεξικό. Δύο φίλοι ηλικιωμένοι. Πρόσωπα σημαδεμένα από το πέρασμα του χρόνου. Τα τραγούδια μιας ζωής. Το βάρος των χρόνων συντριπτικό, οι ρυτίδες βαθίες, τα σώματα λυγισμένα, η υγεία ασθενής. Ο καρκίνος. Ο θάνατος επικείμενος.
Εικόνες μιας πραγματικότητας διαπλέκονται με εικόνες ενός σύμπαντος ομιχλώδους, σχεδόν ονειρικού. Ένα σινεμά συγγενές του Carlos Reygadas. Τοπία της μεξικανικής υπαίθρου. Η κάμερα παρακολουθεί τα δύο πρόσωπα καθώς κινούνται τόσο στο έδαφος του πραγματικού όσο και στα τοπία του ονειρικού. Μια αφήγηση ισχνή, αινιγματική, με ελλείψεις και υπαινιγμούς. Μια σκηνοθετική διάθεση για να απεικονισθεί όχι το συναίσθημα ή το δράμα, αλλά το βάθος της ανθρώπινης κατάστασης.
Η επίσκεψη στην πόλη κορυφώνει την ταινία: εκεί μια άλλη πραγματικότητα έρχεται. Η πολιτική διαμαρτυρία γειώνει την ταινία στο δύσβατο έδαφός της πολιτικής κατάστασης.
journal-d-une-femme.jpg
Journal d'une femme de chambre, Benoît Jacquot
Ακολουθώντας τα βήματα των Jean Renoir (1946) και Luis Buñuel, (1964), ο Benoît Jacquot διασκευάζει για τρίτη φορά στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα του Octave Mirbeau, Le Journal d’une femme de chambre.
Και όπως είναι αυτονόητο, εδώ το πρόσωπο της ηρωίδας -που υποδύεται η πάντα σαγηνευτική Léa Seydoux-, υπακούει στην τυπολογία του σκηνοθέτη, την τόσο γνώστη από προηγούμενα έργα του. Όπως και στις άλλες του ταινίες έτσι και εδώ, λοιπόν έχουμε μια νεαρή γυναίκα που τοποθετείται σ’ ένα περιβάλλον αυτσηρά ιεραρχικό , το οποίο δεν ελέγχει και μέσα στο οποίο κατέχει τη θέση της υπηρέτριας και της υποτακτικής (Les Adieux à la reine). Αυτό το γυναικείο πρόσωπο -και όχι το ανδρικό όπως συνέβαινε σ’ άλλες κινηματογραφικές μεταφορές – καθίσταται το κεντρικό πρόσωπο καθώς το βλέμμα του σκηνοθέτη με ένα τρόπο σχεδόν εμμονικό το παρακολουθεί. Έγκλειστη η ηρωίδα μέσα στους περιορισμένους χώρους αυτού του επαρχιακού αρχοντικού, στιγματίζεται από ένα ιδιότυπο ιδρυματισμό. Με τον ιδρυματισμό αυτό δεν είναι συμφιλιωμένη, αντίθετα θέλει να τον αποτινάξει.
Παρακολουθώντας την από πίσω –ένα πλάνο τόσο κοινό στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη (La fille seule)- καταγράφοντας τη γοητεία και τη χάρη της σωματικής της παρουσίας, την αναμφισβήτητη σεξουαλική της σαγήνη, ο Benoît Jacquot αφηγείται με χρονικά πρωθύστερα, τις διαδρομές της ηρωίδας μέχρι αυτή να φτάσει έγκλειστη σ’ αυτό το επαρχιακό αρχοντικό. Και όντας περιορισμένη εκεί, η αφήγηση συγκροτείται από τις σχέσεις και τις συγκρούσεις της τόσο με τους ανώτερους της όσο και με τους ισότιμούς της (Vincent Lindon). Το δρόμο προς την ελευθερία της (;) αναζητά η ηρωίδα, μακριά από τη σκλαβιά που της επιφυλάσσεται από την ταξική διάρθρωση της εποχής.
Ο σκηνοθέτης, εν μέρει, αδιαφορεί για το κοινωνικό τοπίο και σχεδιάζει ένα πολύπλοκο ψυχολογικό πορτραίτο αυτής της ηρωίδας, στο οποίο τις συντεταγμένες προσφέρουν όχι μόνο οι ταξικές συγκρούσεις και εντάσεις, αλλά και ο σεξουαλικός πόθος. Κρατώντας τις δραματικές θερμοκρασίες χαμηλές και τις ερμηνευτικές εκφράσεις συγκρατημένες, η Léa Seydoux κάνει φανερή την κρυφή απελπισία της ηρωίδας μόνο σε μια σκηνή. Όταν τα δάκρυα κυλούν στο πρόσωπο της τότε αντικρίζουμε την αληθινή εικόνα μιας γυναίκας μόνης, που αναζητά ένα δρόμο προς την ελευθερία της (και έναν άνδρα δίπλα της).

Mar, Dominga Sotomayor
Ένα ζευγάρι, ο Martin και η Eli. Οι καλοκαιρινές διακοπές που μόλις ξεκινούν. Το ενοικιαζόμενο δωμάτιο. Οι συναναστροφές του θέρους. Τα πάρτι και τα φλερτ των διακοπών. Οι τελετουργίες των διακοπών. Η ομπρέλα και η ψάθα. Τα ζώδια και οι συζητήσεις στην παραλία. Η ηλίαση. Η ενδοσκόπηση του ζευγαριού: οι συζητήσεις για το μέλλον. Η επίσκεψη της μητέρας που διαταράσσει τις ισορροπίες. Τα σκυλιά που γαυγίζουν και οι διαρρήκτες. Η ξαφνική καλοκαιρινή καταιγίδα. Το σύμπαν των διακοπών.
Η Χιλιανή σκηνοθέτις βρίσκεται στην ακτές της Αργεντινής και κινηματογραφεί το ζευγάρι με φόντο το προσωρινό κόσμο των καλοκαιρινών διακοπών. Εστιάζει στον άνδρα –εξ’ ου και  ο τίτλος της ταινίας, ταυτόχρονα ένα λογοπαίγνιο με την ισπανική λέξη θάλασσα. Μακρινά πλάνα και κενοί χώροι, τα πρόσωπα στις άκρες του κινηματογραφικού κάδρου. Αφήγηση αποσπασματική, υπαινικτική, ελάχιστα συνεκτική. Η καθημερινότητα, μια απεικόνιση ιμπρεσσιονιστική: οι εικόνες των διακοπών και τα φευγαλέα αισθήματα τους.  Οι αλλαγές που ξαφνικά έρχονται στην επιφάνεια και τα πράγματα που μένουν ίδια.
la-sirene-de-faso-fani.jpg
La sirène de Faso Fani, Michel K. Zongo
Αυτό το ντοκιμαντέρ από την Αφρική έχει στο κέντρο του ένα κομβικό ζήτημα του σύγχρονου κόσμου: τις οικονομικές μεταρρυθμίσεις, τις επιπτώσεις που αυτές έχουν στον ανθρώπινο παράγοντα –δηλαδή τους εργαζόμενους- και τις προοπτικές για το μέλλον.
Ο σκηνοθέτης εστιάζει στη Faso Fani, σε μια κρατική κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία της Μπουρκίνα Φάσο που το 2001 έκλεισε λόγω αναδιαρθρώσεων που επιβλήθηκαν από τη Διεθνή Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η άνοδος της Κίνας στο διεθνές τοπίο και η υπερχρέωση της χώρας ήταν οι οικονομικές αιτίες.
Καταγράφει ο σκηνοθέτης μέσα από συνεντεύξεις με παλιούς εργαζόμενους την πορεία της βιομηχανίας. Εικόνες από τους χώρους της,  αποσπάσματα από διαφημίσεις και ντοκιμαντέρ, αλλά και «πειραγμένα» αποσπάσματα από δελτία ειδήσεων της εποχής, σχεδιάζουν την ιστορική διαδρομή της βιομηχανίας και την κεντρική θέση που κατείχε στην κοινωνική και οικονομική ζωή της τοπικής κοινότητας: είναι η αισιοδοξία των πρώτων χρόνων, ο μοντερνισμός της δεκαετίας του 70 που αναδύονται.
Αν και από το ντοκιμαντέρ απουσιάζει η άλλη άποψη –δηλαδή η άποψη αυτών που επέβαλλαν το κλείσιμο και τη ρευστοποίηση της βιομηχανίας-, ωστόσο αυτή δεν γίνεται αισθητή: το θέμα του ντοκιμαντέρ δεν είναι μια τετριμμένη πολιτική ενάντια στις πολιτικές αποκρατικοποίησης. Καθ’ όλη διάρκεια του ντοκιμαντέρ, στο κέντρο συνεχώς επανέρχεται ο παράγοντας άνθρωπος, το θύμα αυτής της διαδικασίας. Ωστόσο στο τελευταίο μέρος του έρχεται στο προσκήνιο μια απροσδόκητη αισιοδοξία: ο σκηνοθέτης –μέλος της τοπικής κοινότητας- εστιάζει στο τι συνέβη μετά την καταστροφή. Οι προσπάθειες να στηθεί ξανά, σ’ ένα επίπεδο βιοτεχνικό, η τοπική παραγωγή, να εκμεταλλευτούν δηλαδή το ανθρώπινο κεφάλαιο, τη γνώση που η τοπική κοινότητα συσσώρευσε όλα αυτά τα χρόνια της λειτουργίας της βιομηχανίας.  Χωρίς εξοπλισμό, με χειροκίνητες υφαντικές μηχανές, στήνεται μια μονάδα παραγωγής. Ο συνεταιρισμός, η απόφαση να αναλάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι τις τύχες τους, η νέα λαϊκή επιχειρηματικότητα:  εδώ είναι οι πηγές της αισιοδοξίας. Οι σκοτεινοί τόνοι απομακρύνονται, η απαισιοδοξία διαλύεται. Το μέλλον μπορεί να είναι διαφορετικό…

Twenty Eight Nights and a Poem, Akram Zaatari
Στο κέντρο του ντοκιμαντέρ βρίσκεται ένα φωτογραφείο σε μια επαρχιακή πόλη  στην πόλη του Νοτίου Λιβάνου Saïda.
Από το 1953 μέχρι σήμερα, ο Hashem el Madani κατέγραφε τη ζωή και τα πρόσωπα της επαρχιακής πόλης. Το φωτογραφικό του αρχείο: μια πανοραμική καταγραφή των εποχών, των ανθρώπων, των ηθών. Στην αρχή οι  πόζες τυποποιημένες και αργότερα πιο ελεύθερες. Τα μέσα οι συσκευές καταγραφής: οι φωτογραφικές μηχανές, αλλά και αργότερα οι κινηματογραφικές μηχανές Super 8 mm.
Αν και στην αρχή η δομή του ντοκιμαντέρ –συνέντευξη με τον φωτογράφο και παρουσίαση των φωτογραφιών - προδιαθέτει για μια νοσταλγική οπτική στο παρελθόν ενός τόπου, γρήγορα αυτή διαλύεται καθώς το τοπίο γίνεται ευρύτερο. Αυτό που πραγματικά ενδιαφέρει τον σκηνοθέτη είναι να συνθέσει ένα πανοραμικό δοκίμιο για τις συσκευές καταγραφής της πραγματικότητας: όχι μόνο οι φωτογραφικές μηχανές (και οι τρόποι τους) ή οι κινηματογραφικές μηχανές Super 8 mm, αλλά και τα κινητά τηλέφωνα, οι ταμπλέτες, το YouTube, η τηλεόραση και το ραδιοκασετόφωνο. Οι μηχανές αναζήτησης –το Google αλλά και το αραβικό Yamli-,  ως ένα μέσο πρόσβασης στις αρχειοθετημένες εικόνες. Οι συσκευές καταγραφής και οι τρόποι τους, οι εικόνες  και το πως αυτές διαμορφώνονται/ σκηνοθετούνται. Τα μέσα αποθήκευσης – το φωτογραφικό και κινηματογραφικό φιλμ, οι μαγνητοταινίες, οι ψηφιακές μνήμες κ.λπ. -, οι τόποι/ χώροι αποθήκευσης και αρχειοθέτησης –το φωτογραφικό στούντιο αλλά και το διαδίκτυο.
Πλημμυρισμένο από υπέροχη αραβική μουσική, με μια διάθεση παιγνιώδη, χωρίς ίχνος προσποίησης, το ντοκιμαντέρ αυτό είναι εντέλει ένα πολυσύνθετο δοκίμιο  για τις ανθρώπινες ζωές και τις αναπαραστάσεις τους.

Il gesto delle mani, Frabcesci Clerici
Παρακολουθώντας τη σύγχρονη εκδοχή μιας πανάρχαιας διαδικασίας, το ντοκιμαντέρ αυτό γίνεται ένα δοκίμιο για τη μεταμόρφωση της ύλης και το σχήμα των πραγμάτων.
Ο σκηνοθέτης εστιάζει στις διαδικασίες κατασκευής των μπρούτζινών γλυπτών, διαδικασίες που αναλλοίωτες στο χρόνο υπάρχουν εδώ και πάνω από 2500 χρόνια. Ο χώρος είναι η Fonderia Artistica Bataglia, ένα βιοτεχνικό εργαστήριο στο Μιλάνο ειδικευμένο στην κατασκευή μπρούτζινών αγαλμάτων. Η σκηνοθεσία υιοθετώντας το ρόλο ενός αμέτοχου παρατηρητή, καταγραφεί με κάθε λεπτομέρεια τις φάσεις της δημιουργίας: το κέρινο εκμαγείο, η κάλυψη του με άργιλο, η έγχυση του καυτού μετάλλου μέσα στο κέρινο πρόπλασμα και τέλος στη ψύξη και η αποκάλυψη του μπρούτζινου γλυπτού. Ένθετες εικόνες από ασπρόμαυρο ντοκιμαντέρ αρχείου της δεκαετίας του 60, αντιπαραθέτουν τις σημερινές διαδικασίες με το παρελθόν. Το μόνο που αλλάζει είναι οι μορφές των ανθρώπων και οι συνθήκες εργασίας: η νέα τεχνολογία που έχει εισβάλλει στη διαδικασία της δημιουργίας μόνο βοηθητικό ρόλο έχει.
Οι ήχοι και οι θόρυβοι του μηχανουργείου, τα χρώματα του κεριού και του μετάλλου, τα χέρια που πλάθουν το κερί, οι μορφές των εργατών και των γλυπτών, το τρίτο πρόγραμμα της ιταλικής ραδιοφωνίας που μεταδίδει κλασική μουσική: μια συμφωνία ήχων και εικόνων. Παρόλο που η διαδικασία είναι απόλυτα μηχανική, σχεδόν βιομηχανική, χωρίς κάποιο ίχνος καλλιτεχνίας, υπάρχει κάτι σαγηνευτικό και μαγευτικό καθώς βλέπουμε τις μεταμορφώσεις της ύλης. Αν κάτι θυμίζει τον θεατή του κινηματογράφου αυτή η διαδικασία, είναι τη δημιουργία του ζωγραφικού πίνακα στο ντοκιμαντέρ- μυθοπλασία του Víctor Erice, με τον τίτλο El Sol del Membrillo.Ό,τι υπάρχει ως αφηγηματική εκκρεμότητα σ’ αυτό ντοκιμαντέρ είναι η τελική μορφή του γλυπτού που δημιουργείται. Παρόλο που το αποτέλεσμα είναι σχεδόν αναμενόμενο, όταν αυτό τελικά θα εμφανισθεί στα βλέμματα του θεατή θα συνοδευτεί από μια μικρή ικανοποίηση.

Δημήτρης Μπάμπας