17tdf.jpg

The Salt of the Earth, Wim Wenders & Juliano Ribeiro Salgado
Υπάρχει κάτι συγκλονιστικό στον τρόπο με τον οποίο ξεκινάει το «Αλάτι της γης». Μέσα από φωτογραφίες του ορυχείου της Υπάρχει κάτι συγκλονιστικό στον τρόπο με τον οποίο ξεκινάει το «Αλάτι της γης». Μέσα από φωτογραφίες του ορυχείου της Serra Pelada, από το project «Workers» του Sebastiao Salgado, ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με τη μνημειακή απεικόνιση ενός ζοφερού Πύργου της Βαβέλ, τη δυναμική απόδοση μιας κόλασης βιβλικής. Ό,τι ακολουθεί ξετυλίγεται σα μια οπτική οδύσσεια, μια περιπλάνηση στον περιπετειώδη βίο και στο έργο ενός μεγάλου πλάνητα φωτογράφου, την οποία επιχειρεί ο Wim Wenders με τη συνεπικουρία του γιου του Salgado, Juliano, και κύριο αφηγητή τον ίδιο το δημιουργό. Ένα ταξίδι στο φωτογραφικό κόσμο του Salgado, μια υπνωτική κατάδυση στη συναισθηματική του συνείδηση.
 Ο Wenders εφευρίσκει έναν ενδιαφέροντα τρόπο κινηματογράφησης αυτής της αφήγησης, μέσα από την ταυτόχρονη προβολή δημιουργού και έργου. Πίσω από το διάφανο πρόσωπο του καλλιτέχνη αναδύονται οι εικόνες, τονίζοντας το συναισθηματικό βάθος της αναδίφησης αλλά και μια τρισδιάστατη διάσταση, αγαπημένο στοιχείο στον κινηματογράφο του γερμανού σκηνοθέτη τα τελευταία χρόνια. Οι μνήμες και τα συνοδευτικά στοχαστικά σχόλια του Salgado στήνουν έτσι μια συγκινητική ανθρωπογεωγραφία, στην οποία λόγος και εικόνα διαπλέκονται άρρηκτα και συνεπαίρνουν το θεατή. Και είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς αν είναι η αισθητική της φωτογραφίας ή η πραότητα του φωτογράφου που συντείνουν σε αυτή τη μέθεξη.
Με εξαίρεση το εισαγωγικό της μέρος η ταινία ακολουθεί μια καθαρά χρονολογική γραμμή στην αφήγησή της. Βιογραφικές πληροφορίες για τα πρώτα χρόνια του βραζιλιάνου φωτογράφου στην οικογενειακή φάρμα, η εγκατάσταση στο Παρίσι, οι σπουδές και ο γάμος, η οικογένεια. Ο αθόρυβος αλλά καταλυτικός ρόλος της γυναίκας του στην εξέλιξη και σταδιοδρομία του. Είναι ωστόσο το ίδιο το φωτογραφικό έργο που μιλάει για το ανήσυχο πνεύμα του καλλιτέχνη και για τη βαθιά ανθρωπιστική του ματιά. Οι ασπρόμαυρες φωτογραφίες του θα αποτυπώσουν, πέρα από αυτόχθονες φυλές, κάποια από τα δραματικότερα γεγονότα του πλανήτη τα τελευταία σαράντα χρόνια. Λιμούς, φτώχεια, πολέμους, εκτοπισμούς πληθυσμών, περιβαλλοντικές καταστροφές, γενοκτονίες. Με την κατατρεγμένη ανθρώπινη ύπαρξη πάντα στο επίκεντρο, περιβεβλημένη με μια εκθαμβωτική ομορφιά και αξιοπρέπεια. Μια προκλητική σχεδόν αντίφαση που συνοδεύει τα περισσότερα έργα του. Όταν ωστόσο στον πόλεμο της Ρουάντα, ο φακός του Salgado θα εστιάσει κατευθείαν στην «καρδιά του σκότους» το μέγεθος της φρίκης που αναδύεται θα τον οδηγήσει σε μια βαθιά υπαρξιακή κρίση, μια αποστροφή προς το ανθρώπινο γένος. Η «Έξοδος», το τελευταίο του μεγάλο project, θα έρθει να σηματοδοτήσει μια καθαρά οικολογική στροφή , τόσο σε καλλιτεχνικό όσο και σε προσωπικό επίπεδο. Μια στροφή απόλυτα σύμφωνη με την ευαισθησία και το σεβασμό προς το σύμπαν που χαρακτηρίζουν το έργο του. Παράλληλα συνιστά και μια επανεύρεση της χαμένης του πίστης προς την ανθρωπότητα.
Απέναντι στο έργο του μεγάλου φωτογράφου ο Wenders-φωτογράφος και ο ίδιος- στέκεται με διακριτικότητα, με ευλάβεια και δέος. Τον παρακολουθεί από μικρή απόσταση, καταγράφει με την κάμερα κάποιες κινήσεις του, σποραδικά σχολιάζει. Δεν υπεισέρχεται σε τεχνικές λεπτομέρειες. Επιχειρεί όμως κάτι πιο ουσιαστικό. Παίζοντας με το ασπρόμαυρο των φωτογραφιών και το έγχρωμο της πραγματικότητας, με το φως και το σκοτάδι, τις σιωπές και το λόγο, φωτίζει με το δικό του τρόπο το έργο και τον καλλιτέχνη. Στην ουσία η διορατική ματιά του γερμανού σκηνοθέτη συναντάει το διεισδυτικό και ευαίσθητο μάτι του βραζιλιάνου φωτογράφου. Ο Wenders βλέπει απέναντί του κάποιον που του μοιάζει. Γι αυτό και οι ρόλοι συχνά ταυτίζονται ή αντιστρέφονται. Ο Salgado, φωτογράφος και φωτογραφιζόμενος, εντός ή εκτός φωτογραφικού πεδίου, σκηνοθετεί ως ένα βαθμό τον εαυτό του. Με την ίδια σεμνότητα, ενσυναίσθηση και δραματικότητα που χαρακτηρίζουν στο σύνολο το φωτογραφικό του έργου.

running-from-crazy.jpg
Running from Crazy, Barbara Kopple
Γνωστή κυρίως για τον τολμηρό κοινωνικό προβληματισμό των ντοκιμαντέρ της, η αμερικανίδα σκηνοθέτιδα Barbara Kopple με το Running from Crazy εστιάζει στην προσωπική τραγωδία αλλά με μια ανοιχτή και διεισδυτική ματιά.
Κεντρικός χαρακτήρας της είναι η Μάριελ Χέμινγουεϊ, νεότερη εγγονή του μεγάλου αμερικανού συγγραφέα, την οποία παρακολουθεί σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας, αποκαλυπτικό και βαθιά εξομολογητικό. Κουβαλώντας τη βαριά κληρονομιά μιας οικογένειας που τη σημάδεψαν οι ψυχικές ασθένειες, οι καταχρήσεις και οι αυτοκτονίες, η Μάριελ προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει ένα δρόμο απόδρασης από τις ψυχικές και συναισθηματικές διαταραχές που σκιάζουν το παρελθόν της, να αποτινάξει η ίδια το φόβο της αλλά και να συμβάλει στη στήριξη ευπαθών ομάδων με τη χάραξη ενός εναλλακτικού οδηγού ευτυχίας. Στο ντοκιμαντέρ ο θεατής παρακολουθεί σε ένα πρώτο επίπεδο το παρόν της Μάριελ, μέσα από σκηνές άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο φυσικές, ένα είδος σινεμά βεριτέ. Είναι οι στιγμές που η ηρωίδα μιλάει η ίδια για τον εαυτό της και τη σχέση της με την οικογένειά της, συζητάει με τις κόρες της, γυμνάζεται ή ταξιδεύει με το σύντροφό της. Επιπλέον κάποιες άλλες στιγμές φωτίζουν την κοινωνική ή την ακτιβιστική της δράση. Πρόκειται για μια συμβατική στο ύφος της προσέγγιση που σκιαγραφεί μεν το πορτρέτο μιας εξαιρετικά δυναμικής γυναίκας, η οποία τολμάει να αποκαλύψει επώδυνες για την οικογένειά της αλήθειες, παραμένει ωστόσο κάπως στην επιφάνεια. Οι απόψεις της ηρωίδας σε κάποιες από τις σκηνές αυτές ακούγονται σαν απλές και εύπεπτες συμβουλές για το πώς να κάνουμε τη ζωή μας καλύτερη. Ένα είδος ευανάγνωστης ψυχολογίας. Η ταινία όμως επιστρέφει επίμονα στο παρελθόν της οικογένειας και μέσα από αρχειακό υλικό, τηλεοπτικές εκπομπές, οικογενειακά βίντεο, αποσπάσματα ενός άλλου ερασιτεχνικού ντοκιμαντέρ. Πρωταγωνιστές εδώ τα πρόσωπα του οικείου περιβάλλοντος. Οι γονείς, οι αδελφές-και κυρίως η θρυλική Μάργκο-,οι προβληματικές σχέσεις, το σπίτι του παππού στην επαρχία. Αλλά και ο ίδιος ο Έρνεστ, που ρίχνει βαριά τη σκιά του πίσω από όλες τις ιστορίες. Ο τρόπος που τα διάσπαρτα αυτά θραύσματα ενσωματώνονται στο βασικό κορμό της ταινίας αποτελούν και το πιο συναρπαστικό της μέρος. Μέσα από αυτά αναδύονται οι ενοχές και τα τραύματα της Μάριελ και ερμηνεύεται η συστηματική της προσπάθεια να αποφύγει την τραγική μοίρα της οικογένειάς της.
Τελικά το μεγάλο επίτευγμα της Kopple συνίσταται στο ότι μέσα από το συνεχή διάλογο του αυθεντικού αυτού υλικού με την ηρωίδα της καταφέρνει όχι μόνο να φωτίσει τους σημαντικότερους σταθμούς στη ζωή της αλλά και να εξηγήσει τις επιλογές της. Την επίμονη, εξεζητημένη της σχεδόν προσπάθεια για αρμονία και εσωτερική ισορροπία.
darwin2.jpg
Darwin’s Nightmare (Ο εφιάλτης του Δαρβίνου), Hubert Sauper
Δυτική Τανζανία, λίμνη Βικτόρια. Πηγή του Νείλου, κοιτίδα του πολιτισμού. Χωρισμένο σε επιτιτλισμένες ενότητες, που αλληλοσυμπληρώνονται και επανασυνδέονται, το αποκαλυπτικό αυτό ντοκιμαντέρ του Hubert Sauper ξεκινάει και κλείνει με μια εικόνα που επανέρχεται συχνά στην ταινία. Τις αφίξεις και αναχωρήσεις σοβιετικών μεταγωγικών αεροπλάνων στο αεροδρόμιο της Μουάνζα. Στο ενδιάμεσο ο θεατής έρχεται αντιμέτωπος με εικόνες εξαθλίωσης της περιοχής, ακούει συνεντεύξεις από ντόπιους και ξένους και παρακολουθεί το χρονικό ενός στυγνού εγκλήματος, που ξεδιπλώνεται σιγά σιγά σαν ταινία τρόμου.
Από την αρχή σχεδόν εμφανίζονται άρρηκτα δεμένες και οι δύο διαστάσεις του εγκλήματος. Η οικολογική και η κοινωνικοπολιτική. Η πέρκα του Νείλου, το ψάρι αρπακτικό που εισήχθη πειραματικά στη λίμνη τη δεκαετία του 60, καταβρόχθισε όλα τα άλλα ψάρια, οδηγώντας στην καταστροφή ενός από τα πλουσιότερα οικοσυστήματα του πλανήτη. Η ιχθυοβιομηχανία που αναπτύχθηκε στην περιοχή εκμεταλλεύεται το φτηνό εργατικό δυναμικό πετώντας του στην κυριολεξία ψαροκόκαλα και οδηγώντας το στη λιμοκτονία. Το μεγάλο ψάρι και ως μεταφορά της «γενοκτονίας» ενός λαού. Αλλά και ως προβολή της «ευεργετικής» παγκοσμιοποίησης που συσσωρεύει κέρδη για τους λίγους και εκλεκτούς, αφού «όλα πλέον ανήκουν στις εταιρείες», όπως ακούγεται στην αρχή της ταινίας.
Εκτός από τα αεροπλάνα υπάρχει και μια ερώτηση που επανέρχεται συνεχώς από το σκηνοθέτη: «Τι φέρνουν τα αεροπλάνα που καταφτάνουν;» Για να πάρει από τους αποδέκτες της κάθε φορά διαφορετική απάντηση. Για τους διευθυντές εργοστασίων τα κιβώτια είναι άδεια, για τους ρώσους πιλότους μεταφέρουν γενικά εξοπλισμό, ενώ μόνο προς το τέλος αποκαλύπτεται η αλήθεια από λίγους υποψιασμένους ντόπιους. Το εμπόριο της πέρκας καλύπτει ένα καλά οργανωμένο λαθρεμπόριο όπλων και πυρομαχικών για τους πολέμους που διεξάγονται στην Αφρική. Εκμεταλλευόμενες τα φτωχά μέτρα ασφαλείας του αεροδρομίου της Μουάνζα, χώρες της Ευρώπης, της Ασίας και της Μέσης Ανατολής γίνονται οι διακινητές αυτού του λαθρεμπορίου, ενώ αργότερα εμφανίζονται μέσω διεθνών οργανισμών ως ανθρωπιστικοί σωτήρες ενός πληθυσμού που λιμοκτονεί ή πεθαίνει από τον ιό του AIDS.
Στον « Εφιάλτη του Δαρβίνου» ο αυστριακός σκηνοθέτης Hubert Sauper, με την κάμερα στο χέρι, αποτυπώνει τη φρίκη και την αθλιότητα ενός κύκλου εκμετάλλευσης-εξαθλίωσης της Αφρικής. Μιας διαδικασίας της οποίας οι εμπλεκόμενοι γνωρίζουν κάλλιστα τις τραγικές συνέπειες αλλά δεν κάνουν τίποτα για να την αποτρέψουν. Από το ντοκιμαντέρ του παρελαύνουν πολλά πρόσωπα: ντόπιοι ψαράδες, παιδιά του δρόμου, τανζανές πόρνες, ρώσοι πιλότοι, επιχειρηματίες, στελέχη της παγκόσμιας τράπεζας, πολιτικοί, ακόμα και επίτροποι της Ε.Ε. Με την επαγγελματικότητα ενός ρεπόρτερ αλλά και τη διακριτικότητα ενός ευαίσθητου κινηματογραφιστή αφήνει τα ίδια τα πρόσωπα να μιλήσουν μπροστά στο φακό και να πουν τις δικές τους ιστορίες, φωτίζοντας συνειδητά ή ασυνείδητα διαφορετικές πλευρές του εγκλήματος. Άλλοτε με φυσικότητα, πολύ συχνά με αμηχανία ή με επιτηδευμένη προσποίηση, κάποτε και με τόνους οργισμένης διαμαρτυρίας. Αλλά είναι και η οπτική προσέγγιση του θέματος που διαμορφώνει το ύφος της ταινίας. Άλλοτε σκοτεινή, σχεδόν αποκρουστική και άλλοτε τρυφερή και ανθρώπινη. Μέσα σε αυτή την κανιβαλική κοινωνία οι σκηνές που η κάμερα στρέφεται στην ξεχασμένη γαλήνη της λίμνης και στα σπάνιας ομορφιάς πρόσωπα των τανζανών, συνιστούν στιγμές αποκάλυψης σε έναν τραγικά εφιαλτικό κόσμο.
exotica-erotica-etc.jpg
Exotica, Erotica, Etc., Ευαγγελία Κρανιώτη
Η θάλασσα, τα καράβια και οι έλληνες ναυτικοί ως «ιδανικοί και άξιοι εραστές» συνυπάρχουν και συνομιλούν στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της φωτογράφου Ευαγγελίας Κρανιώτη. Ένα οπτικό δοκίμιο με έντονη την εικαστική ματιά για τη θάλασσα, τους ναυτικούς και τις γυναίκες των λιμανιών. Μια ποιητική περιπλάνηση στο εξωτικό τοπίο των μεγάλων ωκεανών, στο εσωτερικό των καραβιών που τους διασχίζουν αλλά και των σωμάτων που νοσταλγούν τον παρελθόντα ερωτικό πόθο.
Από το Βόρειο Πόλο μέχρι τον Πορθμό του Μαγγελάνου και από τον Παναμά μέχρι τη Μαύρη Θάλασσα η Ευαγγελία Κρανιώτη ταξίδεψε με φορτηγά και κοντέινερ για να κινηματογραφήσει υλικό 450 ωρών, από το οποίο αξιοποίησε στην ταινία της 108 λεπτά. Σκοπός των ταξιδιών της « να εξερευνήσει τη σχέση του έλληνα ναυτικού με τη θάλασσα, με την ξένη χώρα, με το καινούριο τοπίο αλλά και με το σώμα της γυναίκας του λιμανιού». Η ταινία αρθρώνεται πάνω σε δύο μονολόγους. Τον εσωτερικό ενός ανώνυμου ναυτικού σε voice over, με φόντο την αγριεμένη θάλασσα και το μονόλογο μιας γερασμένης πόρνης, που σε κάποιο διαμέρισμα της Χιλής αναπολεί τις νύχτες της με τους έλληνες ναυτικούς. Πιο ποιητικός ο πρώτος διαπνέεται από μια στοχαστική ματιά για τον άνθρωπο και τη σχέση του με τη θάλασσα. Πιο πληθωρικός ο δεύτερος διανθίζεται με γλαφυρά σχόλια και μια τρυφερή διάθεση, σχεδόν ρομαντική. Ανάμεσα στους δύο μονολόγους η κάμερα στρέφεται στο ίδιο το καράβι και στη ζωή του. Το σκληρό σίδερο, οι μηχανές, τα έντονα χρώματα εικονοποιούν ένα σύμπαν επιβλητικής ομορφιάς, μέσα στο οποίο η μικρότητα του ανθρώπου εμφανίζεται ακόμα πιο έντονη. Πρόκειται στην ουσία για το πιο ενδιαφέρον μέρος της ταινίας, για την προσωπική εικαστική ματιά της ίδιας της δημιουργού. Από την άλλη οι βιντεοσκοπημένες σκηνές από την καθημερινότητα των ναυτικών κινούνται στο συνήθη χώρο της ρεαλιστικής καταγραφής. Το λιγοστό πλήρωμα, τα εορταστικά τους γεύματα, η επικοινωνία τους με τους συγγενείς.
Ωστόσο πέρα από τη δύναμη της εικόνας του, είναι οι αφηγήσεις της κεντρικής ηρωίδας που συντελούν στη δημιουργία της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας του ντοκιμαντέρ. Αυτήν της πλήρωσης που γεννάει η απόλυτη ελευθερία της θάλασσας και του έρωτα αλλά και η μελαγχολική, νοσταλγική ενατένισή τους.

της Καλλιόπης Πουτούρογλου [ Αυτή η διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προστατεύεται από τους αυτοματισμούς αποστολέων ανεπιθύμητων μηνυμάτων. Χρειάζεται να ενεργοποιήσετε τη JavaScript για να μπορέσετε να τη δείτε.]